Μαχάτμα Γκάντι
Η πολυδιάστατη έννοια της ευτυχίας, η οποία έχει αποτελέσει αντικείμενο πολλών και διαφορετικών επιστημονικών κλάδων όπως και μελέτη χιλιάδων έιδικών, έχουν οδηγήσει στην αδυναμία υιοθέτησης ενός κοινού ορισμού ή έστω ενός κοινού κώδικα επικοινωνίας αναφορικά με αυτό το ζήτημα, γεγονός που δίνει μια γοητεία στο εγχείρημα προσδιορισμού τι είναι ευτυχία.
Η δυσκολία του ορισμού της έννοιας ευτυχία αποτυπώνεται στην προσπάθεια σκιαγράφησής της στο κλασικό «Λεξικό της Φιλοσοφίας» του Andre Lalande (1955), όπου η ετυμολογική έννοια συμπληρώνεται από δύο ακόμη επεξηγήσεις και εν τέλει απαιτεί και μια κριτική επί των όρων, ώστε ο αναγνώστης να μπορεί να θεωρήσει ότι έχει κάπως κατανοήσει τις εννοιολογικές παραμέτρους του όρου. Η ετυμολογική σημασία αναφέρεται στην ευνοϊκή τύχη, από το ελληνικό πρόθεμα ευ και τύχη, από τη ρίζα τυγχάνω, που παρουσιάζει αντιστοιχία και με τον αγγλοσαξονικό όρο happiness από το happen με την έννοια του γεγονότος που συμβαίνει κατά τύχη καθώς και το γερμανικό gluck από τη γερμανική ρίζα gelingen που σημαίνει επιτυγχάνω.
Με μια ευρύτερα φιλοσοφική θεώρηση, ευτυχία, σύμφωνα πάντα με το Λεξικό του Lalande, είναι «η κατάσταση της πλήρους ικανοποιήσεως που γεμίζει όλη τη συνείδηση». Προτείνεται παράλληλα ο αναλυτικότερος και διεισδυτικότερος ορισμός που δίνει ο Καντ στο έργο του Κριτική του Καθαρού Λόγου, σύμφωνα με τον οποίο η ευτυχία ταυτίζεται με την «ικανοποίηση όλων των κλίσεων μας τόσο σε έκταση, δηλαδή σε πολλαπλότητα, όσο και σε ένταση, δηλαδή σε διάρκεια».
Ο Μάρκος Τερέντιος Βάρρο και αργότερα ο Αυγουστίνος κατέγραψαν 289 απόψεις για το τι σημαίνει ευτυχία, αυτή η έννοια που αποτελεί την έγνοια όλων, ενώ παράλληλα γεννά
απορίες και ερωτήματα ως προς τη φύση, τις ιδιότητες και κυρίως την επίτευξη ή απόκτησή της. Η ευτυχία είναι συναίσθημα, διάθεση ή βίωμα; Είναι στόχος, πορεία ή ουτοπία; Είναι διαρκής ή εξαντλείται σε στιγμές; Και τι καθορίζει την ευτυχία μας ή την έλλειψή της; Ποιες μορφές μπορεί να πάρει και σε ποιο βαθμό και με ποιο τρόπο επηρεάζει την επικοινωνία μας με τους άλλους;
Τι μπορεί να είναι σήμερα ή πώς μπορεί να βιώνεται σήμερα η ετυχία
Ερωτήματα αναφορικά με την ευτυχία έχουν απασχολήσει τη φιλοσοφία, τη θεολογία και την ψυχολογία, όπως είναι μάλλον αυτονόητο και αναμενόμενο, αλλά προσφάτως και μάλλον αναπάντεχα και την οικονομική επιστήμη, η οποία αποφάσισε να εμπλακεί στη μελέτη των παραμέτρων που εξασφαλίζουν την ευτυχία και, κάνοντας ένα βήμα ακόμη πιο πέρα, να την αποτιμήσει και να κοστολογήσει την απώλειά της.
Το 1984 εμφανίζεται για πρώτη φορά στο πεδίο της οικονομικής θεωρίας το σχήμα της «ηδονικής αξίας της ζωής», το οποίο αναφέρεται στην ευχαρίστηση και την απόλαυση που προσφέρει στο άτομο η ζωή του, εξαιρουμένων των οικονομικών απολαβών. Σύντομα προσαρμόστηκε στις πρακτικές της νομικής επιστήμης και τέθηκε στην υπηρεσία των λειτουργών της προς όφελος πελατών τους που είχαν πέσει θύματα «ηδονικών απωλειών».
Σύμφωνα με τους υπολογισμούς αυτούς ο γάμος, για παράδειγμα, ισοδυναμεί με ένα ποσό της τάξης των 70.000 αγγλικών λιρών ετησίως.
Ένα άλλο παράδειγμα αυτού του όψιμου ενδιαφέροντος για τη διαχείριση της ανθρώπινης ευτυχίας αποτελεί το Ινστιτούτο της Ευτυχίας (The Happiness Institute), το οποίο εδρεύει στην Αυστραλία και χρησιμοποιεί τις αρχές και τις μεθόδους της Θετικής Ψυχολογίας (Positive Psychology) για να βοηθήσει τους πελάτες του «να απολαύσουν και πάλι τη ζωή, να νιώθουν καλά και να είναι αισιόδοξοι, να βελτιώσουν τις σχέσεις τους, να αναπτύξουν το αίσθημα ελέγχου και να ζήσουν μια υγιή και ισορροπημένη ζωή». Οι ειδικοί επιστήμονες του Ινστιτούτου είναι πρόθυμοι να μοιραστούν μαζί μας – με το αζημίωτο πάντα – το μυστικό της ευτυχίας και διαδικτυακώς.
Η εγκυρότητα της διαπίστωσης του Φρόυντ στα 1930 ότι από τη συμπεριφορά των ανθρώπων συνάγεται πως σκοπός της ζωής τους είναι η επιδίωξη και η διατήρηση της ευτυχίας δύσκολα μπορεί να αμφισβητηθεί. Το πρόγραμμα της ‘αρχής της ηδονής’ ορίζει και επιβάλλει τόσο την αποφυγή του πόνου όσο και την αποκόμιση ευχαρίστησης.
Εντούτοις, «δεν υπάρχει καμιά συμβουλή που να κάνει για όλους· ο καθένας πρέπει να δοκιμάσει μόνος του με ποιον ιδιαίτερο τρόπο μπορεί να γίνει ευτυχισμένος» (Φρόυντ), καθώς εκτός από την ιδιοσυγκρασία διαφέρουν και οι συνθήκες μέσα στις οποίες οι άνθρωποι αναπτύσσονται και λειτουργούν. Έχοντας παραχωρήσει για χάρη της ασφάλειάς του ένα μέρος της δυνατότητάς του για ευτυχία μέσω της ικανοποίησης των ορμών του, ο πολιτισμένος άνθρωπος καλείται να εκμεταλλευτεί την εναπομείνασα
ικανότητά του για να πετύχει τον υπέρτατο στόχο.
Ο υπέρτατος αυτός στόχος, η ευτυχία, αποτελεί μια έννοια καθημερινή, αλλά δυσνόητη. Δεν επιτρέπει έναν μονοδιάστατο ορισμό, δεν προσφέρεται για πειραματικές διαπιστώσεις. Εντούτοις, είναι ενδιαφέρον να διερευνηθεί κατά πόσο υπάρχουν συγκεκριμένοι, μετρήσιμοι παράγοντες που οδηγούν σε αυτήν και κατά πόσο πρόκειται για μια κατάσταση που υπόκειται σε τεκμηρίωση και ποσοτικοποίηση. Θεωρώντας ως αυθεντική πηγή για τις διαπιστώσεις αυτές τον αβίαστο λόγο των ίδιων των υποκειμένων, θα επιχειρήσουμε μια διαδρομή μέσα από αναπαραστάσεις, βιώματα και σημασίες της ευτυχίας για να προσεγγίσουμε τη βαθύτατα προσωπική εμπειρία της, όπως αποτυπώνεται στον κοινωνικό εαυτό των υποκειμένων. Ελπίδα και επιδίωξή μας είναι να μας δοθεί η δυνατότητα να αγγίξουμε έστω φευγαλέα μια πτυχή της ανθρώπινης κατάστασης που δύσκολα μπορεί κανείς να μοιραστεί με τον Άλλο.
Από τους Αλχημιστές στον Αριστοτέλη
Δεν υπάρχει στη ζωή πιο μεγάλη απόλαυση ούτε πιο μεγάλη ευτυχία
από το να μην έχεις συνείδηση ότι ζεις
Giacomo Leopardi, Η Θεωρία της Ηδονής,
Η ευτυχισμένη ζωή, ως έννοια αλλά και ως βίωμα, δεν θα μπορούσε να αφήσει ασυγκίνητους τους εργάτες του πνεύματος όλων των εποχών και όλων των ρευμάτων. Ακόμη και οι πιο «σκοτεινοί» των φιλοσόφων, σε κατάσταση οι ίδιοι μελαγχολίας έως και κατάθλιψης, πάντοτε θέτουν το ερώτημα για την ευτυχία τού ανθρώπου και αναζητούν την οδό που οδηγεί σε αυτήν. Έφτασαν, μάλιστα, κατά την εποχή της Αναγέννησης να αναζητούν τη φιλοσοφική λίθο, η οποία θα σήμαινε την εξασφάλιση της διαρκούς και αδιάκοπης ευτυχίας μέσω της αιώνιας νεότητας και των απεριόριστων υλικών αγαθών.
Οι αλχημιστές της Αναγέννησης, επομένως, ονειρεύτηκαν να προσφέρουν στον άνθρωπο τις, κατά την άποψή τους, βασικές προϋποθέσεις της καλής ζωής: ευρωστία και πλούτο. Παρέλειψαν, όμως, να συμπεριλάβουν σε αυτές τη θεωρητική όψη της ευδαιμονίας ως διαρκούς και αυτάρκους ενέργειας, όπως την προσδιόρισε ο Αριστοτέλης. Για τον μεγάλο φιλόσοφο της ελληνικής αρχαιότητας «η πιο ωραία και ευχάριστη ζωή» οφείλει να εναρμονίζεται με τον νου, το κύριο χαρακτηριστικό του ανθρώπου (Αριστοτέλης). Η ευδαιμονία είναι μια ενέργεια που διαρκεί καθ’ όλη τη ζωή του ανθρώπου και κατατάσσεται μεταξύ των καθαυτών επιθυμητών ενεργειών, αφού δεν στερείται τίποτα και ο άνθρωπος δεν την επιδιώκει έχοντας κατά νου έναν απώτερο σκοπό αλλά την ίδια
την απόκτησή της, η οποία αποτελεί το μεγαλύτερο από τα εξωτερικά καλά.
Για τον Αριστοτέλη η ευδαιμονία συνδέεται με την ύπαρξη ελεύθερου χρόνου, ο οποίος διακρίνεται με σαφήνεια από τον εργάσιμο, καθώς, όπως τονίζει, «εργαζόμαστε για να σχολάσουμε, όπως κάνουμε πόλεμο για να εξασφαλίσουμε ειρήνη» (Αριστοτέλης, ό.π., σελ. 181). Σε αυτό τον χρόνο της περισυλλογής και της ανάπτυξης δραστηριοτήτων που ανταποκρίνονται στις επιθυμίες του κάθε ατόμου συγκαταλέγεται και η επικοινωνία με ευχάριστους φίλους, καθώς μόνο τέτοιου είδους φίλους έχει νόημα να συναναστρέφεται ο ευτυχισμένος άνθρωπος. Όποιος στοχεύει στην ύψιστη ευδαιμονία, τη μακαριότητα, θα πρέπει να προσαρμόσει τη συμπεριφορά του σύμφωνα με τη θεϊκή θέληση και να γνωρίζει ότι θα οδηγηθεί σε αυτήν μόνο μέσω της ανθρώπινης ενέργειας της συναφέστερης προς την ενέργεια του θεού.
Συνεχίζοντας την ανάλυσή του για την ευδαιμονία, ο Αριστοτέλης την ορίζει ως κάποιο είδος θεωρίας, με συνέπεια να μπορεί να καταστεί αυτή αντικείμενο απόλαυσης του θεωρητικού ανθρώπου, χωρίς όμως να παραλείπει μια αναφορά στην αναγκαιότητα των εξωτερικών αγαθών για μια ομαλή διαβίωση. Οι άνθρωποι επιδιώκουν να αποκτήσουν αυτό που τους λείπει, θεωρώντας ότι έτσι θα ολοκληρωθεί η ευτυχία τους, επενδύοντας αυτή την προσμονή με τις ελπίδες τους. Άλλωστε, οι άνθρωποι είναι τα μόνα όντα που ασχολούνται, διερωτώνται, συλλογίζονται για την ευτυχία τους, καθιστώντας αυτό το στοιχείο καταστατικό της συστατικό (Lear).
Η Επικούρεια αταραξία και η ποιότητα ζωής κατά Σενέκα
Την ίδια περίπου εποχή, ο Επίκουρος προτείνει τη δική του εκδοχή για το περιεχόμενο και την απόκτηση της ευτυχίας, ταυτίζοντάς την με την εξασφάλιση της σωματικής υγείας, παράλληλα με εκείνη της ψυχικής ηρεμίας (Επίκουρος). Για τον Επίκουρο ο ορισμός είναι αποφατικός: ευτυχία είναι το να μην πονάμε στο σώμα και το να μην ταρασσόμαστε στην ψυχή, μια θεωρία που θα επιβιώσει μέχρι τις μέρες μας, μετρώντας πολυπληθείς οπαδούς.
Αυτός ο διπλός στόχος της ευτυχίας επιτυγχάνεται με οδηγό τη φρόνηση, η οποία είναι εκείνη που μας αποκαλύπτει «τις αιτίες για τις οποίες μας αρέσει ή δεν μας αρέσει κάτι και που διώχνει όλες αυτές τις αντιλήψεις από τις οποίες ταλαιπωρείται η ψυχή μας» (Επίκουρος). Το χαρακτηριστικότερο, όμως, στοιχείο της θεωρίας του Επίκουρου είναι εκείνο της αναγνώρισης και της εξύψωσης της ηδονής ως βάσης «κάθε προτίμησης και κάθε αποφυγής», ως κριτηρίου και μέτρου για να εκτιμήσουμε την ευτυχισμένη ζωή.
Το υπέρτατο αγαθό που είναι η ευτυχία, την οποία, σύμφωνα πάλι με τον Επίκουρο, όταν την έχουμε, έχουμε το παν κι όταν δεν την έχουμε κάνουμε το παν για να την αποκτήσουμε, απασχόλησε και τον Σενέκα, ο οποίος ενδιαφερόταν πολύ για την ποιότητα του καθημερινού βίου. Μπορεί η δική του ζωή να τον διέψευσε, εντούτοις πρέσβευε ότι οι μόνοι πραγματικά ευτυχισμένοι άνθρωποι είναι όσοι αφιερώνονται στο πνεύμα και μόνο τότε ζουν πραγματικά, καθώς με τη μελέτη προσθέτουν στον χρόνο της ζωής τους και εκείνον που έχει προϋπάρξει, ερχόμενοι σε επαφή με τη σοφία των προγενέστερων τους (Σενέκας).
Ο Επίκτητος πάλι, συμπυκνώνει την άποψή του για την ευτυχία σε μια μόνη φράση, υπό τη μορφή συμβουλής: «Μη ζητάς να γίνονται τα πράγματα όπως τα θέλεις εσύ, αλλά να τα δέχεσαι όπως έρχονται και τότε θα είσαι ευτυχισμένος» (Επίκτητος).
Οι μικροί καθημερινοί στόχοι του Giacomo Leopardi
Με τον Επίκτητο πιθανώς να μην συμφωνούσε ο Ιταλός Giacomo Leopardi (1798-1837 ) – στοχαστής, φιλόσοφος και ποιητής που το έργο του διακρίνεται από βαθιά απαισιοδοξία. Ο Giacomo Leopardi θεωρούσε ότι ο άνθρωπος μπορεί να βιώσει την ευτυχία ζώντας μια ειρηνική στιγμή, ελπίζοντας, όμως, ταυτόχρονα στην έλευση καλύτερων ημερών. Ο ίδιος εξομολογείται:
Τη θεία αυτή κατάσταση την αισθάνθηκα κατά διαστήματα επί πολλούς μήνες στην ηλικία μεταξύ 16 και 17 ετών, όταν ακριβώς ήμουν απερίσπαστα απασχολημένος με τις σπουδές μου, χωρίς καμιάν άλλην έγνοια, έχοντας την ήρεμη και σταθερή ελπίδα για ένα μέλλον γεμάτο ευχαρίστηση. Όμως αυτό το αίσθημα δεν θα το ξαναδοκιμάσω ποτέ πια, διότι μια παρόμοια ελπίδα, που μόνο αυτή μπορεί να μας ικανοποιήσει στο παρόν, δεν θα μπορούσε να γεννηθεί παρά μόνο σε ένα νέον άνθρωπο της ηλικίας εκείνης ή, τουλάχιστον, τόσο λίγο έμπειρο. (…) Όταν όμως έχουμε γνωρίσει, και χάσει, την ευτυχία, οι ελπίδες δεν μπορούν πια να μας ικανοποιήσουν και η δυστυχία έχει κιόλας εγκατασταθεί στον άνθρωπο.
Για τον Leopardi η ευτυχία πηγάζει από τη ζωηρή φαντασία που δεν αφήνεται να περιοριστεί από τη γνώση ορίων, αλλά τροφοδοτείται από ένα είδος άγνοιας ή παραγνώρισης της πραγματικότητας. Πιστεύει ότι τόσο η ευτυχία όσο και η
δυστυχία υπόκεινται στην κρίση του καθενός και, εντέλει, «ο άνθρωπος είναι τόσο δυστυχισμένος όσο ακριβώς φαντάζεται πως είναι… και το ίδιο ισχύει και για το πόσο ευτυχισμένος είναι». Οι ασχολίες, ακόμη και αν δεν προκαλούν ισχυρές συγκινήσεις, μαζί με την επίτευξη των μικρών καθημερινών μας στόχων είναι τα συστατικά της ευτυχίας, που μας επιτρέπουν να ξεπεράσουμε τη ματαιότητα της ανθρώπινης κατάστασης.
Η απόσταση του χρόνου, θεωρεί ο Leopardi, καθιστά γλυκές τις αναμνήσεις των ευτυχισμένων στιγμών, ισχυρότερα και από την ίδια τη στιγμή της απόλαυσής τους, με την ελπίδα της μελλοντικής επανάληψής τους. Καταλήγει, όμως, στο συμπέρασμα ότι ο σκοπός της ζωής του ανθρώπου, η ευτυχία, δεν υπάρχει, αφού την αναζητά χωρίς ουσιαστικά να γνωρίζει τη φύση της, σε τι δηλαδή συνίσταται.
Ο Νίτσε και η ευτυχία
Ο Νίτσε, στο έργο του Η Χαρούμενη Γνώση (1886) εκτός από τις αναλύσεις του για τη γνώση, την τέχνη, την ηθική και την αλήθεια, αναφέρεται, επίσης, στην έννοια της ευτυχίας ακολουθώντας τη Στωική παράδοση, που θέλει την ευχαρίστηση και την απαρέσκεια άρρηκτα συνδεδεμένες μεταξύ τους με έναν τρόπο που για να γευτεί κανείς την ευχαρίστηση θα πρέπει να είναι προετοιμασμένος να υπομείνει αντίστοιχες ποσότητες δυσαρέσκειας. Πιστεύει ο Νίτσε ότι η ευτυχία είναι εν πολλοίς μια ανθρώπινη κατασκευή, καθώς εξαρτάται από την κρίση των ανθρώπων για τα κίνητρα των πράξεων και των σκέψεων, κρίση που πολύ απέχει από τα πραγματικά κίνητρα.
Υπογραμμίζει, επίσης, τη σημασία της υστεροφημίας και της γνώμης των άλλων στη διαμόρφωση της ευτυχίας μας. Θεωρεί ότι ανεξάρτητα με ό,τι γνωρίζουμε εμείς στο πεδίο των πράξεων ή των σκέψεών μας, όταν κάποια στιγμή αποκαλύπτεται ότι οι άλλοι έχουν διαμορφώσει μια διαφορετική άποψη για εμάς η ευτυχία μας κινδυνεύει με κατάρρευση. Σε αντίθεση με τη θλίψη και την κακοκεφιά που έχουν τη δύναμη να επηρεάσουν μια ολόκληρη κοινωνική οργάνωση, κρίνει πως η ευτυχία «δεν είναι καθόλου μεταδοτική αρρώστια». Εντούτοις, δεν παραλείπει να τονίσει τη σημασία του μοιράσματος της χαράς με τους άλλους, γιατί μόνο έτσι μπορεί κανείς να γίνει «μεγάλος».
Η ποιητική περιγραφή του ευτυχισμένου ανθρώπου που έχει να μας προσφέρει είναι η εξής:
Ο κίνδυνος του πιο ευτυχισμένου – να ‘χεις εκλεπτυσμένες αισθήσεις και λεπτό γούστο· να ‘σαι συνηθισμένος σ’ ό,τι πιο εκλεκτό και εξαίσιο έχει το πνεύμα, σα να ‘ταν αυτό απλώς η πιο σωστή και κατάλληλη τροφή· να χαίρεσαι μια δυνατή, θαρραλέα, παράτολμη ψυχή· να περνάς μέσα από τη ζωή με ήρεμα μάτια και σταθερό βήμα, έτοιμος πάντα για
τις πιο ακραίες καταστάσεις όπως σε μια γιορτή και γεμάτος από τον πόθο για κόσμους και θάλασσες, ανθρώπους και θεούς που δεν έχουν ανακαλυφθεί ακόμα· να ακούς κάθε ευδιάθετη μουσική σαν να ‘ταν σημάδι ότι παράτολμοι άνθρωποι, στρατιώτες, ποντοπόροι χαρίζουν στον εαυτό τους εκεί μια βραχύχρονη ανάπαυση και ευχαρίστηση και ξαφνικά, μέσα στη βαθύτατη απόλαυση της στιγμής, νικιούνται από τα κλάματα κι απ’ όλη τη βυσσινιά μελαγχολία του ευτυχισμένου: ποιος δεν θα ‘θελε να ‘ναι όλα αυτά κατοχή του, κατάστασή του!
Της Νίκης Παπασταύρου