Δευτέρα 8 Φεβρουαρίου 2016

0

7 πράγματα που μας έμαθε ο Καβάφης για τη ζωή


1. Τον φόβο σου μόνο εσύ μπορείς να τον θρέψεις και μόνο εσύ μπορείς να τον καταστρέψεις. Τα τέρατα ζουν μέσα σου και στο χέρι σου είναι μόνο αν θα τα αφήσεις να μεγαλώσουν ή όχι. Ή, όπως λέει και ο Καβάφης, «Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας,τον άγριο Ποσειδώνα δεν θα συναντήσεις,αν δεν τους κουβανείς μες στην ψυχή σου,αν η ψυχή σου δεν τους στήνει εμπρός σου».

2. Οι άνθρωποι που έχεις δίπλα σου να είναι λίγοι και καλοί. Μην αναλώνεσαι με ανθρώπους που σε κάνουν να νιώθεις άσχημα, που σε μειώνουν, που δεν θέλουν το καλό σου, που δεν ξέρουν να δίνουν. Μην εξαντλείσαι «μέσα στην πολλή συνάφεια του κόσμου».

3. Αυτά που δεν λες, αυτά που δεν ζεις, αυτά που δεν θες να παραδεχθείς ούτε στον εαυτό σου, τα απωθημένα και τα καταπιεσμένα σου ένστικτα είναι αυτά που θα έρθουν μια μέρα και θα σε εκδικηθούν, θα σε πνίξουν.Μην καταπιέζεις τον εαυτό σου, μην δημιουργείς αδιέξοδα εκεί που δεν υπάρχουν. Ζήσε.

4. Πόθος. Έρωτας. Σεξ. Αγάπη. Οι μεγαλύτερες κινητήριες δυνάμεις. Απόλαυσέ τες.

5. Δεν έχουν σημασία μόνο αυτά που ζήσαμε. Ίσως μεγαλύτερη σημασία έχουν αυτά που δεν ζήσαμε. Οι έρωτες οι ανεκπλήρωτοι, όλα τα «σ αγαπώ» που τσιγκουνευτήκαμε, όλα τα σώματα που αγγίξαμε μόνο νοητά, όλα τα χείλη που ονειρευτήκαμε αλλά φοβηθήκαμε να φιλήσουμε. Ίσως τα «όχι» μας μας έκαναν αυτό που είμαστε, όχι τα «ναι» μας. Ίσως.

6. Ό,τι αρχίζει, θα τελειώσει. Ό,τι δεν αρχίσει δεν θα τελειώσει και ποτέ. Έρωτας δεν είναι μόνο ό,τι εκπληρώθηκε- είναι και ό,τι πόθησες. Ίσως γι’ αυτό μας τρώνε για πάντα οι ανεκπλήρωτοι έρωτες. Δεν πεθαίνουν γιατί δεν κατάφεραν να γεννηθούν.

7. Το να παραδεχθούμε ότι κάτι πέθανε, ότι έκανε τον κύκλο του, ότι δεν είναι πια ό,τι ήταν, ότι το χάσαμε για πάντα, δεν είναι εύκολη υπόθεση. Η μόνη λύση είναι, όμως, να αποχαιρετήσεις αυτό που φεύγει «σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος». Τουλάχιστον «σαν». Μέχρι να γίνεις θαρραλέος.

Η ζωή και το έργο του Κωνσταντίνου Καβάφη σε 16 γεγονότα

1. O Κωνσταντίνος Πέτρου Καβάφης γεννήθηκε στην Αλεξάνδρειατης Αιγύπτου στις 29/4/1863 και πέθανε στα γενέθλιά του, στις 29/4/1933, σε ηλικία 70 ετών στην γενέτειρά του, αφού είχε νοσήσει από καρκίνο του λάρυγγα.

2. Δούλεψε ως δημόσιος υπάλληλος, ως Γραφέας στην αγγλική υπηρεσία Αρδεύσεων του Υπουργείου Δημοσίων Έργων και παρέμεινε 33 χρόνια στο ίδιο γραφείο.

3. Ήταν ασυμβίβαστος στην ποίησή του, στα όνειρά του, στα ιδανικά του αλλά στην προσωπική του ζωή ο ίδιος δήλωνε «δειλός» και πάντα έβλεπε εμπόδια σε ό,τι ήθελε να κάνει.

4. Ήταν τελειομανής όσον αφορά στην ποίησή του και διακατεχόταν από ένα γόνιμο πείσμα. Επεξεργαζόταν τον κάθε στίχο με σεβασμό και πολλή προσοχή και, σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, για ολόκληρα χρόνια προτού τα δημοσιεύσει.

5. Ο ίδιος θεωρούσε πως η γλώσσα είναι μία και ενιαία και δεν διάλεξε στρατόπεδο στη μάχη καθαρεύουσας- δημοτικής.

6. Οι θεματικοί κύκλοι της καβαφικής ποίησης.Ο ίδιος ο Καβάφης είχε κατατάξει τα ποιήματά του σε τρεις κατηγορίες: τα ιστορικά, τα φιλοσοφικά και τα ηδονικά ή αισθησιακά.

7. Η μορφή των ποιημάτων του: ιδιότυπη γλώσσα (μείγμα καθαρεύουσας και δημοτικής, με ιδιωματικά στοιχεία της Κωνσταντινούπολης), λιτός λόγος (σπάνια χρήση επιθέτων, τα οποία, όταν υπάρχουν, έχουν λόγο να υπάρχουν και δεν είναι κοσμητικά), σχεδόν ολοκληρωτική απουσία ομοιοκαταληξίας, ιδιαίτερος τρόπος χρήσης των σημείων στίξης (για να εκφράσουν π.χ. ειρωνεία).

8. Φύλαξε μυστική την προσωπική του ζωή και τις σεξουαλικές του προτιμήσεις και ζούσε μια διπλή ζωή. Συχνά στα ερωτικά του ποιήματα δεν προσδιορίζεται το φύλο των προσώπων ενώ σε άλλα βλέπουμε μια αποστασιοποιημένη αφήγηση σε τρίτο πρόσωπο. Όσο περνούν τα χρόνια, όμως, η ομοφυλοφιλία γίνεται εμφανής στην διήγησή του και χωρίς πια ενοχές.

9. Τα ποιήματά του χαρακτηρίζονται από έναν διάχυτο ερωτισμό. Η Marguerite Yourcenar είχε σχολιάσει πως «τα ερωτικά ποιήματα του Καβάφη είναι περισσότερο ποιήματα περί έρωτος παρά προς το ερωτικό αντικείμενο».

10. Ο ίδιος προτιμούσε να δημοσιεύει τα ποιήματά του σε περιοδικά και εφημερίδες. Η πρώτη συλλογή με 154 ποιήματά του εκδόθηκε μετά το θάνατό του.

11. Στο τελευταίο του διαβατήριο σημείωσε ως επάγγελμα τη λέξη «ποιητής».

12. Πριν πεθάνει είχε υποβληθεί σε εγχείρηση στην Αθήνα, στην οποία έχασε τη φωνή του και αναγκαζόταν να επικοινωνεί με σημειώματα.

13. Η καβαφική ποίηση σήμερα έχει μεταφραστεί σε πάρα πολλές γλώσσες και εκτιμάται παγκοσμίως.

14. Το σπίτι όπου έζησε τα τελευταία χρόνια της ζωής του στην Αλεξάνδρεια έγινε μουσείο το 1992 και βρίσκεται στον αριθμό 4 της οδού Κ. Καβάφη, όπως μετονομάστηκε προς τιμήν του ποιητή.

15. Τη μέρα που πέθανε, αδυνατώντας να μιλήσει, ζωγράφισε μια τελεία και έναν κύκλο γύρω από αυτήν.

16. Δεν πήρε ποτέ Νόμπελ Λογοτεχνίας. Τελικά, όμως, αυτό δεν έπαιξε ρόλο στην παγκόσμια αναγνώριση του έργου του.

Αυτοβιογραφικό σημείωμα του Κ. Π. Καβάφη
Είμαι Κωνσταντινουπολίτης την καταγωγήν, αλλά εγεννήθηκα στην Αλεξάνδρεια – σ” ένα σπίτι της οδού Σερίφ• μικρός πολύ έφυγα, και αρκετό μέρος της παιδικής μου ηλικίας το πέρασα στην Αγγλία. Κατόπιν επισκέφθην την χώραν αυτήν μεγάλος, αλλά για μικρόν χρονικόν διάστημα. Διέμεινα και στη Γαλλία. Στην εφηβικήν μου ηλικίαν κατοίκησα υπέρ τα δύο έτη στην Κωνσταντινούπολη. ΣτηνΕλλάδα είναι πολλάχρόνια πουδεν επήγα.Η τελευταία μου εργασία ήταν υπαλλήλου εις ένα κυβερνητικόνγραφείονεξαρτώμενον από το υπουργείον των Δημοσίων Έργων της Αιγύπτου. Ξέρω Αγγλικά, Γαλλικά και ολίγα Ιταλικά.

10 Αποφθεύγματα του μεγάλου Αλεξανδρινού ποιητή
Οδηγίες χρήσης: Τα εν λόγω αποσπάσματα- αποφθεύγματα δεν σου δίνουν την όλη εικόνα του εκάστοτε ποιήματος. Ο σκοπός του είναι, αν βρεις κάτι και σου «μιλήσει», να ψάξεις και να διαβάσεις ολόκληρο το ποίημα.

1. Ίσως δεν έφθασεν ακόμη ο καιρός.Να μη βιαζόμεθα• είν’ επικίνδυνον πράγμα η βία.
2. Ίσως το φως νάναι μια νέα τυραννία. Ποιος ξέρει τι καινούργια πράγματα θα δείξει.
3. Και τώρα τι θα γένουμε χωρίς βαρβάρους; Οι άνθρωποι αυτοί ήσαν μια κάποια λύσις.
4. Ο παντρεμένος ζει σαν σκύλος και πεθαίνει σαν άνθρωπος. Ο ανύπανδρος ζει σαν άνθρωπος και πεθαίνει σαν σκύλος.
5. Σε μερικούς ανθρώπους έρχεται μια μέρα που πρέπει το μεγάλο ΝΑΙ ή το μεγάλο ΟΧΙ να πούνε.

6. Κι αν δεν μπορείς να κάμεις την ζωή σου όπως την θέλεις, τούτο προσπάθησε τουλάχιστον όσο μπορείς: μην την εξευτελίζεις μες την πολλή συνάφεια του κόσμου, Μες στες πολλές κινήσεις και ομιλίες.
7. Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος, αποχαιρέτα την Αλεξάνδρεια που φεύγει.
8. Δώδεκα και μισή. Πώς πέρασεν η ώρα. Δώδεκα και μισή. Πώς πέρασαν τα χρόνια.
9. Η Ιθάκη σ’ έδωσε τ’ ωραίο ταξίδι. Χωρίς αυτήν δεν θάβγαινες στον δρόμο. Άλλα δεν έχει να σε δώσει πια.
10. Σώμα, θυμήσου όχι μόνο το πόσο αγαπήθηκες, όχι μονάχα τα κρεβάτια όπου πλάγιασες, αλλά κ’ εκείνες τες επιθυμίες που για σένα γυάλιζαν μες στα μάτια φανερά, κ’ ετρέμανε μες στη φωνή – και κάποιο τυχαίον εμπόδιο τες ματαίωσε.
0

Τσαρλς Μπουκόφσκι τσακίζει κόκκαλα: "Οι δεινόσαυροι, εμείς"!








γεννημένοι έτσι
να είμαστε έτσι
καθώς τα ασβεστωμένα πρόσωπα χαμογελούν
καθώς ο κ.Θάνατος γελά
καθώς οι ανελκυστήρες κόβονται
καθώς τα πολιτικά τοπία διαλύονται
καθώς το αγόρι στο σουπερμάρκετ έχει πτυχίο πανεπιστημίου
καθώς τα...
μολυσμένα ψάρια ξεστομίζουν τις μολυσμένες προσευχές τους
καθώς ο ήλιος κρύβεται
είμαστε
γεννημένοι έτσι
να είμαστε έτσι
με αυτούς τους προσεκτικά τρελούς πολέμους
με την όψη σπασμένων παραθύρων σε εργοστάσια να ατενίζουν το κενό
με μπαρ όπου οι θαμμόνες δεν μιλούν πλέον μεταξύ τους
με τσακωμούς που καταλήγουν σε πυροβολισμούς και μαχαιρώματα
γεννημένοι έτσι
με νοσοκομεία που είναι τόσο ακριβά που είναι φθηνότερο να πεθάνεις
με δικηγόρους που χρεώνουν τόσο ακριβά που είναι φθηνότερο να δηλώσεις ένοχος
σε μια χώρα όπου οι φυλακές είναι γεμάτες και τα τρελοκομεία κλειστά
σε έναν τόπο όπου οι μάζες ανυψώνουν ηλίθιους σε πλούσιους ήρωες
γεννημένοι μέσα σ’αυτό
περπατώντας και ζώντας μέσα σ’ αυτό
πεθαίνοντας λόγω αυτού
μένοντας άφωνοι λόγω αυτού
ευνουχισμένοι
έκλυτοι
αποκληρωμένοι
λόγω αυτού
εξαπατημένοι από αυτό
χρησιμοποιημένοι από αυτό
εξευτελισμένοι από αυτό
εξοργισμένοι και απηυδησμένοι από αυτό
βίαοι
απάνθρωποι
λόγω αυτού
η καρδιά έχει μελανιάσει
τα δάχτυλα πλησιάζουν το λαιμό
το όπλο
το μαχαίρι
τη βόμβα
τα δάχτυλα τείνουν προς έναν μη αποκρυνόμενο θεό
τα δάχτυλα πλησιάζουν το μπουκάλι
το χάπι
τη σκόνη
γεννημένοι σ’ αυτό το θλιβερό θανατικό
γεννημένοι με μια κυβέρνηση με 60 χρονών χρέος
που σύντομα δε θα είναι ικανή να αποπληρώσει τους τόκους αυτού του χρέους
και οι τράπεζες θα καούν
το χρήμα θα καταστεί άχρηστο
θα υπάρξουν φανερές και ατιμώρητες δολοφονίες στους δρόμους
θα υπάρξουν όπλα και περιπλανώμενοι όχλοι
η γη θα είναι άχρηστη
η τροφή θα γίνει μια φθίνουσα απόδοση
η πυρηνική ενέργεια θα έρθει στην κατοχή των πολλών
εκρήξεις θα σείουν ακατάπαυστα τη γη
ραδιενεργά ρομπότ θα κυνηγούν το ένα το άλλο
οι πλούσιοι και οι επίλεκτοι θα παρακολουθούν από τους διαστημικούς σταθμούς
η Κόλαση του Δάντη θα μοιάζει με παιδική χαρά
ο ήλιος θα κρυφτεί και θα είναι νύχτα παντού
τα δέντρα θα πεθάνουν
η βλάστηση όλη θα πεθάνει
ραδιενεργοί άνθρωποι θα τρώνε τη σάρκα ραδιενεργών ανθρώπων
η θάλασσα θα μολυνθεί
οι λίμνες και τα ποτάμια θα εξαφανιστούν
η βροχή θα είναι ο επόμενος χρυσός
σαπισμένα πτώματα ανθρώπων και ζώων θα ζέχνουν στο σκοτεινό άνεμο
οι λίγοι τελευταίοι επιζήσαντες θα μολυνθούν από νέες και φρικιαστικές ασθένειες
και οι διαστημικοί σταθμοί θα καταστραφούν από δολιοφθορές
την έλλειψη προμηθειών
το φυσικό φαινόμενο της φθοράς
και θα υπάρξει η πιο όμορφη σιγή από ποτέ
γεννημένη από αυτό
ο ήλιος ακόμα εκεί κρυμμένος
να περιμένει το επόμενο κεφάλαιο.

Δευτέρα 1 Φεβρουαρίου 2016

0

Νίτσε: Αγαπάω όποιον


Ένα απόσπασμα αγάπης από το Τάδε έφη Ζαρατούστρας, του κορυφαίου γερμανού φιλόσοφου


ΑΓΑΠΩ ΑΥΤΟΥΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΞΕΡΟΥΝ ΝΑ ΖΟΥΝ ΠΑΡΑ ΜΟΝΟ ΣΑΝ ΚΑΤΑΒΑΤΕΣ, ΕΠΕΙΔΗ ΕΙΝΑΙ ΥΠΕΡΒΑΤΕΣ. Αγαπώ τους μεγάλους καταφρονητές, επειδή είναι οι μεγάλοι λάτρες, και βέλη που λαχταρούν την άλλη ακτή. Αγαπώ εκείνους που δεν ψάχνουν πρώτα ένα λόγο πέρα από τ’ αστέρια για να κατεβούνε και να θυσιαστούνε, αλλά θυσιάζουν τον εαυτό τους στη γη, ώστε η γη του Υπεράνθρωπου στη συνέχεια να έρθει.

ΑΓΑΠΩ ΑΥΤΟΝ ΠΟΥ ΖΕΙ ΓΙΑ ΝΑ ΜΑΘΑΙΝΕΙ ΚΑΙ ΑΝΑΖΗΤΕΙ ΝΑ ΜΑΘΑΙΝΕΙ, ώστε ο Υπεράνθρωπος στη συνέχεια να ζήσει. Έτσι αναζητεί τη δική του κατάβαση. Αγαπώ αυτόν που μοχθεί και εφευρίσκει, ώστε να χτίσει το σπίτι για τον Υπεράνθρωπο, και να προετοιμάσει γι’ αυτόν γη, ζώα, και φυτά: γιατί έτσι αναζητεί τη δική του κατάβαση. Αγαπώ αυτόν που αγαπάει την αρετή του: γιατί η αρετή είναι η βούληση προς κατάβαση, και ένα βέλος λαχτάρας.

ΑΓΑΠΩ ΑΥΤΟΝ ΠΟΥ ΔΕΝ ΚΡΑΤΑΕΙ ΜΕΡΙΔΙΟ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΤΟΥ, αλλά θέλει να είναι πλήρως το πνεύμα της αρετής του: έτσι περπατάει σαν πνεύμα πάνω απ’ τη γέφυρα. Αγαπώ αυτόν που κάνει την αρετή του κλίση και πεπρωμένο του: έτσι, για χάρη της αρετής του, είναι διατεθειμένος να συνεχίσει να ζει, διαφορετικά να μη ζήσει άλλο. Αγαπώ αυτόν που δεν επιθυμεί πολλές αρετές. Μια αρετή είναι περισσότερο αρετή από δύο, επειδή είναι περισσότερο κόμβος για να πιαστεί το πεπρωμένο κάποιου.

ΑΓΑΠΩ ΑΥΤΟΝ ΤΟΥ ΟΠΟΙΟΥ Η ΨΥΧΗ ΕΙΝΑΙ ΠΛΟΥΣΙΟΠΑΡΟΧΗ, που δε θέλει ευχαριστώ και δεν τα επιστρέφει: αφού πάντα παρέχει και δεν επιθυμεί να κρατήσει για τον εαυτό του. Αγαπώ αυτόν που ντρέπεται όταν τα ζάρια πέφτουν ευνοϊκά γι’ αυτόν, και που στη συνέχεια ρωτάει: «Είμαι ανέντιμος παίχτης;» -επειδή είναι διατεθειμένος να υποχωρήσει.

ΑΓΑΠΩ ΑΥΤΟΝ ΠΟΥ ΣΚΟΡΠΑΕΙ ΛΟΓΙΑ ΧΡΥΣΑ ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΤΑ ΕΡΓΑ, και πάντα κάνει περισσότερα απ’ ό,τι υποσχέθηκε: γιατί αναζητάει τη δική του κατάβαση. Αγαπώ αυτόν που δικαιολογεί τους μελλοντικούς και συγχωρεί τους παρελθόντες: γιατί είναι διατεθειμένος να υποχωρήσει στους τωρινούς. Αγαπώ αυτόν που δαμάζει τον Θεό του, επειδή αγαπάει τον Θεό του: γιατί πρέπει να υποχωρήσει δια της οργής του Θεού του.

ΑΓΑΠΩ ΑΥΤΟΝ ΤΟΥ ΟΠΟΙΟΥ Η ΨΥΧΗ ΕΙΝΑΙ ΒΑΘΙΑ, ΑΚΟΜΑ ΚΑΙ ΣΤΟ ΠΛΗΓΩΜΑ, και μπορεί να υποχωρήσει σε κάτι μικρό: έτσι περνάει εθελουσίως πάνω από τη γέφυρα. Αγαπώ αυτόν που οποίου η ψυχή είναι τόσο υπερπλήρης, που ξεχνάει τον εαυτό του, και όλα τα πράγματα είναι μέσα του: έτσι όλα τα πράγματα γίνονται η κάθοδός του.

ΑΓΑΠΩ ΑΥΤΟΝ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΟ ΠΝΕΥΜΑ ΚΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΚΑΡΔΙΑ: έτσι το κεφάλι του είναι μόνο τα σπλάχνα της καρδιάς του, η καρδιά του, όμως, προκαλεί την κατάβασή του. Αγαπώ όλους όσοι είναι σαν βαριές σταγόνες που πέφτουν μια-μια απ’ το μαύρο σύννεφο που χαμήλωσε πάνω απ’ τον άνθρωπο: προμηνύουν τον ερχομό της αστραπής, και υποχωρούν σαν προάγγελοι
0

Η μετριοφροσύνη της δημοκρατίας


Η συμπλήρωση 100 χρόνων από τη γέννηση του Αλμπέρ Καμί (1913-1960) είναι μια αφορμή για να ακούσουμε ξανά τη φωνή του. Το ακόλουθο κείμενο του Αλμπέρ Καμί δημοσιεύτηκε τον Ιούλιο του 1948 στην εφημερίδα «La Gauche»:


Μερικές φορές σκέφτομαι, αν δεν έχω κάτι καλύτερο, για τη δημοκρατία (στο να κάνω μετρό, φυσικά). Είναι γνωστό ότι υπάρχει σύγχυση στα μυαλά των ανθρώπων σχετικά με αυτή την πολύτιμη έννοια. Και καθώς μου αρέσει να ξανασυναντιέμαι με τον μεγαλύτερο δυνατό αριθμό ανθρώπων, αναζητώ τους ορισμούς που θα μπορούσαν να γίνουν αποδεκτοί από αυτόν τον μεγάλο αριθμό. Δεν είναι εύκολο και δεν ισχυρίζομαι ότι το έχω κατορθώσει. Αλλά νομίζω ότι μπορούμε να φτάσουμε σε κάποια ωφέλιμη προσέγγιση. Για να είμαι σύντομος, ιδού μία: η δημοκρατία είναι η κοινωνική και πολιτική άσκηση της μετριοφροσύνης. Πρέπει να την εξηγήσουμε.


Γνωρίζω δύο τύπους αντιδραστικής επιχειρηματολογίας (δεδομένου ότι όλα πρέπει να διευκρινίζονται, ας συμφωνήσουμε να αποκαλούμε αντιδραστική κάθε συμπεριφορά που αποβλέπει στο να αυξάνει γενικά τις οικονομικές και πολιτικές δουλείες που βαραίνουν πάνω στους ανθρώπους).
Αυτές οι δύο επιχειρηματολογίες κινούνται σε αντίθετες κατευθύνσεις, αλλά έχουν το κοινό χαρακτηριστικό να εκφράζουν μιαν απόλυτη βεβαιότητα. Η πρώτη έγκειται στο να λένε: «Δεν θα μπορέσουν ποτέ να αλλάξουν τους ανθρώπους». Συμπέρασμα: «Οι πόλεμοι είναι αναπόφευκτοι, η κοινωνική και πολιτική δουλεία είναι μέσα στη φύση των πραγμάτων, ας αφήσουμε τους εκτελεστές να σκοτώνουν και ας καλλιεργήσουμε τον κήπο μας».
Η άλλη έγκειται στο να λένε: «Μπορούμε να αλλάξουμε τους ανθρώπους. Αλλά η απελευθέρωσή τους εξαρτάται από τον τάδε παράγοντα και χρειάζεται να δράσουμε με τον δείνα τρόπο για το καλό τους». Συμπέρασμα: είναι λογικό να καταπιέζουμε: 1) εκείνους που νομίζουν ότι δεν είναι δυνατή καμία αλλαγή, 2) εκείνους που δεν συμφωνούν γα τον εν λόγω παράγοντα, 3) εκείνους που, μολονότι συμφωνούν για τον παράγοντα, δεν συμφωνούν για τα μέσα που πρόκειται να τον αλλάξουν, 4) όλους εκείνους γενικά που θεωρούν ότι τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά. Συνολικά, τα τρία τέταρτα της ανθρωπότητας.


Και στις δύο περιπτώσεις βρισκόμαστε μπροστά σε μια πεισματική απλούστευση του προβλήματος. Και στις δύο περιπτώσεις εισάγονται στο κοινωνικό πρόβλημα μια σταθερότητα ή ένας απόλυτος ντετερμινισμός, που δεν μπορούν λογικά να βρεθούν σε αυτό. Και στις δύο περιπτώσεις αισθάνονται ότι κατέχουν αρκετές βεβαιότητες, ώστε να διαμορφώνουν ή να αφήνουν να διαμορφωθεί η Ιστορία με βάση αυτές τις αρχές και ώστε να δικαιολογούν ή να επιδεινώνουν τον ανθρώπινο πόνο. Νομίζω ότι αυτά τα πνεύματα, τα τόσο διαφορετικά, των οποίων όμως οι πεποιθήσεις αδιαφορούν εξίσου για τη δυστυχία των άλλων, είναι αξιοθαύμαστα. Αλλά πρέπει τουλάχιστον να τα αποκαλούμε με το όνομά τους και να λέμε τι είναι ικανά και τι δεν είναι ικανά να κάνουν.


Από τη δική μου μεριά, εγώ λέω ότι είναι πνεύματα που κυριαρχούνται από υπεροψία και ότι μπορούν να φτάσουν σε όλα εκτός από την απελευθέρωση του ανθρώπου και από μια πραγματική δημοκρατία. Υπάρχει μια φράση που η Σιμόν Βέιλ είχε το θάρρος να γράψει και που, με τη ζωή της και με τον θάνατό της, είχε το δικαίωμα να γράψει: « Ποιος μπορεί να θαυμάζει τον Αλέξανδρο ολόψυχα, αν δεν έχει κατώτερη ψυχή;» Ναι, ποιος μπορεί να μετράει τις μεγαλύτερες κατακτήσεις του λόγου ή της ισχύος με τα ασύλληπτα βάσανα που αντιπροσωπεύουν, αν δεν έχει μια καρδιά ανίκανη για την πιο απλή συμπάθεια και ένα πνεύμα ξένο προς κάθε έννοια δικαιοσύνης!


Γι’ αυτό νομίζω ότι η δημοκρατία, είτε είναι κοινωνική είτε πολιτική, δεν μπορεί να θεμελιώνεται πάνω σε μια πολιτική φιλοσοφία που αξιώνει να γνωρίζει και να ρυθμίζει τα πάντα. Η δημοκρατία δεν είναι το καλύτερο από τα καθεστώτα. Είναι το λιγότερο κακό. Εχουμε δοκιμάσει λίγο όλα τα καθεστώτα και τώρα το γνωρίζουμε. Αλλά ένα δημοκρατικό καθεστώς μπορεί να επινοηθεί, να δημιουργηθεί και να υποστηριχθεί μόνον από ανθρώπους που γνωρίζουν ότι δεν τα ξέρουν όλα, που αρνούνται να αποδεχθούν την προλεταριακή συνθήκη και που δεν συμφιλιώνονται ποτέ με τη δυστυχία των άλλων, αλλά ακριβώς αρνούνται να επιδεινώσουν αυτήν τη δυστυχία στο όνομα μιας θεωρίας ή ενός τυφλού μεσσιανισμού.


Ο αντιδραστικός του Παλαιού Καθεστώτος υποστήριζε ότι ο λόγος δεν ρυθμίζει τίποτα. Ο αντιδραστικός του νέου καθεστώτος θεωρεί ότι ο λόγος θα ρυθμίζει τα πάντα. Ο αληθινός δημοκράτης πιστεύει ότι ο λόγος μπορεί να φωτίζει μεγάλο αριθμό προβλημάτων και ίσως να ρυθμίζει άλλα τόσα. Αλλά δεν πιστεύει ότι ο λόγος βασιλεύει, ως μόνος κυρίαρχος, σε ολόκληρο τον κόσμο. Το αποτέλεσμα είναι ότι ο δημοκράτης είναι μετριόφρων. Ομολογεί ένα ορισμένο ποσοστό άγνοιας,αναγνωρίζει τον εν μέρει ριψοκίνδυνο χαρακτήρα της προσπάθειάς του και το ότι δεν τα κατέχει όλα. Και, με αφετηρία αυτήν την παραδοχή, αναγνωρίζει ότι χρειάζεται να συμβουλεύεται τους άλλους, να συμπληρώνει εκείνο που δεν γνωρίζει με αυτό που εκείνοι γνωρίζουν. Δεν αναγνωρίζει κανένα δικαίωμα που να μην του έχει δοθεί από τους άλλους και να μην υπόκειται στη διαρκή συμφωνία τους. Οποια απόφαση και αν κλήθηκε να πάρει, αποδέχεται ότι οι άλλοι, για τους οποίους πάρθηκε αυτή η απόφαση, μπορούν να την κρίνουν διαφορετικά και να του το λένε.


Η αυθεντική δημοκρατία αναφέρεται πάντοτε στη βάση, επειδή υποθέτει ότι σε αυτό το πεδίο καμιά αλήθεια δεν είναι απόλυτη και ότι οι εμπειρίες διαφόρων ανθρώπων, αθροιζόμενες η μια με την άλλη, αντιπροσωπεύουν μια προσέγγιση στην αλήθεια πιο πολύτιμη από μια συνεκτική αλλά εσφαλμένη θεωρία.


Η δημοκρατία δεν υπερασπίζεται μιαν αφηρημένη ιδέα ούτε μια λαμπρή φιλοσοφία. Υπερασπίζεται τους δημοκράτες, πράγμα που σημαίνει ότι ζητάει από αυτούς να αποφασίσουν για τα μέσα που είναι πιο κατάλληλα για να εξασφαλίσουν την άμυνά τους. Κατανοώ καλά ότι μια τόσο συνετή αντίληψη δεν είναι απαλλαγμένη από κινδύνους. Κατανοώ καλά ότι η πλειοψηφία μπορεί να κάνει λάθος την ίδια τη στιγμή που η μειοψηφία βλέπει καθαρά. Γι’ αυτό λέω ότι η δημοκρατία δεν είναι το καλύτερο καθεστώς. Χρειάζεται όμως να συγκρίνουμε τους κινδύνους αυτής της αντίληψης με εκείνους που προκύπτουν από μια πολιτική φιλοσοφία η οποία υποτάσσει τα πάντα στις δικές της απαιτήσεις.


Στη βάση της εμπειρίας, χρειάζεται να αποδεχθούμε μιαν ελαφρά απώλεια ταχύτητας παρά να αφεθούμε να μας παρασύρει ένας ορμητικός χείμαρρος. Εξάλλου, η ίδια η μετριοφροσύνη προϋποθέτει ότι η μειοψηφία μπορεί να εισακουστεί και ότι θα ληφθούν υπόψη οι γνώμες της. Γι’ αυτό λέω ότι η δημοκρατία είναι το λιγότερο κακό καθεστώς. Ξεκινώντας από δω, δεν είναι λυμένα όλα τα ζητήματα. Και γι’ αυτό ο συγκεκριμένος ορισμός δεν είναι οριστικός. Επιτρέπει όμως να εξετάσουμε υπό ένα ορισμένο φως τα προβλήματα που μας πιέζουν και που η αρχή τους σχετίζεται με την ιδέα της επανάστασης και με την έννοια της βίας. Επιτρέπει όμως να αρνηθούμε στο χρήμα όπως και στην αστυνομία το δικαίωμα να αποκαλούν δημοκρατία αυτό που δεν είναι δημοκρατία.
0

Φ. Ντοστογιέφσκι: Το όνειρο ενός γελοίου ανθρώπου


Φ. Ντοστογιέφσκι: Το όνειρο ενός γελοίου ανθρώπου

Είμαι ένας άνθρωπος γελοίος. Τώρα με λένε τρελό. Θα ήταν τίτλος τιμής αν γι’αυτούς δεν εξακολουθούσα να είμαι το ίδιο γελοίος. Αλλά δεν δυσανασχετώ πια, όλος ο κόσμος μου είναι αρκετά συμπαθής, ακόμη κι όταν με κοροϊδεύουν και θα έλεγε κανείς, πως τότε ίσα ίσα μου είναι συμπαθής. Θα γελούσα κι εγώ μαζί με αυτούς ευχαρίστως, όχι τόσο για μένα, αλλά για να τους κάνω ευχαρίστηση, αν δεν δοκίμαζα τόση θλίψη κοιτάζοντάς τους. Θλίψη να βλέπω πώς δεν γνωρίζουν την αλήθεια, αυτή την αλήθεια που γνωρίζω εγώ. Τι σκληρό είναι να την γνωρίζεις μόνος εσύ! Αλλα δεν θα καταλάβουν.. όχι, δεν πρόκειται να καταλάβουν..

Άλλοτε υπέφερα πολύ να περνώ για γελοίος δεν φαινόμουν. Ήμουνα. Υπήρξα πάντα γελοίος και ξέρω ότι αναμφίβολα είμαι από γεννησιμιού μου. Θα μουν δε θα μουν επτά μόλις χρονών όταν κατάλαβα πως ήμουνα γελοίος. Ύστερα σπούδασα στο πανεπιστήμιο –και όσο σπούδαζα τόσο περισσότερο καταλάβαινα πόσο ήμουν γελοίος. Έτσι που όλη η πανεπιστημιακή μου μόρφωση φαινόταν να μην υπάρχει παρά για να μου δείξει και να μου εξηγήσει, όσο εντρυφούσα σ’αυτήν, πως ήμουν γελοίος. Χρόνο το χρόνο, βεβαιωνόμουνα όλο και περισσότερο ότι από κάθε άποψη παρουσίαζα ένα γελοίο πρόσωπο.

Όλος ο κόσμος με κορόιδευε παντού και πάντα. Αλλά κανενός δεν πέρναγε από το μυαλό ότι αν υπήρχε κάποιος στον κόσμο που ήξερε πιο καλά από όλους ότι είμαι γελοίος, αυτός ο άνθρωπος ήμουνα εγώ. Κι αγανακτούσα που κανείς δεν το φανταζόταν. Σε αυτό φταίω και εγώ, η αλαζονεία μου με εμπόδιζε πάντα να ομολογήσω το μυστικό μου. Αυτή η αλαζονεία αυξανόταν με τα χρόνια, και αν αφηνόμουν μπροστά σε οποιονδήποτε να αναγνωρίζω πως ήμουν γελοίος, πιστεύω πως το ίδιο κιόλας βράδυ θα είχα τινάξει τα μυαλά μου με μια πιστολιά. Έφηβος σαν ήμουν, πόσο είχα υποφέρει στη σκέψη ότι δεν θα μπορούσα να αντισταθώ, ότι ξαφνικά θα όφειλα να το ομολογήσω στους συντρόφους μου. Αλλά όταν ενηλικιώθηκα, αν και από χρόνο σε χρόνο είχα βεβαιωθεί ακόμη περισσότερο για την τρομερή ιδιομορφία μου, κατάφερα για τον άλφα ή βήτα λόγο να ηρεμήσω. Ακριβώς επειδή ως τότε αγνοούσα το γιατί και το πώς.

Ίσως το όφειλα σε αυτή την απέραντη μελαγχολία που κυρίευσε την ψυχή μου ύστερα από κάποιο γεγονός απροσμέτρητα ανώτερό μου, δηλαδή: την πεποίθηση που είχα μόνιμα από τότε, ότι εδώ κάτω τα πάντα είναι χωρίς σημασία. Το υποψιαζόμουν αυτό από πολύ καιρό αλλά ξαφνικά βεβαιώθηκα απόλυτα. Ένιωσα απότομα ότι θα μου ήταν αδιάφορο αν ο κόσμος υπήρχε ή αν δεν υπήρχε πουθενά τίποτε. Άρχισα να αντιλαμβάνομαι και να αισθάνομαι ότι κατά βάθος τίποτε δεν υπήρχε για μένα. Ως τότε νόμιζα πάντα ότι πολλά πράγματα υπήρξαν πριν από μένα. Τώρα αντιλαμβανόμουν ότι τίποτε δεν υπήρχε πριν, ή μάλλον ότι δεν υπήρχε παρά φαινομενικά.

Σιγά σιγά κατέληξα στο συμπέρασμα ότι ποτέ δεν υπήρξε τίποτε. Έπαψα τότε να ερεθίζομαι με τους ανθρώπους και κατέληξα να μη τους προσέχω καθόλου. Αυτή η διάθεση εκδηλωνόταν ακόμη και στις πιο ασήμαντες περιστάσεις της ζωής: μου συνέβαινε, λόγου χάρη, περπατώντας στο δρόμο, να σκοντάφτω πάνω τους. Όχι γιατί με είχαν απορροφήσει οι σκέψεις, γιατί τότε δεν θα σκεφτόμουν όσα σκέφτομαι: τα πάντα μου ήταν αδιάφορα. Να μπορούσα τουλάχιστον να βρω τη λύση των προβλημάτων! Ούτε ένα δεν είχα λύσει. Και ο Θεός ξέρει πόσες λύσεις είχα προτείνει! Αλλά, επειδή αδιαφορούσα για όλα, πήγαν και τα προβλήματα στο βρόντο.

Να όμως που ξέρω την αλήθεια. Αυτή την αλήθεια την έμαθα τον περασμένο Νοέμβρη, στις τρεις Νοεμβρίου ακριβώς, και από τότε την έχω σταθερά
χαραγμένη στη μνήμη μου.
0

Φ. Νιτσε: Μαθήματα για την Παιδεία




Κύριοι, Όσοι  από εσάς με ακούτε μόλις αυτή τη στιγμή για πρώτη φορά- και δεν έτυχε ίσως στο μεταξύ να πάρει το αυτί σας πάρα πολλά για την προηγούμενη διάλεξή μου πριν από τρεις βδομάδες- πρέπει να έχετε την καλοσύνη να μεταφερθείτε χωρίς  άλλη προετοιμασία στο κλίμα μιας σοβαρής συζήτησης που είχα αρχίσει να τη διηγούμαι την τελευταία φορά και που σήμερα θα σας θυμίσω τα τελευταία σημεία της.

Ο συνοδός του φιλοσόφου  είχε μόλις εξηγήσει με ειλικρίνεια κι εμπιστοσύνη στον σπουδαίο δάσκαλό του γιατί αναγκάστηκε, βαρύθυμα, να αφήσει τη θέση του στην εκπαίδευση. Κι έλεγε ακόμη ότι περνούσε τώρα τον καιρό του απαρηγόρητος σε μια μοναξιά που την είχε διαλέξει μόνος του και ότι αυτή η απόφασή του κάθε άλλο παρά σε οίηση οφειλόταν.

«Έχω ακούσει», έλεγε ο έντιμος μαθητής , «πάρα πολλά από σας, δάσκαλέ μου, έχω μείνει πολύ καιρό κοντά σας, ώστε δεν μπορώ να έχω πια εμπιστοσύνη στην παιδεία και στην εκπαίδευσή μας, έτσι όπως είναι τώρα.  Βλέπω ολοκάθαρα τα τεράστια λάθη και τις αδυναμίες που εσείς συνηθίζατε να τα δείχνετε με το δάχτυλο.

Άλλα αιθάνομαι ότι δεν έχω μέσα μου αρκετή δύναμη να παλέψω γενναία και να συντρίψω τους προμαχώνες αυτής της δήθεν παιδείας. Μια αποθάρρυνση ολοκληρωτική με κυρίεψε: η καταφυγή στην μοναξιά δεν ήταν αλαζονεία, δεν ήταν έπαρση». Κι ύστερα για να δικαιολογήσει τη στάση του, σκιαγράφησε με τέτοιον τρόπο το γενικό γνώρισμα αυτής της εκπαίδευσης αυτής της εκπαίδευσης, ώστε ο φιλόσοφος άρχισε να του μιλάει με συγκινημένη φωνή  και να τον καθησυχάζει κάπως έτσι» Ησύχασε, φτωχέ μου φίλε», του είπε, « σε καταλαβαίνω τώρα καλύτερα, δεν έπρεπε να σου μιλήσω τόσο σκληρά. Έχεις σε όλα δίκιο, εκτός από την αποθάρρυνση. Θα σου πω αμέσως κάτι που θα σε παρηγορήσει. Μη φανταστείς ότι αυτή η ψεύτικη παιδεία, που τόσο σε βαραίνει, θα εξακολουθήσει να υπάρχει για πολύ ακόμα.

Δεν θέλω να σου κρατήσω κρυφο τι πιστεύω πια γι’ αυτήν: Ο καιρός της έχει περάσει, οι μέρες  της είναι πια μετρημένες. Ο πρώτος που θα τολμήσει να φανεί απόλυτα έντιμος στον χώρο αυτό θα «ακούσει» τον απόηχο της τιμιότητάς του να αντηχεί μέσα σε θαρραλέες ψυχές. Γιατί ουσιαστικάοι πιο ευγενικά προικισμένοι και οι πιο ευαίσθητοι έχουν κάνει μια σιωπηροί συμφωνία: Ο καθένας τους ξέρει τι υπέφερε εξαιτίας των συνθηκών που επικρατούν  στα σχολεία, ο καθένας τους θα ήθελε να λυτρωθούν οι επόμενες γενιές από αυτό το βάρος, έστω κι αν χρειαζόταν να θυσιαστεί ο ίδιος.

Αιτία όμως που αυτή η απόλυτη εντιμότητα δεν εκδηλώνεται πουθενά, είναι η πνευματική φτώχεια της παιδαγωγικής σκέψης της εποχής μας. Λείπουν ακριβώς τα ταλέντα με τη γνήσια ευρηματικότητα, λείπουν οι αληθινά πρακτικοί άνθρωποι, οι άνθρωποι με τις ωραίες νέες ιδέες που ξέρουν ότι η σωστή μεγαλοφυία και η σωστή πράξη πρέπει κατανάγκη να συναντηθούν στο ίδιο άτομο, ενώ σήμερα λείπει από τους νηφάλιους ανθρώπους της πράξης η έμπνευση- και γι’ αυτό δεν υπάρχει σωστή πράξη.

Αρκεί ν ακοιτάξει κανείς τα παιδαγωγικά βιβλία του καιρού μας. Θα διαπιστώσει πως ο μόνος που δεν θα πάθει ζημιά από τη μελέτη τους είναι εκείνος που δεν αισθάνεται φρίκη για την έσχατη πνευματική γύμνια και τις αδέξιες επαναλήψεις των ίδιων πραγμάτων. Κατανάγκη λοιπόν αφετηρία της φιλοσοφίας μας δεν είναι πια ο θαυμασμός αλλά η φρίκη. Όποιος δεν μπορεί να την αισθάνεται παρακαλείται να μην απλώνει τα χέρια του στην εκπαίδευση.

Φυσικά ως τώρα το αντίθετο ήταν ο κανόνας. Όσοι αισθάνονταν φρίκη, όπως εσύ φτωχέ μου φίλε, έσπευδαν να φυγουν, ενώ εκείνοι οι νηφάλιοι κι απτόητοι άπλωναν τα αδέξια χέρια τους φαρδιά πλατιά στην πιο λεπτή τεχνική που μπορεί να υπάρξει: στην τεχνική της παιδείας. Αυτό όμως δεν μπορεί να εξακολουθήσει για πολύ καιρό ακόμα. Αρκεί να φανεί έτσω μια φορά ο έντιμος άνθρωπος με τις καλές και νέες ιδέες, ο οποιος προκειμένου να τις πρααγματοποιήσει, θα τολμήσει να διακόψει κάθε σχέση  με την παρούσα κατάσταση. Αρκεί μόνο μια φορά να δείξει ο έντιμος άνθρωπος με το παράδειγμά του τι δεν μπορούν να κάνουν τα δραστήρια αδέξια χέρια.Τότε τουλάχιστον θα έχει πια κανείς τη δυνατότητα να διακρίνει τα πράγματα, να αισθάνεται τη διαφορά και να κάνει σκέψεις για τα αίτια αυτής της αντίθεσης, ενώ τώρα τόσοι και τόσοι πιστεύουν εντελώς καλόπιστα ότι τα αδέξια χέρια ανήκουν στο παιδαγωγικό έργο».

* Νίτσε: Μαθήματα για την παιδεία, εκδ. Printa, 2006, σελ.57-60
0

Σοφία και νουθεσίες Καζαντζάκη


Πώς να ζούμε:

- Ο σωστός δρόμος είναι ο ανήφορος.

- Μια αστραπή η ζωή μας... μα προλαβαίνουμε.

- Ν’ αγαπάς την ευθύνη να λες εγώ, εγώ μονάχος μου θα σώσω τον κόσμο. Αν χαθεί, εγώ θα φταίω.

- Aπό τα καλά κερδεμένα παίρνει ο διάολος τα μισά - από τα κακά κερδεμένα, παίρνει και το νοικοκύρη.

- Ό,τι δεν συνέβη ποτέ, είναι ό,τι δεν ποθήσαμε αρκετά.

- Έχεις τα πινέλα, έχεις τα χρώματα, ζωγράφισε τον παράδεισο και μπες μέσα.

- Δεν ελπίζω τίποτα. Δεν φοβάμαι τίποτα. Είμαι λέφτερος. (Είμαι πραγματικά λέφτερος όταν δεν εξαρτάμαι από οπιαδήποτε επιθυμία ή από οποιοδήποτε συναίσθημα...)

Η ανώτερη Ύπαρξη:

- Ε κακομοίρη άνθρωπε, μπορείς να μετακινήσεις βουνά, να κάμεις θάματα, κι εσύ να βουλιάζεις στην κοπριά, στην τεμπελιά και στην απιστία! Θεό έχεις μέσα σου, Θεό κουβαλάς και δεν το ξέρεις - το μαθαίνεις μονάχα την ώρα που πεθάνεις, μα 'ναι πολύ αργά. (για να γίνει, παραδόσου στη θεική φύση σου)

- Ένιωθα βαθιά πως το ανώτατο που μπορεί να φτάσει ο άνθρωπος δεν είναι η Γνώση μήτε η Αρετή, μήτε η Καλοσύνη μήτε η Νίκη· μα κάτι άλλο πιο αψηλό, πιο ηρωικό κι απελπισμένο: Το Δέος, ο ιερός τρόμος. (Το Ανωτατο δεν πραγματοποιήται με τη Σκεψη αλλα με την αποφυγή της Σκέψης!!! Αυτή η παραδοξότητα, αυτος ο τρομερός δισταγμός της ολοκληρωτικής απεξάρτησης από τις Σκέψεις, καταβάλλεται με μια "απεγνωσμένη" τελική απόφαση για την μεγάλη παράδοση τού "Εγω", δηλαδή της Σκέψης... Αυτη η υποταγή, που δεν βασίζεται στη λειτουργεία της Λογικής αλλα της Πίστης (εμπιστοσύνης), είναι το ιερό κλειδί για την αυτόματη είσοδο στο Ανωτατο (δηλαδή στην Πνευματική Διάσταση). 

- Υπάρχει στον κοσμο τούτον ένας μυστικός νόμος - αν δεν υπήρχε, ο κόσμος θα ‘ταν από χιλιάδες χρόνια χαμένος - σκληρός κι απαραβίαστος: το κακό πάντα στην αρχή θριαμβεύει και πάντα στο τέλος νικάται.

- Η Ελλάδα επιζεί ακόμα, επιζεί νομίζω μέσα από διαδοχικά θαύματα.

Ο άνθρωπος:

- Η ζωή όλη είναι μια φασαρία. Μόνο ο θάνατος δεν είναι. Η ζωή είναι όταν λύνεις το ζωνάρι σου και ζητάς φασαρίες. (Δωσαι μέσα στη ζωή με πίστη)

- Αφεντικό σε συμπαθώ πάρα πολύ. Έχεις τα πάντα εκτός από λίγη τρέλα και όλοι οι άνθρωποι χρειάζονται λίγη τρέλα... Αλλιώς δεν μπορεί να σπάσει το σκοινί και να ελευθερωθεί. (Τρέλα = η αποφυγή της λογικής...)

- Η πέτρα, το σίδερο, το ατσάλι δεν αντέχουν. Ο άνθρωπος αντέχει. (Ο άνθρωπος απαρτίζεται και από την Πνευματική διασταση)

- Δεν υπάρχουν ιδέες, υπάρχουν μονάχα άνθρωποι που κουβαλούν τις ιδέες, κι αυτές παίρνουν το μπόι του ανθρώπου που τις κουβαλάει. (Η πυγή των ιδεων)

- Αγάπα τον άνθρωπο γιατί είσαι εσύ… (Στην Πνευματική Διάσταση όλοι ειναι Ενα!)

Έργο και πράξη:

- Η στερνή, η πιο ιερή μορφή θεωρίας είναι η πράξη.

- Η φυγή δεν είναι νίκη, τ' όνειρο είναι τεμπελιά, και μόνο το έργο μπορεί να χορτάσει την ψυχή και να σώσει τον κόσμο.

Ανώτερος σκοπός:

- Ποτέ οι Έλληνες δε δούλεψαν την τέχνη για την τέχνη· πάντα η ομορφιά είχε σκοπό να υπηρετήσει τη ζωή. Και τα σώματα τα ήθελαν οι αρχαίοι όμορφα και δυνατά, για να μπορούν να δεχτούν ισορροπημένο και γερό νου. Κι ακόμα, για να μπορούν –σκοπός ανώτατος– να υπερασπίσουν το άστυ (Πατρίδα).
0

Δραματικά επίκαιρη: Η απολογία του Νίκου Καζαντζάκη το 1925



Δραματικά επίκαιρη: Η απολογία του Νίκου Καζαντζάκη το 1925
Η απολογία του Νίκου Καζαντζάκη στην ανακριτική αρχή του Ηρακλείου, που δημοσιεύτηκε τη Δευτέρα 16 Φεβρουαρίου 1925, δεν αποτελεί μόνο ένα έξοχο πολιτικό κείμενο αλλά είναι και δραματικά επίκαιρη σήμερα, την εποχή της κρίσης. Μιας εποχής που η σύγχιση, οι πολιτικές και κοινωνικές συγκρούσεις αλλά και αντιφάσεις στον πολιτικό λόγο κυριαρχούν.

Παρακάτω, παραθέτουμε ένα τμήμα της διάσημης “απολογίας του Καζαντζάκη”


1- Πιστεύω ότι το σύγχρονον αστικόν καθεστώς κατέστη ανίκανον να ρυθμίσει τας συγχρόνους ανάγκας και ανησυχίας του κοινωνικού συνόλου.

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΣ.-Στηρίζεται εις την άνισον κατανομήν του πλούτου, εις την ασύστολον εκμετάλλευσιν των εργαζομένων τάξεων υπό αρπακτικής ισχυρώς ωργανωμένης κεφαλαιοκρατίας.

ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΣ.-Η ολοένα καταρρέουσα ηθική βάσις εις τας σχέσεις μεταξύ των ατόμων, παραλύει οιανδήποτε, εντός του αστικού καθεστώτος, προσπάθειαν όπως στηριχθή επί ηθικών αρχών ατομική, οικογενειακή και κοινωνική ζωή των ανθρώπων.

ΠΟΛΙΤΙΚΩΣ.-Η σχεδόν καθολική έλλειψις κάθε ενδιαφέροντος δια τα κοινά, ή σχεδόν αποκλειστική εξυπηρέτησις της αρχούσης τάξεως υπό της εκάστοτε πολιτικής εξουσίας, εις βάρος της μεγίστης πλειονοψηφίας του λαού, καθιστά ανεπαρκή και επιπολαίαν οιανδήποτε αλλαγήν προσώπων ή θεσμού.

Ταύτα πάντα θεωρώ συμπτώματα της παρακμής μιας τάξεως. Η αστική τάξις απέδωκεν-και εις θαυμαστήν ποσότητα και ποιότητα-ό,τι ηδύνατο εις την σκέψιν, εις την τέχνην, εις την επιστήμην, εις την πράξιν. Επάλαισεν εναντίον της προηγούμενης της Φεουδαλικής ιδεολογίας, ενίκησεν, εδημιούργησεν, εξετέλεσεν τον προορισμόν της-αρχίζει ν’ αποσυντίθεται και να βαίνει εις εξαφάνισιν.

Τοιούτος υπήρξε πάντοτε ο ρυθμός της ιστορίας. Μια τάξις, εκάστοτε εναλάσσουσα-οι βασιλείς, οι ευγενείς, οι αστοί-γεννάται, παλαίει, νικά, δημιουργεί, και εξαφανίζεται. Και άλλη τάξις την διαδέχεται, διαγράφουσα και αυτή, εις την πάροδον των αιώνων, την ιδίαν μοιραίαν τροχιάν.

Ζώμεν, ακλονήτως πιστεύω, το τέλος μιας κοινωνικής τάξεως, της αστικής.

ΙΙ- Ποία τάξις θα την διαδεχθή; Η τάξις των εργαζομένων-είτε εργάται είνε ούτοι, είτε αγρόται, είτε πνευματικοί παραγωγοί.

Η τάξις αύτη διήλθε προς ενός ήδη αιώνος, το πρώτον στάδιον της πορείας της, καθ’ ό προσεπάθει να εξεγείρη τις τας τάξεις των αστών το αίσθημα της φιλανθρωπίας και δικαιοσύνης, υπέρ των πεινώντων και αδικουμένων και ικέτευεν εξ ονόματος υψηλών ηθικών αρχών, να βελτιωθούν οι όροι της ζωής.

Ταχέως όμως σαφώς αντελήφθη ότι η πάλη των τάξεων είνε νόμος ιστορικός, αναπόφευκτος και όπως τα άτομα ούτω και οι λαοί, ούτω και αι κοινωνικαί τάξεις, διατρέχουν μοιραίως τα στάδια της γεννήσεως, της ακμής και της φθοράς.

Ουδεμία τάξις έμενε δια παντός εις την εξουσίαν. Η αστική τάξις θ’ ακολουθήση και αυτή, τον απαράγραπτον φυσιολογικόν νόμον και τότε η τάξις των εργαζομένων μοιραίως θα την διαδεχθή.

Η επίγνωσις αύτη κατέστη η αφετηρία μιας νέας όλως βαθυτέρας, αντιλήψεως των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων της τάξεως των εργαζομένων. Αντελήφθη δια πρώτην φοράν ότι χρέος έχει να οργανωθεί, να μορφωθή, να διατυπώση ωρισμένον πρόγραμμα, αφού είνε κεκλημένη, από ιστορικήν ανάγκην αργά ή γρήγορα να διαδεχθή την άρχουσαν σήμερον αστικήν τάξιν.

Τοιουτοτρόπως συγάσσονται, συνειδητά πλέον, αναγκασμέναι από τον ιστορικόν ρυθμόν, τα δύο αντίπαλα στρατόπεδα.

Τον ρυθμόν τούτον επετάχυνεν απροσδοκήτως ο εκραγείς παγκόσμιος πόλεμος. Ο πόλεμος ούτος μετέβαλε την ψυχικήν ατμόσφαιραν του κόσμου ότι θ’ απήτει γενεά ολόκληρος δια να γίνη καταληπτόν έπειτα από την φοβεράν ταύτην δοκιμασίαν της ανθρωπότητος, αμέσως όχι μόνον γίνεται ιδέα αντιληπτή, αλλά και αγωνίζεται να μετουσιωθή εις πράξιν.

Η ψυχική αύτη μεταπολεμική αγωνία η οξεία συναίσθησις πως είνε ανάγκη πλέον να εξευρεθή μια λύτρωσις από την οικονομικήν αυτήν κοινωνικήν πολιτικήν και πνευματικήν αθλιότητα, αποτελεί σήμερον την Μεγάλην παγκόσμιον Πραγματικότητα.

ΙΙΙ- Απέναντι της Μεγάλης ταύτης παγκοσμίου Πραγματικότητος, έχομεν την Μικράν πραγματικότητα την καθαρώς τοπικήν της Ελλάδος.

Ποία είνε η Ελληνική αύτη πραγματικότης και ποία κατ’ ανάγκην ανακύπτει η σχέσις μεταξύ της Μεγάλης και της Μικράς Πραγματικότητας;

Μόνον εάν σαφώς απαντήσωμεν εις το ερώτημα τούτο θα ημπορέσωμεν ν’ αντιληφθώμεν το σύγχρονον ημών χρέος ως Ελλήνων και ως ανθρώπων.

Εις την Ελλάδα δεν υπάρχει ακόμη εις τόσην οξύτητα και έντασιν όσον εις άλλους βιομηχανικώς ή πνευματικώς περισσότερον προηγουμένας χώρας, η σαφής διαγραφή της πάλης των τάξεων. Εν τούτοις, σήμερον, με τα μέσα της συγκοινωνίας, με τα βιβλία, με τας εφημερίδας, με τας διαλέξεις, με την εργατικήν παγκόσμιον αλληλεγγύην, με την φοβεράν και γονιμωτάτην πείραν του μακροχρονίου πολέμου, μία Ιδέα δεν δύναται να εντοπισθή εις μίαν χώραν, αλλά υπερπηδά ταχύτατα τα σύνορα και διατρέχει όλην την γην.

Δια τούτο, είτε θέλομεν είτε μη, είτε είμεθα ώριμοι είτε μη, η παγκόσμιος αύτη Ιδέα, η οποία εις πολλάς ήδη χώρας ήρχισε να μεταβάλλεται εις τεραστίαν δύναμιν-θα παρασύρη και την Ελλάδα, χωρίς να την περιμένει να ωριμάση Βιομηχανικώς ή πνευματικώς. Η μικρά τοπική πραγματικότης θα παρασυρθή από την Μεγάλην.

Ποίον λοιπόν είναι το χρέος μας; Πιστεύω βαθύτατα ότι το χρέος των δυνάμενων να έχωσιν επίδρασιν εις τον τόπον μας, είτε επί του πεδίου της σκέψεως είτε επί του πεδίου της δράσεως είναι τούτο:

Να προσαρμόσωμεν την μικράν μας Πραγματικότητα εις την Μεγάλην. Πώς; Μορφώνοντες, φωτίζοντες τον λαόν, τονώνοντες τας ανωτέρας ηθικάς Αρχάς που απομένουν ακόμη, καταδεικνύοντες όχι μόνον πλέον τα δικαιώματα, αλλά και τας υποχρεώσεις άς έχει μία τάξις ήτις μέλλει ν’ αναλάβη ευθύνας.

Μόνον εάν τοιουτοτρόπως προπαρασκευάσωμεν τον λαόν, θα είμεθα εις θέσιν, όταν θα έλθη η μοιραία κρίσιμος στιγμή, να προσαρμόσωμεν την σημερινήν παγκόσμιον ορμήν προς αναδημιουργίαν με τας ιδιαιτέρας συνθήκας του τόπου μας, με την ειδικήν ψυχολογίαν της ιστορίας και του λαού μας.

Ο αγών, όπως τον αντιλαμβάνωμαι, δεν είναι απλώς οικονομικός. Η οικονομική χειραφέτησις είναι μόνον μέσον προς ψυχικήν και πνευματικήν χειραφέτησιν του ανθρώπου. Δεν ζητούμεν ν’ ανατρέψωμεν την θρησκείαν, την οικογένειαν, την Πατρίδα, αλλά να δώσωμεν ανώτερον, βαθύτερον περιεχόμενον εις την θρησκείαν, εις την οικογένειαν, εις την Πατρίδα.

Ολοι, όσοι πονούμεν τον άνθρωπον, έχομεν χρέος α) να μην ανεχώμεθα πλέον την αδικίαν και την ανηθικότητα της συγχρόνου κοινωνικής, πολιτικής και οικονομικής ζωής β) να διασώσωμεν και να τονίσωμεν το δικαίωμα, το οποίον έχει ο λαός να θέλη να βελτιώση την θέσιν του. Και όχι μόνον το δικαίωμα αλλά και την δύναμιν να υψώση το επίπεδον της όλης ζωής του.

Σκοπός μας είναι να δημιουργήσωμεν μίαν ανωτέραν ηθικήν, να φέρωμεν δικαιοσύνην εις τον κόσμον, να δώσωμεν βαθυτέραν έννοιαν εις την αρετήν, εις την τιμήν, εις την ανθρωπότητα.

Ν. ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ