Από τον Καρτέσιο και τον Χιουμ στη σύγχρονη φιλοσοφία.
Βαδίζω στην ύπαιθρο χωρίς παπούτσια και κάλτσες απολαμβάνοντας το δροσερό χάδι του γρασιδιού. Μυρίζω τον φρέσκο αέρα και νιώθω ευεξία. Ένα τσίμπημα με προειδοποιεί με οξύ τρόπο ότι κινούμαι δίπλα σε μια συστάδα αγκαθωτών θάμνων. Καθώς περπατώ δίπλα στο ποταμάκι βλέπω από μακριά ένα εξοχικό σπίτι και το πλησιάζω με ανυπομονησία. Από το παράθυρο ακούγεται το ραδιόφωνο να παίζει μελωδικά τραγούδια. Και ξαφνικά, τίποτα. Όλα μαυρίζουν. Δε νιώθω τίποτε, δε σκέφτομαι τίποτε, δεν έχω καν συνείδηση για την απουσία των παραπάνω. Κάπου πιο πέρα, σε ένα εργαστήριο, δύο επιστήμονες αποσυνδέουν από τη μηχανή παραγωγής ονείρων τον εγκέφαλό μου που ήταν σε μια γυάλα και με τον οποίο έπαιζαν τόση ώρα δημιουργώντας του (ή μου) ψεύτικες εντυπώσεις. Δεν υπήρχαν ούτε δέντρα, ούτε γρασίδι, ούτε σπίτι δίπλα στο ποτάμι. Όλα ήταν δημιουργημένα από έναν δεξιοτεχνικό ερεθισμό των κατάλληλων νευρώνων. Μα τα ένιωθα τόσο αληθινά!Η παραπάνω ιστορία δεν έχει γεννηθεί στη νοσηρή φαντασία ενός ακραίου αρνητή της πραγματικότητας. Αποτελεί την γλαφυρή αν και κάπως εφιαλτική αναδιατύπωση ενός κλασικού ερωτήματος, αυτού που αναφέρεται στον τίτλο. Εάν όλα όσα ξέρουμε για τον κόσμο, ακόμα κι αυτή η ίδια η ύπαρξή του, προέρχονται από τις αισθήσεις μας, πώς είμαστε σίγουροι ότι αυτές δεν μας απατούν; Ότι ο κόσμος είναι έτσι όπως τον αντιλαμβανόμαστε, ή ακόμα ότι υπάρχει και δεν βλέπουμε ένα όνειρο που το θεωρούμε ως πραγματικότητα;
Αυτή ακριβώς ήταν και η απορία του μεγάλου φιλοσόφου Rene Descartes (Καρτέσιος) που το 1641 διατύπωσε στους περίφημους Στοχασμούς του περί της Πρώτης Φιλοσοφίας (Meditations on First Philosophy). Στο έργο του αυτό, στην αρχή του πρώτου στοχασμού αναρωτιέται κάτι που σίγουρα θα έχει περάσει από το μυαλό των περισσότερων ανθρώπων:
«Ότι δέχτηκα μέχρι πρότινος ως αληθέστατο, το παρέλαβα από τις αισθήσεις ή δια των αισθήσεων. Όμως τούτες τις συνέλαβα ενίοτε να σφάλλουν και είναι συνετό να μην εμπιστευόμαστε ποτέ εντελώς όσους μας απάτησαν έστω και μια φορά.»Οι αισθήσεις μας λοιπόν μας απατούν πολύ συχνά, αν όχι πάντοτε. Το ερώτημα είναι, εάν οι αισθήσεις μας απατούν ακόμα και για βασικά πράγματα όπως η ύπαρξη του σώματός μας ή για το ότι είμαστε αυτοί που είμαστε και όχι κάποιοι άλλοι και κάπως αλλιώς. Γιατί, όπως συνεχίζει να συλλογίζεται ο Καρτέσιος, μόνο ένας παράφρονας θα αμφισβητούσε τα παραπάνω και θα σκεφτόταν για παράδειγμα ότι έχει πήλινο κεφάλι ή είναι κολοκύθα, όχι όμως και ένας φυσιολογικά σκεπτόμενος άνθρωπος. Αλλά αυτού ακριβώς του είδους τα πράγματα δεν είναι που βλέπουμε στα όνειρά μας; Κολυμπάμε στη σφαίρα του απίθανου και του παραλόγου με μια εντυπωσιακή φυσικότητα και μόνο όταν ξυπνήσουμε και συγκρίνουμε τις δύο πραγματικότητες, την ονειρική με αυτή που θεωρούμε ως πραγματική, αντιλαμβανόμαστε πόσο είχαμε πλανευτεί. Υπάρχει όμως ένας αντικειμενικός τρόπος για να διακρίνουμε τις δύο αυτές πραγματικότητες; Την εγρήγορση από τον ύπνο; Πώς ξέρουμε ποιο από τα δύο ήταν το όνειρο; Στο ερώτημα αυτό ο Καρτέσιος φαίνεται ότι προτείνει μια πρώτη λύση:
«… πρέπει ασφαλώς να ομολογήσουμε ότι όσα βλέπουμε κοιμισμένοι είναι κάτι σαν ζωγραφισμένες εικόνες που δεν θα μπορούσαν να πλαστούν παρά καθ’ ομοίωσιν αληθινών πραγμάτων. […] Με ανάλογο τρόπο, παρότι γενικά πράγματα όπως μάτια, κεφάλι, χέρια, κ.ο.κ. μπορούν να είναι φανταστικά, ωστόσο πρέπει να ομολογήσουμε αναγκαία ότι ορισμένα άλλα έστω, ακόμα πιο απλά και καθολικά, είναι αληθινά και ότι από αυτά, σαν από αληθινά χρώματα, πλάθονται όλες εκείνες οι εικόνες των πραγμάτων που είναι στη σκέψη μας, είτε είναι αληθινές είτε ψεύτικες.»Δεν υπάρχει συνεπώς παρθενογένεση. Τίποτε δεν μπορεί να γεννηθεί, ακόμα και ως όνειρο, εάν τίποτε δεν υπάρχει. Κι αυτό που υπάρχει για τον Καρτέσιο είναι κάτι σαν πρώτη ύλη. Η σωματική φύση και γενικά η έκτασή της, το σχήμα των εκτατών πραγμάτων, το μέγεθος, ο αριθμός τους, ο χώρος και ο χρόνος στον οποίο υπάρχουν. Η αμφιβολία του φιλοσόφου περιορίζεται λοιπόν στα σύνθετα, όχι όμως και στα απλά πράγματα και στις επιστήμες αυτών όπως είναι η Γεωμετρία και η Αριθμητική, διότι είτε είναι ξύπνιος κανείς είτε κοιμάται, ένα τετράγωνο θα έχει πάντα τέσσερις γωνίες και 2 + 2 θα κάνει πάντοτε 4.
Μια δεύτερη γραμμή επιχειρημάτων που χρησιμοποιεί ο Καρτέσιος στους στοχασμούς του έχει να κάνει με την έννοια και τον ρόλο του θεού. Ως γνωστόν, η έννοια του θεού ήταν (και είναι) εξ’ ορισμού συνυφασμένη με την έννοια της παντοδυναμίας και της παναγαθοσύνης. Ως παντοδύναμος λοιπόν ο θεός θα μπορούσε να έχει φτιάξει τον κόσμο με τρόπο που τίποτε να μην είναι αληθινό. Ωστόσο, αυτό θα ερχόταν σε σύγκρουση με τη δεύτερη ιδιότητά του, δηλαδή το ότι είναι πανάγαθος. Διότι ως πανάγαθος κι όχι πανούργος, δεν θα ήθελε να εξαπατά τον άνθρωπο τόσο πολύ ώστε όλα να είναι ‘ονειρικοί εμπαιγμοί’.
Ο Καρτέσιος θα συνεχίσει την πραγμάτευση του για τον ρόλο του θεού και στους επόμενους στοχασμούς. Στον τέταρτο επανέρχεται με το ερώτημα της ύπαρξης του κόσμου. Ξεκινάει με δύο παραδοχές που έχουν προκύψει από τους προηγούμενους συλλογισμούς του, ότι υπάρχει θεός πανάγαθος και ότι υπάρχει σκεπτόμενο πνεύμα. Ποιος ο ρόλος της πλάνης όμως; Μπορεί να προέρχεται από τον θεό τη στιγμή που αυτός είναι ένα τέλειο και αγαθό ον; Όχι, μονάχα ως ελάττωμα μπορεί να νοηθεί. Δεν είναι καθαρή άρνηση, αλλά στέρηση ή ένδεια κάποιας γνώσης, όπως διατυπώνει, και ο λόγος ύπαρξης των πλανών είναι ότι ο θεός εκτός από τη διάνοια μας έχει προικίσει και με ελεύθερη βούληση.
Θα επανέλθει στο πρόβλημα της ύπαρξης υλικών πραγμάτων στον έκτο στοχασμό, όπου κάνει μια σημαντική διάκριση μεταξύ αισθητών (αντιλαμβανόμενων) και νοητών πραγμάτων.
«Θεωρώντας δε τις ιδέες όλων εκείνων των ποιοτήτων που προσφέρονταν στη σκέψη μου, τις οποίες μόνο αισθανόμουν κυριολεκτικά και άμεσα, δε νόμιζα χωρίς λόγο ότι αισθανόμουν ορισμένα πράγματα εντελώς διαφορετικά από τη σκέψη μου, δηλαδή σώματα από τα οποία πήγαζαν οι ιδέες εκείνες. Διότι τις ένιωθα να επεισάγονται σε μένα δίχως τη συγκατάθεσή μου, έτσι ώστε, όσο και να το ήθελα, δεν μπορούσα ούτε να αισθάνομαι ένα αντικείμενο όταν αυτό δεν ήταν παρόν σ’ ένα αισθητήριο όργανό μου, ούτε να μην το αισθάνομαι όταν ήταν. Και καθώς οι ιδέες τις οποίες αντιλαμβανόμουν μέσω της αίσθησης ήταν πολύ πιο ζωηρές, πιο ευκρινείς και με τον τρόπο τους πιο διακριτές από εκείνες που έπλαθα μετά από σκόπιμο και συνειδητό στοχασμό, ή έβρισκα αποτυπωμένες στη μνήμη μου, δεν φαινόταν δυνατό να πηγάζουν από τον εαυτό μου, απέμενε άρα ότι επεισάγονταν από ορισμένα άλλα πράγματα.»