Αρχικός τίτλος: Οι Κυνικοί και η Φιλοσοφία τους – Προλόγισμα στο ομώνυμο θεατρικό έργο του συγγραφέα, ποιητή και ηθοποιού Νίκου Καλογερόπουλου.
Στην, ηθελημένη ή όχι, παραποίηση ή έκπτωση πολλών λέξεων του Αρχαίου Ελληνικού κόσμου, η σύγχρονη ανθρωπότητα οπωσδήποτε χάνει πολλά. Ανάμεσα σε αυτές τις πάμπολλες λέξεις (αφέλεια, απάθεια, φιλία, θεός, δημοκρατία και δεκάδες άλλες), στέκει και η λέξη «Κυνικός», η οποία, προς ατυχία εκατομμυρίων ανθρώπων που οι Μούσες και η Φιλοσοφία δεν τους τίμησαν με τα δώρα τους, έχει προσλάβει αρνητικό νόημα σε όλες τις ευρωπαϊκές γλώσσες, ενώ τα σύγχρονα ημέτερα λεξικά ορίζουν μυωπικώς τον «Κυνικό» ως τίποτε περισσότερο από ένα πρόσωπο το οποίο… «εκ συστήματος διαπιστώνει λάθη και δυσπιστεί σε ό,τι αφορά τη σοβαρότητα ή αγαθότητα των ανθρώπινων προθέσεων και πράξεων και αντιδρά πάντοτε με ειρωνεία και σαρκασμό»
Στο παλαιό καλό, σαν το κρασί που λέμε, «Λεξικό Σούδα», θα διαβάσουμε ωστόσο εντελώς άλλα πράγματα, ότι δηλαδή ο «Κυνισμός» είναι «ΑΙΡΕΣΙΣ ΦΙΛΟΣΟΦΩΝ. Ο ΔΕ ΟΡΙΣΜΟΣ ΑΥΤΟΥ ΣΥΝΤΟΜΟΣ ΕΠ ‘ ΑΡΕΤΗ ΟΔΟΣ. ΤΕΛΟΣ ΔΕ ΤΟΥ ΚΥΝΙΣΜΟΥ ΤΟ ΚΑΤ’ ΑΡΕΤΗ ΖΗΝ.. ΗΡΕΣΚΕ Δ’ ΑΥΤΟΙΣ ΛΙΤΩΣ ΒΙΟΥΝ, ΑΥΤΑΡΚΕΣΙ ΧΡΩΜΕΝΟΙΣ ΣΙΤΙΟΙΣ, ΠΛΟΥΤΟΥ ΚΑΙ ΔΟΞΗΣ ΚΑΙ ΕΥΓΕΝΕΙΑΣ ΚΑΤΑΦΡΟΝΕΙΝ..». Οι «Κυνικοί» επομένως ήταν Φιλοσοφική Σχολή, και μάλιστα μία από τις μακροβιότερες. Η Σχολή τους, ιδρύθηκε από τον Αντισθένη (445 – 360 ή 444 – 368), υιό ενός Αθηναίου και μίας δούλης από τη Θράκη, διακριθέντα πολεμιστή στη μάχη της Τανάγρας και μετέπειτα μαθητή του σοφιστή Γοργίου στη Ρητορική, και εν συνεχεία, στη Φιλοσοφία, του Σωκράτους, στον θάνατο του οποίου υπήρξε παρών. Η Σχολή ιδρύθηκε στο Κυνόσαργες των Αθηνών, το μόνο γυμνάσιο της πόλεως που δεχόταν μη Αθηναίους πολίτες και ταυτοχρόνως αποτελούσε Ιερό ’λσος του Ηρακλέους (από το οποίο ’λσος και μετωνομάσθησαν άλλωστε τα μέλη σε «Κυνικούς» από «Αντισθενικοί» που λέγονταν αρχικώς).
Οι «Κυνικοί», ήσαν πνευματικοί απόγονοι του Σωκράτους, ανήκοντας στις Σχολές που απεκλήθησαν «Ελάσσοντες Σωκρατικοί», αν και ως προς τη μέθοδο της διδασκαλίας τους έλαβαν αρκετά στοιχεία από τους «Σοφιστές». Για τον Αντισθένη και τους μαθητές του, η Φιλοσοφία είναι καθαρά κοσμική σοφία (χαρακτηριστική είναι μάλιστα η ρήση του πρώτου ότι «τότε οι πόλεις χάνονται, όταν δεν μπορούν να ξεχωρίσουν τους κακούς από τους καλούς»), ενώ η Αρετή, αν και εξακολουθεί να παραμένει σκοπός του βίου, είναι κάτι το απολύτως πρακτικό που δεν χρειάζεται ούτε πολλά λόγια, ούτε επίπονη εκπαίδευση (Διογένης Λαέρτιος 6, 2). Η Αρετή, που είναι κάτι το υπαρκτό, μπορεί να διδαχθεί με πολύ απλό τρόπο στον άνθρωπο, αφού η αρχή για τη μάθηση είναι η προσεκτική σπουδή των λέξεων («ΑΡΧΗ ΠΑΙΔΕΥΣΕΩΣ Η ΤΩΝ ΟΝΟΜΑΤΩΝ ΕΠΙΣΚΕΨΙΣ»), και αν μάλιστα αυτή (δηλ. η Αρετή) κάποτε κατακτηθεί, είναι παντελώς αδύνατον να απωλεσθεί.
Στο παλαιό καλό, σαν το κρασί που λέμε, «Λεξικό Σούδα», θα διαβάσουμε ωστόσο εντελώς άλλα πράγματα, ότι δηλαδή ο «Κυνισμός» είναι «ΑΙΡΕΣΙΣ ΦΙΛΟΣΟΦΩΝ. Ο ΔΕ ΟΡΙΣΜΟΣ ΑΥΤΟΥ ΣΥΝΤΟΜΟΣ ΕΠ ‘ ΑΡΕΤΗ ΟΔΟΣ. ΤΕΛΟΣ ΔΕ ΤΟΥ ΚΥΝΙΣΜΟΥ ΤΟ ΚΑΤ’ ΑΡΕΤΗ ΖΗΝ.. ΗΡΕΣΚΕ Δ’ ΑΥΤΟΙΣ ΛΙΤΩΣ ΒΙΟΥΝ, ΑΥΤΑΡΚΕΣΙ ΧΡΩΜΕΝΟΙΣ ΣΙΤΙΟΙΣ, ΠΛΟΥΤΟΥ ΚΑΙ ΔΟΞΗΣ ΚΑΙ ΕΥΓΕΝΕΙΑΣ ΚΑΤΑΦΡΟΝΕΙΝ..». Οι «Κυνικοί» επομένως ήταν Φιλοσοφική Σχολή, και μάλιστα μία από τις μακροβιότερες. Η Σχολή τους, ιδρύθηκε από τον Αντισθένη (445 – 360 ή 444 – 368), υιό ενός Αθηναίου και μίας δούλης από τη Θράκη, διακριθέντα πολεμιστή στη μάχη της Τανάγρας και μετέπειτα μαθητή του σοφιστή Γοργίου στη Ρητορική, και εν συνεχεία, στη Φιλοσοφία, του Σωκράτους, στον θάνατο του οποίου υπήρξε παρών. Η Σχολή ιδρύθηκε στο Κυνόσαργες των Αθηνών, το μόνο γυμνάσιο της πόλεως που δεχόταν μη Αθηναίους πολίτες και ταυτοχρόνως αποτελούσε Ιερό ’λσος του Ηρακλέους (από το οποίο ’λσος και μετωνομάσθησαν άλλωστε τα μέλη σε «Κυνικούς» από «Αντισθενικοί» που λέγονταν αρχικώς).
Οι «Κυνικοί», ήσαν πνευματικοί απόγονοι του Σωκράτους, ανήκοντας στις Σχολές που απεκλήθησαν «Ελάσσοντες Σωκρατικοί», αν και ως προς τη μέθοδο της διδασκαλίας τους έλαβαν αρκετά στοιχεία από τους «Σοφιστές». Για τον Αντισθένη και τους μαθητές του, η Φιλοσοφία είναι καθαρά κοσμική σοφία (χαρακτηριστική είναι μάλιστα η ρήση του πρώτου ότι «τότε οι πόλεις χάνονται, όταν δεν μπορούν να ξεχωρίσουν τους κακούς από τους καλούς»), ενώ η Αρετή, αν και εξακολουθεί να παραμένει σκοπός του βίου, είναι κάτι το απολύτως πρακτικό που δεν χρειάζεται ούτε πολλά λόγια, ούτε επίπονη εκπαίδευση (Διογένης Λαέρτιος 6, 2). Η Αρετή, που είναι κάτι το υπαρκτό, μπορεί να διδαχθεί με πολύ απλό τρόπο στον άνθρωπο, αφού η αρχή για τη μάθηση είναι η προσεκτική σπουδή των λέξεων («ΑΡΧΗ ΠΑΙΔΕΥΣΕΩΣ Η ΤΩΝ ΟΝΟΜΑΤΩΝ ΕΠΙΣΚΕΨΙΣ»), και αν μάλιστα αυτή (δηλ. η Αρετή) κάποτε κατακτηθεί, είναι παντελώς αδύνατον να απωλεσθεί.