Δευτέρα 1 Φεβρουαρίου 2016

0

Ελληνική Μυθολογία - Ο Μύθος του Ορφέα



Ήταν γιος της Καλλιόπης, μούσα της επικής ποίησης και του Οίαγρου βασιλιά της Θράκης.

Ο μύθος λέει ότι ο ίδιος ο θεός Απόλλωνας του δίδαξε την μουσική και του χάρισε την λύρα του.

Πρώτος ποιητής και εμπνευσμένος αοιδός.
Η ζωή του δεν είναι παρά η ιστορία των κυρίαρχων και ακατανίκητων εκφράσεων της αρμονίας.
Πολλοί από τους αρχαίους είχαν εξυμνήσει αυτή την υπέροχη δύναμη της λύρας του Ορφέα, αυτό το Θεϊκό μάγεμα που από τους ανθρώπους που τρέχουν να το ακούσουνε μεταδίδεται σε ολόκληρη τη φύση. Τα άγρια θηρία βγαίνουν από τις φωλιές τους και έρχονται να σταθούν μπροστά στα πόδια του, τα δέντρα, ακόμα και οι βράχοι μετακινούνται για να έρθουν να τον ακούσουν.

Μετά την Αργοναυτική εκστρατεία, ο Ορφέας επέστρεψε στην Θράκη και ζούσε όπως και πριν, τριγυρίζοντας μέσα στο δάσος, παίζοντας τη λύρα του και τραγουδώντας.

Εκεί συναντήθηκε με την νύμφη Ευρυδίκη την οποία αργότερα παντρεύτηκε.

Η ευτυχία τους όμως δεν κράτησε για πολύ.

Μια μέρα που έτυχε να ξεφύγει από την ερωτική καταδίωξη ενός σάτυρου  τσιμπήθηκε από ένα φίδι που ήταν κρυμμένο στα χόρτα. Το τσίμπημα ήταν θανατηφόρο.
Ο Ορφέας μένει με τη θλίψη.

Το τραγούδι του λένε ότι ήταν τόσο λυπητερό που ακόμα και οι πέτρες ράγιζαν. Δεν τον παρηγορούσε τίποτε.

Οι θεοί του Ολύμπου του επέτρεψαν να κατέβει στον Άδη, στο βασίλειο του Πλούτωνα για να ξαναβρεί την Ευρυδίκη και με την απόφαση είτε να την φέρει πίσω στον κόσμο είτε να μείνει για πάντα εκεί μαζί της. 

Με τη μελωδία της μουσικής του, σαγήνευσε και αποκοίμισε τον φοβερό Κέρβερο, τον φύλακα των ψυχών και κατάφερε να περάσει τις πύλες του Άδη. Ο Πλούτωνας τον φιλοξένησε στο παλάτι του και λύγισε στα παρακάλια του, στην θλίψη και στον πόνο της μαγευτικής μουσικής του και δέχτηκε να αφήσει την Ευρυδίκη να φύγει, με έναν όρο: Στον δρόμο της επιστροφής για τον επάνω κόσμο, μπροστά θα πηγαίνει αυτός και πίσω του θα ακολουθεί η Ευρυδίκη. Μέχρι να φθάσουν στον προορισμό τους ο Ορφέας δεν 
έπρεπε ούτε μια φορά να γυρίσει να δει την

Ευρυδίκη, αλλιώς θα την έχανε για πάντα!

Ο Ορφέας δέχθηκε τον όρο του Πλούτωνα και με την συνοδεία του Ερμή ξεκίνησαν να επιστρέψουν στην γη. Φθάνοντας όμως κοντά στην έξοδο, ο Ορφέας έχασε την υπομονή του, παρασύρθηκε από την αγάπη του και την λαχτάρα να ξαναδεί την Ευρυδίκη και γύρισε να την κοιτάξει.

Η Ευρυδίκη ξαφνικά χάθηκε, επιστρέφοντας στο σκοτεινό παλάτι του Άδη και ο Ορφέας έμεινε ξανά μόνος του για πάντα! Άδικα έκλαψε και θρήνησε για την ανοησία του ο Ορφέας. Προσπαθώντας να ξεπεράσει τον πόνο του άρχισε να τριγυρίζει πάλι στα δάση με την λύρα του και να τραγουδά γα τον χαμό της Ευρυδίκης. Πολλές νύμφες του δάσους θέλησαν να ζήσουν μαζί του, αυτός όμως τις αγνοούσε και καμιά δεν πήρε ποτέ τη θέση της Ευρυδίκης πλάι του.
0

Ωδή σε ένα παραμύθι... Στο παραμύθι της ζωής μας


Βουλιάζουμε,
κάτω απ την τέντα του γαλάζιου ουρανού μας, 
κάτω από το λαμπρό φως του ήλιου, 
σε μια γη που δονείται ανάμεσα σ αμέτρητα αστέρια,
φτωχοί και πλούσιοι, άρχοντες και σκλάβοι, θύτες και θύματα,
συνταξιδιώτες όλοι μαζί στο ίδιο καράβι...
βουλιάζουμε όλοι μαζί από το βάρος ενός μυαλού που ξεχειλίζει, 
σαν χύτρα σε κατάσταση βρασμού,
από δεισιδαιμονίες, στρεβλά πρότυπα, εικόνες, προκαταλήψεις, 
προσκολλήσεις, εξαρτήσεις, προσδοκίες
και μια ιστορία γεμάτη ψέματα που μας ειπώθηκε όταν ήμασταν πολύ μικροί,
ένα έτοιμο σύστημα πεποιθήσεων 

μας έστειλαν στα σχολεία τους για να μάθουμε τα μυστικά της ζωής 
και τα μόνα που μας μάθανε ήταν να αποστηθίζουμε την μασημένη παλιά γνώση, 
να συμμορφωνόμαστε με τα υπάρχοντα πρότυπα και να υπακούμε 
στους μεγαλύτερους που ήξεραν, 
πουθενά δεν μας είπαν για προκλήσεις, τόλμη, καινοτομίες, αμφισβήτηση, περιέργεια, φαντασία και δημιουργικότητα

από τότε περιπλανιόμαστε, κουβαλώντας οδικούς χάρτες φόβου
που οδηγούν σε αδιέξοδα και καταστροφή, 
σε αλληλοσπαραγμούς χωρίς ουσία, σε απέραντη μοναξιά και δυστυχία,
μια περιπλάνηση που δεν μας αφήνει να ευημερήσουμε, 
να εξελιχθούμε και να ανακαλύψουμε τις πραγματικές μας δυνατότητες,
να χαρούμε και να φχαριστηθούμε αληθινά τη ζωή, 
αυτό το μοναδικό και μαγικό μυστήριο

και βουλιάζουμε όλο και πιο πολύ,
μέσα στο βούρκο των προσωπικών και διαχωριστικών μας πεποιθήσεων,
μέσα στα έλη των χρεωκοπημένων ιδεολογιών και των προτύπων μας
που μας εγκατέλειψαν γυμνούς μέσα στο κρύο, στο ψέμα και τη φτιαχτή ασχήμια, 
στις προδομένες προσδοκίες μας
και σ ένα κόσμο βάρβαρο και άδικο που δεν αλλάξαμε ποτέ ουσιαστικά
γιατί ποτέ δεν το θελήσαμε αληθινά με την καρδιά μας,
γιατί η ανατροπή αυτή θα είχε πόνο 
κι εμείς μάθαμε να τον αποφεύγουμε τον πόνο...

αρνούμαστε, λες κι από πείσμα, 
να αμφισβητήσουμε ό,τι βολικά έχει βρει τη θέση του μέσα μας, 
αρνούμαστε να ταράξουμε τα βαλτωμένα μας νερά, 
θέλουμε να περάσουμε το ποτάμι χωρίς να βραχούμε,
θέλουμε ν αναστηθούμε χωρίς σταύρωση, 
να μην συναντηθούμε με τη φύση και τη ρίζα του πόνου

και σπαταλάμε ολάκερη ζωή σε διαφυγές και σε αναμονές, 
με βαριές αποσκευές στους ώμους, σε κρύους σταθμούς, 
περιμένοντας τρένα που δεν έρχονται ποτέ,
ολάκερη ζωή να περιμένουμε κάτι να γίνει, 
κάτι που θα μας πάει κάπου αλλού
και αυτό το αλλού να μην είναι πουθενά,
σπατάλη μιας ζωής περιμένοντας "κάτι καλύτερο"
και για το "κάτι καλύτερο" χάσαμε το "καλύτερο δυνατό"...

Βουλιάζουμε,
κορμιά κουρασμένα και ασθενικά
από την ατελείωτη σκληρή και άδικη καθημερινή βιοπάλη, 
ταλαιπωρημένες και απελπισμένες ψυχές 
που προσπαθούν να καταλάβουν πως γίνεται ο παράδεισος κόλαση,
πως τόση ομορφιά γίνεται ασχήμια,
πως γεννιέται τόση βαρβαρότητα μέσα σ ένα ανθρώπινο πλάσμα,
και συνεχώς να διαπιστώνουμε ότι έχει και πιο κάτω,
περισσότερη βαρβαρότητα...

εθελοτυφλούμε όλο και πιο πολύ,
θέλουμε να μην μας ενοχλήσουν τα "κουτάκια" μας 
γιατί μας δίνουνε τις βολικές απαντήσεις
για να μπορέσει να μας πάρει ο ύπνος το βράδυ, 
αυτή την ψευδαίσθηση του "όλα καλά" που λέμε 
όταν συναντάμε στο δρόμο κάποιο παλιό φίλο,
μπρός στα μάτια μας καταστρέφονται οι θάλασσες, τα ποτάμια, η καλλιεργήσιμη γη, αθώα πλάσματα, μολύνεται ο αέρας που αναπνέουμε 
κι εμείς ευχόμαστε να έχουμε την υγειά μας και να είμαστε καλά...

μα ο θάνατός μας είναι αργός και κατοικεί μέσα στα μπετόν,
σκουριάζουμε μαζί με τους τόνους από τα σίδερα και τα μέταλλα
που μέσα τους φωλιάζει η μοναξιά μας, 
που μέσα τους κρύβονται οι φόβοι μας,
σαπίζουμε 
μα συνηθίζουμε ακόμα και τούτη την αβάσταχτη δυσωδία της σαπίλας 
γιατί είναι δικιά μας,
και οι μέρες έρχονται και πάνε
τα καλοκαίρια και οι χειμώνες,
οι μήνες και τα χρόνια περνάνε
κι εκλιπαρούμε για μια ξέγνοιαστη στιγμή, να μας αφήσουνε για λίγο ήσυχους

Βουλιάζουμε,
με μια λαχτάρα πάντα για τ αυτονόητα που δεν ζούμε,
την αγάπη, τη λευτεριά, την ομορφιά, την απλότητα, το χαμόγελο, τη γύμνια, 
τις μοιρασιές, τα όμορφα μέρη, τις όμορφες αισθήσεις,
γιατί αυτό που ζούμε είναι ένα ψέμα,
η ψυχή το ξέρει μα διαφωνεί το μυαλό,
που αποδέχεται άχρηστες πεποιθήσεις, ανόητα και παρωχημένα πρότυπα, 
μονάχα να υπομένουμε μάθαμε
όσα δεν τολμάμε ν αμφισβητήσουμε, να γκρεμίσουμε και να ξαναχτίσουμε,
σαν αιώνια ανώριμα παιδιά 
που πεισματικά αρνούνται να ωριμάσουν,

αποκαμωμένοι απ τις καθημερινές μάχες 
βουλιάζουμε 
στους φτηνούς μας καναπέδες και τις καταναλωτικές μας ανέσεις 
μ ένα στόμα ορθάνοιχτο,
περιμένοντας πεινασμένοι τα μαγικά μικρά μπλε χαπάκια 
που πετάγονται από κάθε μεριά και κάθε γωνία, 
απ όπου κι αν στρέψεις το βλέμμα, όπου κι αν βρεθείς,
τηλεόραση, εκπομπές, ειδικοί σύμβουλοι, πολιτικοί, 
επίσημες ανακοινώσεις, φορείς, ιδρύματα, 
κι εμείς τα χάβουμε όλα, τα καταπίνουμε αμάσητα 
μας καταστέλλουν, μας ηρεμούν, όλα μοιάζουν συνηθισμένα, 
όλα είναι στη θέση τους, όλα πρέζα,
περήφανοι και πλήρεις, οπλισμένοι με το τελευταίο μας iphone 
βγάζουμε selfies 
μ εκείνο το χαμόγελο του ηλίθιου 

Αργοπεθαίνουμε, 
ευνουχισμένοι και ιδανικοί αυτόχειρες που αδυνατούν να αντιληφθούν την ουσία,
την ουσία που φωνάζει ολόκληρη η πλάση με κάθε τρόπο,
που ρέει ακατάπαυστα απ τις ανεξάντλητες πηγές του φωτός,
κωφεύουμε στα μηνύματα, γυρίζουμε την πλάτη στο οφθαλμοφανές,
φοράμε τα κοστουμάκια μας, τις μάσκες μας και βγαίνουμε στις λεωφόρους
και τους δρόμους ταχείας κυκλοφορίας
προσπαθώντας να τη βγάλουμε καθαρή, ν αποφύγουμε τα ατυχήματα,
να μην πονέσουμε, να μην ταραχτούν τα θολωμένα νερά του βάλτου μας,
μας αρκεί απλά να επιπλέουμε, άτολμοι στ απάτητα χωρίς σωσίβιο, 
αδύναμοι μπροστά στο αυτονόητο και το απλό,
κουτοπόνηροι και πανούργοι στο να κοροϊδέψουμε ο ένας τον άλλο,
παρασέρνοντας ο ένας τον άλλο στη φθορά 
στη σπατάλη της ενέργειας που είμαστε καμωμένοι,

το καράβι να πηγαίνει ολοταχώς για το παγόβουνο 
κι εμείς 
να σπρωχνόμαστε για το ποιός θα κάτσει στην πρώτη θέση,
κάνουμε πάρτι και ξεφαντώματα για εκτόνωση 
κι αφήνουμε το καράβι του κόσμου μας να το κυβερνάνε παρανοϊκοί, διεφθαρμένοι και επικίνδυνοι ψυχοπαθείς 

Αργοπεθαίνουμε,
και δεν έχουμε ιδέα κατά που πάμε,
ένα προσανατολισμό, κάποιο σχέδιο,
δεν έχουμε ιδέα ότι οι σημερινές επιλογές μας 
είναι το αύριο που περιμένει εμάς και τα παιδιά μας, 
που τα παρασέρνουμε στο δικό μας ανόητο όλεθρο
χωρίς να βάζουμε ένα τέλος στην τρελή πορεία μας στα παράδοξα

πλάσματα με νοημοσύνη και καρδιά
να σέρνουμε ατσαλένιες μπάλες μ αλυσίδες στα πόδια
ακολουθώντας αξίες που γίνανε πυξίδες χαλασμένες 
και δείχνουνε μονάχα πρόσκαιρες απολαύσεις,
επιφανειακές μικροαλλαγές και ατελείωτες επαναλήψεις του ίδιου μοντέλου, 
αυτού που μας ειπώθηκε
να αποφεύγουμε ότι μας πονά και να προσπαθούμε να επαναλάβουμε ότι μας ευχαριστεί,
έχοντας πάντα όπλο πολύτιμο την επιλεκτική μας ηθική και τις αποδοχές μας 

ένα βάρβαρο θεριό τρέφουμε εντός μας,
μα τα θεριά όσο και να τα ταΐσεις πάντα πεινασμένα θα είναι και πάντα θεριά,
για να γίνει το θεριό άνθρωπος χρειάζεται όλα να τ απαρνηθεί, 
όλα να τα πετάξει, να πεθάνει για ν αναστηθεί
να λυτρωθεί 
μιας και η ζωή μας πιο πολύ με μια μακρά αναμονή θανάτου μοιάζει,

φοβόμαστε το θάνατο πιο πολύ από τις τύψεις που δεν ζήσαμε,
φοβόμαστε το θάνατο όλων όσων έχουμε επενδύσει ότι είμαστε, 
μα θάνατος στην ουσία δεν υπάρχει,
αυτό που υπάρχει είναι ο φόβος του θανάτου,
αυτό που υπάρχει είναι ο φόβος,
εμείς είμαστε ο φόβος 
γιατί ποτέ δεν γυμνωθήκαμε
γιατί ποτέ δεν νοιώσαμε λεύτεροι,
γιατί πάντα κουβαλούσαμε βάρη, εικόνες, προσδοκίες, ενοχές και πίστεις

Αργοπεθαίνουμε,
ζώντας μια ζωή δανεική, 
μια ζωή φτιαγμένη από τα λόγια και τις υποδείξεις άλλων
αναζητούμε το δικό μας παραμύθι, με τους δικούς μας ήρωες, 
την πλοκή και τους ρόλους,
γεννάμε συνεχώς όνειρα
μα τ όνειρο είναι μονάχα μια στιγμή, καπνός, δεν είναι ζωή αληθινή, 
η ζωή είναι μάθηση, είναι δημιουργία και σχέσεις,
είναι επίγνωση
κι εμείς ονειρευόμαστε γιατί αυτό μας μάθανε,
να ονειρευόμαστε κι όχι να δημιουργούμε οράματα,
μας μάθανε να ζούμε και να υπομένουμε την κόλασή μας, 
κι έπειτα να ονειρευόμαστε ότι κάπου υπάρχει και ο παράδεισος 
που από ένστικτο λαχταράμε…

Αργοπεθαίνουμε,
μόνοι ανάμεσα σε δισεκατομμύρια γαλαξίες και αστέρια,
τ αστέρια που μας περιμένουνε, που είναι η πραγματική μας πατρίδα

Απορούμε συχνά πως γίνεται
και ο άνθρωπος δεν έχει καταφέρει ακόμα να συμφιλιωθεί και να συμβιώσει αρμονικά με όλη αυτή τη φυσική ομορφιά που απλώνεται παντού γύρω του, 
τη βιοποικιλία και τις θαυμαστές διαδικασίες της ζωής...
Λησμονούμε 
ότι χρειάζεται πρώτα απ όλα ν αναγνωρίσουμε ότι είμαστε θεριά,
κι έπειτα ν αντιληφτούμε ξεκάθαρα πως για να γίνει το θεριό άνθρωπος 
χρειάζεται να καλυφθούν όλες του οι βασικές ανάγκες, 
ενέργεια, τροφή, νερό, στέγη, ασφάλεια, περίθαλψη...
να μπορεί να έχει άμεση πρόσβαση σε όλα όσα έχει ανάγκη και υπάρχουν, 
χωρίς περιορισμούς, χωρίς διακρίσεις, χωρίς ένα μέσο σαν το χρήμα 
που γεννά τις αδικίες και τις ανισότητες...
...και τέλος για να γίνει ο άνθρωπος πλάσμα πολιτισμένο 
χρειάζεται ν αναγνωρίσει και να αποδεχτεί την ισότητα, την ενότητα 
και το Όλον της ύπαρξης... 


Τάσος Πετρίδης
Πανγαία – The Venus Project
ramnoysia
0

Το Εγκώμιο Της Βαρεμάρας


Το Εγκώμιο Της Βαρεμάρας

«I’m bored, I’m the chairman of the bored» – Iggy Pop

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Λέγεται ότι περίπου το 10% των ανθρώπων υποφέρει από κατάθλιψη στη διάρκεια της ζωής του. Όμως πόσους ανθρώπους ξέρετε ή μπορείτε να φανταστείτε που να μην είπαν, ούτε μια φορά: «Βαριέμαι».

Σίγουρα το 100% του πληθυσμού θα νιώσει κάποια στιγμή της ζωής του βαρεμάρα.

Όμως δεν πρέπει να μιλάμε για βαρεμάρα, αλλά για βαρεμάρες, γιατί η ίδια η έννοια περιλαμβάνει μια πολλαπλότητα διαθέσεων και αισθημάτων.

Τι είναι η βαρεμάρα; Ένας απλοϊκός ορισμός: «Η βαρεμάρα εμφανίζεται όταν δεν μπορούμε να κάνουμε αυτό που θέλουμε να κάνουμε ή όταν πρέπει να κάνουμε κάτι που δεν θέλουμε να κάνουμε».

Όμως η ύψιστη μορφή βαρεμάρας είναι όταν δεν έχουμε την παραμικρή ιδέα για το τι θέλουμε να κάνουμε και -κυρίως- όταν δεν θέλουμε να κάνουμε τίποτα, όταν αισθανόμαστε/πιστεύουμε ότι τίποτα δεν έχει σημασία να το κάνεις.

~~{}~~

Η βαρεμάρα δεν είναι γοητευτική όπως η μελαγχολία, που μπορεί να συνδεθεί με την ευαισθησία, τη σοφία, ακόμα και την ομορφιά.

Ένα μελαγχολικό άτομο μπορεί να φαίνεται γοητευτικό. Ένα βαριεστημένο όχι.

~~{}~~

Για τον Κίρκεργκορ η βαρεμάρα ήταν η γενεσιουργός αιτία του κόσμου, σαν να λέμε: Στην αρχή ήταν η βαρεμάρα.

«Οι θεοί βαριόνταν και γι” αυτό έφτιαξαν τα ανθρώπινα όντα. Ο Αδάμ βαριόταν να “ναι μόνος και γι” αυτό δημιουργήθηκε η Εύα. Από τότε η βαρεμάρα αυξάνεται τόσο όσο αυξάνει κι ο πληθυσμός.»

~~

Η βαρεμάρα ίσως να είναι η αιτία πολλών πραγμάτων.

«Τα πάντα ξεκινούν απ” τη βαρεμάρα», γράφει ο Ντοστογιέφκσι.

«Και τι δεν επινόησαν οι άνθρωποι επειδή βαριόνταν! Διαβάζουν από βαρεμάρα, παίζουν από βαρεμάρα και τελικά πεθαίνουν από βαρεμάρα», γράφει ο Μπίχνερ σε κάποια νουβέλα του.

Κι ο Μπέρτραντ Ράσελ:

«Η βαρεμάρα, ως παράγοντας της ανθρώπινης συμπεριφοράς έχει λάβει πολύ μικρότερη προσοχή απ” ό,τι της αξίζει. Έχει υπάρξει, πιστεύω, μια από τις μεγαλύτερες κινητήριες δυνάμεις καθ” όλη την ιστορική εποχή και σήμερα αυτό ισχύει περισσότερο από ποτέ.»

Γιατί σήμερα ισχύει περισσότερο από ποτέ;

~~{}~~

Η βαρεμάρα υπήρχε απ” την αρχή του κόσμου (ίσως και πιο πριν όπως γράφει ο Κίρκεγκορ), όμως δεν εμφανίζεται σε μείζονα βαθμό πριν την ρομαντική εποχή.

Πριν τον Ρομαντισμό ήταν ένα περιθωριακό φαινόμενο, άξιο μόνο για τους μοναχούς και τους ευγενείς.

Ο χωρικός του Μεσαίωνα πάσχιζε μονάχα να επιβιώσει από λιμούς και λοιμούς. Ήξερε ότι αυτή ήταν η μοίρα του.

Με την έλευση του Ρομαντισμού η βαρεμάρα εκδημοκρατίζεται.

Αυτό αποδεικνύεται και λεξιλογικά.

Η λέξη boredom εμφανίζεται στα αγγλικά μόλις το 1760. Η γερμανική λέξη langeweill δύο δεκαετίες νωρίτερα. Οι Δανοί ήταν πιο γρήγοροι (ίσως βαριόνταν περισσότερο, άλλωστε ο Κίρκεγκορ, ο θεωρητικός της βαρεμάρας ήταν Δανός). Η λέξηkedsomhed καταγράφεται για πρώτη φορά στα χειρόγραφα λεξικά του Ματίας Μοζ (1647 – 1719).

~~{}~~

Στα ελληνικά υπήρχαν απ” τα αρχαία χρόνια η πλήξη, η ανία και η ακηδία. Η τελευταία ήταν ηθική αρρώστια, θανάσιμη, για τους μοναχούς, που αισθάνονταν βαρεμάρα για τα θρησκευτικά τους καθήκοντα και τον Θεό.

Η γαλλική λέξη ennui και η ιταλική noia, συνδέονται πιθανότατα με την ανία.

Στα αγγλικά υπάρχει και το spleen.

(Οι λέξεις ennui και spleen φέρνουν αβίαστα στο μυαλό τον Μποντλέρ και τον Πόε, που βαριούνταν θανάσιμα. Αυτοί ίσως κάνουν παρέα με τον δικό μας ποιητή της βαρεμάρας, τον Καρυωτάκη, σε μια απόλυτα βαρετή Κόλαση, που θα επιλέχτηκε ως τιμωρία.)

Δεν γνωρίζω πότε ξεκίνησε να χρησιμοποιείται οι λέξεις βαρεμάρα και βαριέμαι, όμως πλέον είναι απ” τις πιο αγαπητές λέξεις των Ελλήνων.

~~{}~~

Η βαρεμάρα εκδημοκρατίστηκε με τον Ρομαντισμό γιατί τότε ο άνθρωπος, ο κάθε άνθρωπος, άρχισε να βλέπει τον εαυτό του ως κάτι ιδιαίτερο και να προσβλέπει στην ΑΥΤΟΠΡΑΓΜΑΤΩΣΗ.

Ο Ρομαντικός κι ακόμα περισσότερο ο Νεωτερικός Άνθρωπος, θέλει πάντα να ζήσει κάτι περισσότερο, κάτι παραπάνω, και κυρίως χρειάζεται ένα νόημα για να ζει, δεν του αρκεί να επιβιώνει.

Το νόημα έχει σχέση με τον τρόπο που καταλαβαίνουμε τη ζωή συνολικά.

Αν, για παράδειγμα, είσαι ένθερμος χριστιανός, τότε το νόημα είναι η ζωή εν θεώ. Αν είσαι αναρχικός τότε είναι η αναρχία (ρε κουφάλες). Κι αν είσαι συγγραφέας είναι η συγγραφή.

~~

Τα ανθρώπινα όντα είναι εθισμένα στην ύπαρξη νοήματος. Και στη σύγχρονη εποχή, ο Νεωτερικός Άνθρωπος, βρίσκεται συχνά χωρίς να έχει κάποιο νόημα.

Η έλλειψη νοήματος είναι βαρετή. Και η βαρεμάρα μπορεί να περιγραφεί σαν ένα ακυρωμένο νόημα: Ο Θεός πέθανε, ο Μάρξ πέθανε, κι εγώ τώρα τελευταία δεν αισθάνομαι πολύ καλά.

Η κενότητα χρόνου στη βαρεμάρα δεν είναι μια κενότητα δράσης, πληροφορίας, αφού πάντα υπάρχει κάτι να κάνουμε ή ν” ακούσουμε/δούμε/διαβάσουμε. Είναι κενότητα νοήματος.

Όπως γράφει ο Πεσσόα στο Βιβλίο της Ανησυχίας: «Η πλήξη δεν είναι η αρρώστια τού να βαριέσαι γιατί δεν έχεις τίποτα να κάνεις, αλλά η πιο σοβαρή αρρώστια τού να νιώθεις ότι δεν υπάρχει τίποτα που ν” αξίζει τον κόπο.»

~~{}~~

Αν η βαρεμάρα είναι η απουσία νοήματος, τότε η παγκόσμια βαρεμάρα διαρκώς αυξάνεται, επειδή έχει εξαφανιστεί το συνολικό νόημα.

Οι άνθρωποι φαίνεται ότι δεν μπορούν πλέον ν” αντέξουν τον εαυτό τους, τον άδειο χρόνο, τη μοναξιά, τη βαρεμάρα.

Ο πιο υπερδραστήριος από μας είναι ακριβώς εκείνος που είναι πιο ευαίσθητος στη βαρεμάρα, ουσιαστικά εκείνος που δεν αντέχει ούτε λεπτό με τον εαυτό του, χωρίς παρέα, χωρίς τηλεόραση, χωρίς δουλειά, χωρίς «κάτι-να-κάνω».

Φοβού τους πολυάσχολους.

~~

Η βαρεμάρα δεν συνδέεται με τις πραγματικές ανάγκες, οι οποίες θα μπορούσαν να ικανοποιηθούν πολύ εύκολα, αλλά με την επιθυμία για «αισθητηριακά ερεθίσματα», τα οποία αναπληρώνουν την έλλειψη νοήματος.

Όμως κάθε ερέθισμα ενέχει την ανοχή σε αυτό (όπως συμβαίνει με κάθε εθιστική ουσία).

Η ίδια δόση ερεθίσματος δεν σου είναι αρκετή μετά από λίγο. Χρειάζεσαι κάτι παραπάνω για να μην βαριέσαι. Έτσι καταλήγεις να σκαρφαλώνεις στο Έβερεστ, ενώ οι αυτόχθονες Θιβετιανοί αναρωτιούνται για ποιο λόγο ριψοκινδυνεύεις τη ζωή σου.

~~

Αν δεν επιζητάς το περισσότερο, τότε θα ζητήσεις το καινούριο (όπως λέει το κλισέ «ν” αλλάξεις παραστάσεις»).

Όμως κι αυτή η διαρκής αναζήτηση του καινούριου καταντάει βαρετή τελικά, αφού όπως γράφει και το Βιβλίο της Βαρεμάρας, ο Εκκλησιαστής: «Ουδέν καινόν υπό τον ήλιον». Ή, ο Ρασούλης: «Όλα τριγύρω αλλάζουνε κι όλα τα ίδια μένουν».

~~

Οι γέροι και οι μεσήλικες βολεύονται πιο εύκολα με την ασφάλεια της ρουτίνας, βολεύονται στη βαρεμάρα. Όμως δεν είναι το ίδιο με τους νέους.

Ο νέος πρέπει να κάνει κάτι ενδιαφέρον. Προσοχή! Όχι σημαντικό. Αρκεί να είναι ενδιαφέρον, αρκεί να είναι μια ενδιαφέρουσα πληροφορία.

Ο καταιγισμός πληροφοριών στο διαδίκτυο εξυπηρετεί ακριβώς αυτή τη λειτουργία: Φαίνεται να σκοτώνει τη βαρεμάρα.

Όμως στην πραγματικότητα την αυξάνει, αφού μετά το πέρας της παρακολούθησης άσκοπων πληροφοριών, τίποτα δεν σου μένει, και -κυρίως- δεν έχεις πλησιάσει/δημιουργήσει κάποιο νόημα.

Γιατί η πληροφορία δεν έχει νόημα.

~~{}~~

Από τη στιγμή που γεννιέται ο Νεωτερικός Άνθρωπος (κυρίως ο δυτικός, που έχει λύσει τα βασικά προβλήματα επιβίωσης), κατακλύζεται από ερεθίσματα, για να μη βαριέται.

Τα μωρά πρέπει πριν ακόμα καταφέρουν να εστιάσουν το βλέμμα τους να περικυκλωθούν από παιχνίδια.

Τα παιδιά δεν μένουν στιγμή μόνα τους, χωρίς κάτι να κάνουν, γιατί τα πολλά ερεθίσματα θα τα κάνουν πιο έξυπνα, πιο κοινωνικά, πιο ικανά.

Κι όμως, η βαρεμάρα είναι εξόχως δημιουργική και τα παιδιά θα πρέπει να μεγαλώνουν με τέτοιο τρόπο ώστε να μπορούν, να αντέχουν να βαριούνται.

«Αυτός που οχυρώνεται εντελώς απέναντι στη βαρεμάρα, οχυρώνεται επίσης απέναντι στον εαυτό του», γράφει ο Νίτσε.

Η βαρεμάρα τροφοδοτεί τον στοχασμό και τον αναστοχασμό, αφού όποιος βαριέται συνήθως αναρωτιέται και γιατί του συμβαίνει, οπότε εξελίσσεται.

Χωρίς την ικανότητα ν” αντέξει κανείς έναν συγκεκριμένο βαθμό βαρεμάρας θα ζήσει μια δυστυχισμένη ζωή, αφού θα πρέπει να βιώνει τη ζωή ως μια συνεχή φυγή απ” τη βαρεμάρα. Ο αυτοσκοπός, το νόημα, θα είναι η αποφυγή της βαρεμάρας.

Υπάρχουν στατιστικά στοιχεία που συνδέουν τη βαρεμάρα με τη χρήση ουσιών, το αλκοόλ, το κάπνισμα, την πολυφαγία, την ερωτική ασυδοσία, τον βανδαλισμό, την επιθετικότητα, την αυτοκτονία, την επικίνδυνη συμπεριφορά.

~~{}~~

Παραδόξως ή όχι, το εγωκεντρικό άτομο που έμαθε να μη βαριέται, είναι πιο μοναχικό από εκείνο που αποδέχεται τη μοναξιά και τη βαρεμάρα, αφού το πρώτο είναι πάντα περικυκλωμένο από καθρέφτες, ενώ ο μοναχικός άνθρωπος μπορεί να έναν χώρο για τους άλλους που να είναι αυθεντικός.

Ακόμα κι αν βαριούνται παρέα.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Διαβάστε το εξαιρετικό (και καθόλου βαρετό) βιβλίο του Lars Svendsen: «Η φιλοσοφία της Βαρεμάρας», εκδόσεις Σαββάλας, μτφ Παναγιώτης Καλαμαράς.
ramnoysia