Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΒΙΟΓΡΑΦΙΕΣ-ΕΡΓΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΒΙΟΓΡΑΦΙΕΣ-ΕΡΓΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 2 Φεβρουαρίου 2021

0

Ένας γέρος (Κ.Π. ΚΑΒΑΦΗΣ)-ενα ποιημα που πρεπει να διαβασουν ολοι οι νεοι..

 


Στου καφενείου του βοερού το μέσα μέρος

σκυμένος στο τραπέζι κάθετ’ ένας γέρος·
με μιαν εφημερίδα εμπρός του, χωρίς συντροφιά.

Και μες των άθλιων γηρατειών την καταφρόνια
σκέπτεται πόσο λίγο χάρηκε τα χρόνια
που είχε και δύναμι, και λόγο, κ’ εμορφιά.

Ξέρει που γέρασε πολύ· το νοιώθει, το κυττάζει.
Κ’ εν τούτοις ο καιρός που ήταν νέος μοιάζει
σαν χθες. Τι διάστημα μικρό, τι διάστημα μικρό.

Και συλλογιέται η Φρόνησις πως τον εγέλα·
και πως την εμπιστεύονταν πάντα — τι τρέλλα! —
την ψεύτρα που έλεγε· «Aύριο. Έχεις πολύν καιρό.»

Θυμάται ορμές που βάσταγε· και πόση
χαρά θυσίαζε. Την άμυαλή του γνώσι
κάθ’ ευκαιρία χαμένη τώρα την εμπαίζει.

…. Μα απ’ το πολύ να σκέπτεται και να θυμάται
ο γέρος εζαλίσθηκε. Κι αποκοιμάται
στου καφενείου ακουμπισμένος το τραπέζι.

(Από τα Ποιήματα 1897-1933, Ίκαρος 1984) 

Πέμπτη 21 Ιανουαρίου 2021

0

Αλμπέρ Καμύ – Ο άνθρωπος είναι το μόνο πλάσμα που αρνείται να είναι αυτό που είναι.


Αν θεωρήσουμε, λοιπόν, το παράλογο ως κανόνα ζωής, είναι αντιφατικό. Τότε, γιατί απορούμε που δεν μας διαθέτει τις αξίες εκείνες οι οποίες θα αποφάσιζαν για μας ως προς τη νομιμότητα του εγκλήματος; Δεν είναι δυνατό, άλλωστε, να στηρίξουμε μια στάση πάνω σε μια προνομιούχα συγκίνηση.



Το αίσθημα του παραλόγου είναι ένα αίσθημα όπως όλα τα άλλα. Το ότι έδωσε τη χροιά του σε τόσες σκέψεις και πράξεις στην περίοδο του μεσοπολέμου αποδεικνύει μόνο τη δύναμη και τη νομιμότητά του. Αλλά η δύναμη ενός αισθήματος δεν σημαίνει ότι γίνεται και πανανθρώπινο. Το σφάλμα μιας ολόκληρης εποχής ήταν ότι διατύπωσε, ή θεώρησε διατυπωμένους, γενικούς κανόνες δράσης, ξεκινώντας από μιαν απελπισμένη συγκίνηση που ο μηχανισμός της ήταν να ξεπεράσει τον ίδιο τον εαυτό της.


Τα μεγάλα βάσανα, όπως και οι μεγάλες ευτυχίες, γίνονται αιτίες για τη γένεση ενός συλλογισμού. Παίζουν τον ρόλο των μεσολαβητών. Μα δεν θα μπορούσαμε να τους ξαναβρούμε και να τους διατηρήσουμε καθ’ όλη τη διάρκεια των συλλογισμών. Αν, επομένως, ήταν νόμιμο να υπολογίζεται η παράλογη ευαισθησία, να γίνεται η διάγνωση ενός κακού τέτοιου όπως το βρίσκουμε στον εαυτό μας και στους άλλους, είναι αδύνατο να δούμε σε τούτη την ευαισθησία, και στον μηδενισμό που αυτή προϋποθέτει, κάτι άλλο εκτός από ένα σημείο εκκίνησης, μια εμπειρική κριτική, το ισοδύναμο —στο επίπεδο της ύπαρξης— της συστηματικής αμφιβολίας. Κι ύστερα, πρέπει να σπάσουμε τα στάσιμα παιχνίδια του καθρέφτη και να εισχωρήσουμε στην ασυγκράτητη κίνηση, χάρη στην οποία το παράλογο ξεπερνά τον ίδιο τον εαυτό του.


Όταν σπάσει ο καθρέφτης, δεν απομένει πια τίποτα που να μπορεί να μας βοηθήσει για να δώσουμε απαντήσεις στα ερωτήματα του αιώνα. Το παράλογο μαζί με τη μεθοδική αμφιβολία εξουδετέρωσαν τις ιδέες του παρελθόντος. Το παράλογο μας φέρνει σε αδιέξοδο. Όμως μπορεί, όπως και η αμφιβολία, συγκεντρώνοντας το ενδιαφέρον πάνω του, να προσανατολίσει μια νέα έρευνα. Ο συλλογισμός συνεχίζεται έτσι με τον ίδιο τρόπο. Φωνάζω ότι δεν πιστεύω σε τίποτα και ότι όλα είναι παράλογα, μα δεν μπορώ να αμφιβάλλω για την κραυγή μου, και πρέπει να πιστέψω τουλάχιστον στη διαμαρτυρία μου.


Η πρώτη και μοναδική ολοφάνερη αλήθεια που μου δίνεται έτσι, εντός της παράλογης εμπειρίας, είναι η εξέγερση. Στερημένος από κάθε γνώση, εξαναγκασμένος να σκοτώνω ή να συναινώ στον φόνο, δεν έχω παρά μόνο τούτη την απτή αλήθεια, η οποία ενισχύεται ακόμη περισσότερο από την απόγνωση που με παιδεύει.


Η εξέγερση γεννιέται από το θέαμα της παραφροσύνης, μπροστά σε μιαν άδικη και ακατανόητη μοίρα. Ωστόσο, η τυφλή ορμή της διεκδικεί την τάξη μέσα στο χάος και την ενότητα στην καρδιά αυτού που φεύγει και χάνεται. Φωνάζει, απαιτεί, θέλει να σταματήσει το σκάνδαλο και να ακινητοποιηθεί επιτέλους αυτό που μέχρι τώρα γραφόταν δίχως ανάπαυλα πάνω στη θάλασσα.


Έγνοια της είναι η αλλαγή. Αλλαγή όμως σημαίνει δράση, και δράση αύριο θα σημαίνει να σκοτώνει, ενώ δεν ξέρει ακόμη αν ο φόνος είναι νόμιμος. Εγκυμονεί ακριβώς τις πράξεις εκείνες που της ζητούν να νομιμοποιήσει. Άρα, η εξέγερση πρέπει να αντλήσει τα αίτια που την υποκινούν από τον εαυτό της, αφού δεν μπορεί να τα πάρει από τίποτ’ άλλο. Πρέπει να δεχτεί να κάνει τον αυτοέλεγχό της για να μάθει πώς πρέπει να συμπεριφερθεί.


Δύο αιώνες επανάστασης, μεταφυσικής ή ιστορικής, προσφέρονται ακριβώς στη θεώρησή μας. Μόνο ένας ιστορικός θα είχε την αξίωση να εκθέσει λεπτομερώς τις ιδεολογίες και τα κινήματα που διαδέχονται το ένα το άλλο μέσα σ’ αυτήν. Το πολύ πολύ, θα είναι δυνατό να βρούμε εκεί την κατευθυντήρια ιδέα. Οι σελίδες που ακολουθούν προτείνουν μόνο κάποια ιστορικά σημεία αναφοράς και μια πιθανή ανάγνωση’ αυτή δεν είναι η μόνη δυνατή και, άλλωστε, δεν μπορεί να διαφωτίσει τα πάντα. Εξηγεί ωστόσο, τουλάχιστον εν μέρει, την κατεύθυνση και, σχεδόν ολοκληρωτικά, τις υπερβολές της εποχής μας. Η θαυμαστή ιστορία που αναφέρεται εδώ είναι η ιστορία της ευρωπαϊκής αλαζονείας.


Η εξέγερση, πάντως, δεν θα μας φανέρωνε τις αιτίες της παρά μόνο στο τέλος μιας έρευνας γύρω από τις θέσεις, τις αξιώσεις και τις κατακτήσεις της. Στα έργα της βρίσκονται πιθανόν ο κανόνας δράσης που δεν κατάφερε να μας δώσει το παράλογο, τουλάχιστον μια ένδειξη για το δικαίωμα ή το καθήκον να σκοτώνεις και, τέλος, η ελπίδα μιας δημιουργίας.


Ο άνθρωπος είναι το μόνο πλάσμα που αρνείται να είναι αυτό που είναι. Αρκεί να ξέρουμε αν τούτη η άρνηση τον οδηγεί μόνο στον όλεθρο των άλλων και του εαυτού του, αν κάθε εξέγερση πρέπει να κλείνει με τη δικαίωση του παγκόσμιου εγκλήματος ή αν, αντίθετα, χωρίς καμιάν απαίτηση για μιαν ανέφικτη αθωότητα, μπορεί να αποκαλύψει την αρχή μιας αποδεκτής ενοχής.


***

Albert Camus – Ο επαναστατημένος άνθρωπος 


by Αντικλείδι , https://antikleidi.com

0

Αλμπέρ Καμί – Έχουμε χάσει την άγια αθωότητα εκείνου που συγχωρεί μόνος του τον εαυτό του


Πρόκειται για τον συγκλονιστικό μονόλογο του Γάλλου δικηγόρου Ζαν-Μπατίστ Κλαμάνς, ευχαριστημένου του ίδιου από τον εαυτό του, από τη  ζωή και την επιφανειακή ηθική του θωράκιση απέναντι στην ανελέητη ρουτίνα  της καθημερινότητας,που συνθλίβει ψυχές και κορμιά άλλων


…όχι εκείνου, διότι εκείνος έχει  αναπτύξει μια θεατρινίστικη προσαρμοστικότητα, που ξεπερνώντας τα όρια του ηθικοφανούς και παθητικού χαμαιλεοντισμού,στον οποίο εκπαιδεύεται ο τυπικός σύγχρονος μέσος δυτικός, καταφεύγει,για να επιβιώσει στο να  τρέφει την (μικρο)αστική ματαιοδοξία του με τις συμφορές των άλλων….αυτά ώσπου μια νύχτα,ο τέλειος αυτός τύπος,το πρότυπο έξυπνου, δραστήριου , κυρίως μη ανέντιμου λευκού και χορτασμένου,  αφήνει μια γυναίκα να πέσει στα νερά του ποταμού, χωρίς να κάνει τίποτα, αυτός ο μέχρι πρότινος τόσο σπλαχνικός !

Γιατί, πώς, τι του συνέβη; Τι ψυχή είχε χτίσει όλα αυτά τα χρόνια της μεγαλοστομίας του ο κίβδηλος φιλάνθρωπος; Από πού ξεπήδησαν και ποια εμπόδια στην κρίσιμη στιγμή και δείλιασε; Δείλιασε;


………….


«Ξέρετε τι είναι η γοητεία; Ένας τρόπος να ακούς να σου απαντούν ναι, χωρίς να ‘χεις κάνει καμιά συγκεκριμένη ερώτηση»

«Μόνο που, να, η επιβεβαίωση δεν είναι ποτέ οριστική, πρέπει να την κάνεις πάλι από την αρχή με κάθε πλάσμα. Κάνοντάς την πάλι από την αρχή, σου γίνεται συνήθεια. Σύντομα σου ‘ρχονται τα λόγια χωρίς να τα σκεφτείς, κι ακολουθεί η κίνηση αντανακλαστικά: μια μέρα βρίσκεσαι να παίρνεις, δίχως να ποθείς πραγματικά. Πίστεψε με, για μερικά τουλάχιστον πλάσματα, το πιο δύσκολο πράγμα στον κόσμο είναι να μην παίρνεις ό,τι δεν ποθείς»


«Να λοιπόν τι δε μπορεί ν’ ανεχτεί κανείς (εκτός από αυτούς που δεν ζουν, θέλω να πω: τους εγκρατείς). Η μόνη άμυνα βρίσκεται στην κακεντρέχεια. Οι άνθρωποι λοιπόν σπεύδουν να κρίνουν για να μην κριθούν οι ίδιοι. Τι τα θέλετε; Η πλέον φυσική ιδέα στον άνθρωπο, αυτή που του έρχεται αυθόρμητα, σαν από τα βάθη της φύσης του, είναι η ιδέα της αθωότητάς του….


Το ουσιώδες είναι να μείνουν αθώοι, να μην μπορούν να τεθούν υπό αμφισβήτησιν οι έμφυτες αρετές τους, και τα σφάλματά τους, αποκυήματα μιας παροδικής δυστυχίας, να είναι πάντοτε προσωρινά. Σας το ‘πα, το ζήτημα είναι να γλιτώσεις απ? την κρίση. Επειδή είναι δύσκολο να της γλιτώσεις και απαιτεί μεγάλη επιδεξιότητα να καταφέρεις να θαυμάζουν και να συγχωρούν ταυτόχρονα τη φύση σου, επιδιώκουν όλοι να’ ναι πλούσιοι.


Γιατί; Αναρωτιέστε; Για τη δύναμη, φυσικά. Κυρίως όμως γιατί ο πλούτος απαλλάσσει από την άμεση κρίση, σε τραβάει από το πλήθος του μετρό για να σε κλείσει σ ένα νικέλινο αμάξι, σε απομονώνει σε απέραντα φυλαγμένα πάρκα, σε βαγκόνλι, σε καμπίνες πολυτελείας. Ο πλούτος, αγαπητέ μου φίλε, δεν είναι ακόμα η αθώωση, αλλά η αναστολή που ‘ναι πάντα καλό να παίρνεις…»


«Καμιά φορά τα χάνεις, αμφιβάλλεις για το ολοφάνερο, ακόμα κι όταν έχεις ανακαλύψει το μυστικό μιας καλής ζωής. Η λύση μου, φυσικά, δεν είναι η ιδανική. Όταν όμως δεν αγαπάς τη ζωή σου, όταν ξέρεις πως πρέπει να αλλάξεις ζωή, δεν έχεις περιθώρια επιλογής, δεν είναι; Τι να κάνεις για να ‘σαι ένας άλλος; Αδύνατο. Θα ‘πρεπε να μην είσαι πια κανένας, να ξεχάσεις τον εαυτό σου για κάποιον, έστω και για μια φορά. Πώς όμως; Μη με παραφορτώνετε. Είμαι σαν εκείνον το γερό-ζητιάνο που δεν ήθελε ν αφήσει το χέρι μου, μια μέρα έξω σ ένα καφενείο:


«Αχ κύριε» έλεγε, «δεν είναι που ‘σαι κακός, είναι που χάνεις το φως σου».


Ναι, έχουμε χάσει το φως, τα πρωινά, την άγια αθωότητα εκείνου που συγχωρεί μόνος του τον εαυτό του.»


***

Αλμπέρ Καμί – Απoσπάσματα από την “πτώση”


Πηγή: cityportal

Πέμπτη 8 Οκτωβρίου 2020

0

ΝΥΧΤΑ ΣΤΗΝ ΚΟΛΑΣΗ


Μονορούφι κατέβασα το δηλητήριο. -Τρισευλογημένη ας είναι η συμβουλή που μου δόθηκε! -Τα σωθικά μου καίγονται. Του φαρμακιού η δύναμη τα μέλη μου πώς στρίβει, ακρωτηριάζομαι, ισοπεδώνομαι. Πεθαίνω της δίψας, πνίγομαι, δε μπορώ να φωνάξω. Τούτο μοιάζει με κόλαση, με αιώνιο βασανιστήριο! Δείτε τις φλόγες πως θεριεύουν! Όπως μου πρέπει καίγομαι. Εμπρός, Διάβολε! 

Αμυδρά μετανοημένος στράφηκα στο καλό και στην ευτυχία, λύτρωση. Πώς να περιγράψω το όραμά μου, πυκνός της κόλασης ο αέρας, δε χωράει ύμνους! Υπήρχαν μυριάδες χαριτωμένων πλασμάτων, ένα αβρό κονσέρτο ιερής μουσικής, η δύναμη και η ειρήνη, οι  ευγενείς φιλοδοξίες,  και δεν ξέρω τι ακόμα.

Ευγενείς φιλοδοξίες! 

Αλλά είμαι ακόμα ζωντανός! – εάν υποθέσουμε ότι η κατάρα είναι αιώνια! Βέβαια εάν κάποιος θέλει ν’ ακρωτηριαστεί, δεν είναι καταδικασμένος; Με φαντάζομαι στην Κόλαση, επομένως είμαι. Τούτο είναι κατήχηση εν δράση. Είμαι δέσμιος του βαπτίσματός μου.  Γονείς μου, καταστρέψατε τη ζωή μου, όπως τη δική σας. Αθώο μου αγόρι! – Η κόλαση δεν μπορεί να εναντιωθεί στους παγανιστές -κι είμαστε ακόμα ζωντανοί! Αργότερα, οι απολαύσεις της καταδίκης θα γίνουν βαθύτερες. Ένα έγκλημα, γρήγορο, θα μου επέτρεπε την ανυπαρξία, σύμφωνα με το γράμμα του νόμου των ανθρώπων. 

Σκάσε, σκάσε επιτέλους! Ντροπή και κατηγόρια είναι όλα εδώ:- Ο Σατανάς που λέγει ότι η φωτιά είναι τιποτένια, ότι ο θυμός μου είναι γελοίος και ανόητος, αρκετά!…- Ψιθυριστά σφάλματα, μαγικά, ψεύτικα αρώματα, παιδαριώδης μουσικές- και να σκεφτείς ότι κατέχω την αλήθεια, ότι αντικρίζω τη δικαιοσύνη: Η κρίση μου είν’ ορθή κι ακλόνητη, ένα βήμα πριν την τελειότητα…. Υπερηφάνεια. Σφίχνεται το κρανίο μου. Έλεος! Κύριε, φοβάμαι. Διψώ, πόσο πολύ διψώ! Α! νεότητα, χλόη και βροχή, η λίμνη στα βράχια,  το σεληνόφως την ώρα που το καμπαναριό σημαίνει μεσάνυχτα… Ο διάβολος είναι στον καμπαναριό, εκείνη την ώρα! Μαρία, Αγία Παρθένε! –  Φρικτή ηλιθιότητα. 

Εκεί πέρα, δεν είναι εκείνες οι ευγενικές ψυχές, που με επιθυμούν μετά μανίας;…Ελάτε…έχω ένα μαξιλάρι στο στόμα μου, δεν μ’ ακούν, είναι φαντάσματα. Τέλος πάντων, ποτέ κάποιος δεν σκέφτεται τους άλλους. Μην του αφήσετε να με ζυγώσουν. Το μόνο βέβαιο είναι, ότι η  σάρκα μου που καίγεται, αρχίζει να μυρίζει.

Οι παραισθήσεις μου είναι ατέλειωτες. Αλλά αυτό το είχα πάντα: όχι άλλη πίστη στην ιστορία, λησμοσύνη στις αρχές. Πρέπει να σιωπήσω: ποιητές και οραματιστές θα ζηλέψουν. Είμαι χίλιες φορές πλουσιότερος απ΄ όλους και άπληστος όσο και η θάλασσα. 

Α τούτο! το ρολόι της ζωής μόλις σταμάτησε. Δεν ανήκω πια στον κόσμο – η θεολογία είναι ακριβής, η κόλαση είναι βεβαίως εδώ κάτω- και απάνω ο παράδεισος – -έκσταση, εφιάλτης, ύπνος σε πύρινη φωλιά. 

Πώς το μυαλό περιπλανιέται άσκοπα στη χώρα…Σατανά, Φερδινάνδε, τρέξτε με τους άγριους σπόρους …ο Ιησούς πάνω σε βάτα πορφυρά πατά, μα δεν τα σπάζει … Ο Ιησούς βάδισε πάνω σε τρικυσμένα ύδατα. Στο φως του φαναριού τον είδαμε εκεί, ολόλευκο, με μακριά καστανά μαλλιά, να στέκει στην αναδίπλωση ενός σμαραγδένιου κύματος.

Θα αποκαλύψω όλα τα μυστήρια: μυστήρια θρησκευτικά ή της φύσης, του θανάτου, της γέννησης, του μέλλοντος, του παρελθόντος, της κοσμογονίας και της ανυπαρξίας. Είμαι ο κύριος της φαντασματογορίας.

Ακούστε! 

Είμαι ταλαντούχος! Κανένας δεν υπάρχει εδώ, και όμως υπάρχει κάποιος: Δεν θα ήθελα να σπαταλήσω το θησαυρό μου. – Θέλετε νέγρικα τραγούδια, χορούς  ουρί του παραδείσου; Θέλετε να εξαφανιστώ, να καταδυθώ μήπως και το δαχτυλίδι ανακαλύψω; Το επιθυμεί κανείς;  Χρυσάφι και γιατρικά θα φτιάξω.

Πιστέψτε με, η πίστη αποκαλύπτει, οδηγεί, θεραπεύει. Ελάτε όλοι, ακόμα και τα μικρά παιδιά, – είθε να σας παρηγορήσω, είθε να βγάλω την καρδιά μου για σας  – η θαυμαστή καρδιά μου! – Καημένοι μου άνθρωποι, ταπεινοί μου εργάτες! Δεν ζητώ τις προσευχές σας, με την πίστη σας και μόνο, θα είμαι ευτυχής. 

-Σκεφτείτε με, τώρα. Αυτή η μικρή πράξη με κάνει να συγχωρώ τον κόσμο. Έχω την ευκαιρία να μην υποφέρω περισσότερο. Η ζωή μου δυστυχώς, δεν ήταν παρά γεμάτη γλυκές ηλιθιότητες.

Μπα! Ας κάνω όλες τις γκριμάτσες που μπορώ να σκαρφιστώ.

Σίγουρα, είμαστε εκτός κόσμου. Όχι πια θόρυβος. Η αφή μου εξαφανίστηκε. A!, το κάστρο μου, η Σαξονία μου, το δάσος μου με τις ιτιές. Δειλινά και πρωινά, νύχτες και μέρες….Πόσο κουρασμένος είμαι! 

Μου πρέπει  μια δική μου κόλαση για το θυμό, μια κόλαση για την υπερηφάνειά μου-και μια κόλαση για τα χάδια· μια συμφωνία κολάσεων! 

Πεθαίνω από πλήξη. Αυτό είναι ο τάφος απ΄ όπου βορά των σκουληκιών γινόμαστε, η φρίκη των φρικών! Σατανά, κατεργάρη, θες να με διαλύσεις με τις γοητείες σου. Απαιτώ. Απαιτώ να με διαπεράσεις μ’ ένα δικράνι, να με κατακάψεις.

A! Για να ξαναγεννηθώ! Για να κοιτάξουν επίμονα τις παραμορφώσεις μας. Και αυτό το δηλητήριο, και αυτό το φιλί, το χίλιες φορές καταραμένο! Η αδυναμία μου, και η σκληρότητα του κόσμου! Θεέ μου, έλεος, κρύψε με, αρρωστημένος αμφιφέρομαι! Κρύβομαι, κι όμως δεν είμαι.

Είναι η φωτιά π’ ανασηκώνεται με τους καταραμένους.

 

Αρθούρος Ρεμπώ 

0

ΚΑΘΕ ΠΑΙΔΙ ΠΟΥ ΜΟΡΦΩΝΟΥΜΕ ΕΙΝΑΙ ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΚΕΡΔΙΖΟΥΜΕ

 Ο Victor Hugo έγραψε αυτό το ποίημα μετά από μία επίσκεψή του σε γαλλική φυλακή.)


Κάθε παιδί που μορφώνουμε

είναι ένας άνθρωπος που κερδίζουμε


Ενενήντα από τους εκατό

κλέφτες που βρίσκονται στη φυλακή


Δεν έχουν πάει ποτέ στο σχολείο


Και δεν γνωρίζουν ανάγνωση,

ούτε να υπογράφουν με σταυρό.


Είναι σ’αυτή τη σκιά που

συνάντησαν το έγκλημα.


Η άγνοια είναι η νύχτα που

ξεκινά η άβυσσος.


Εκεί η λογική χάνεται

και η εντιμότητα πεθαίνει.


Ο Θεός, ο πρώτος συγγραφέας

όλων όσων έχουν ποτέ γραφεί

Χάρισε σ’αυτή τη Γη των

μεθυσμένων

φτερά αγγέλων μέσα στις σελίδες

των βιβλίων

Μόλις κάποιος ανοίγει ένα

βιβλίο βρίσκει ένα φτερό

με το οποίο

μπορεί να αιωρηθεί εκεί

όπου πετούν οι ψυχές των ελεύθερων

πνευμάτων


Το σχολείο είναι τόσο ιερό όσο

και το παρεκκλήσι.


Το αλφάβητο που ένα παιδί

συλλαβίζει με το δάκτυλό του

περιέχει αρετή σε κάθε γράμμα-

η καρδιά φωτίζεται απαλά

από αυτή την ταπεινή λάμψη.


Έτσι, στο μικρό παιδί, δώσε το

μικρό βιβλίο

Περπάτησε μπροστά, κρατώντας τη δάδα αναμμένη ώστε

να μπορεί να σε ακολουθήσει


Η νύχτα δημιουργεί το σφάλμα

και το σφάλμα την

επίθεση


Η απουσία καλής παιδείας

σημαίνει πως βομβαρδίζουμε

την κοινωνία


Με ανθρώπους-άγρια ζώα,

ελλειμματικά πρόσωπα,

θλιβερά ένστικτα και νεκρούς

μαθητές

Τρομακτικούς τυφλούς ανθρώπους

με αιμοβόρα βλέμματα

που αισθάνονται πως βρίσκονται σε ένα

ηθικό μονοπάτι.


Επιτρέψτε μας να φωτίσουμε

τα πνεύματα, αυτός είναι

ο πρωταρχικός μας νόμος.

Και από το πιο χυδαίο λίπος

ας φτιάξουμε ένα φως.

Η διανόηση θέλει να είναι ανοιχτή

εδώ κάτω.

Ο βλαστός έχει δικαίωμα να

ανθίσει- και εκείνος που δεν

σκέπτεται Δεν ζει.


Οι κλέφτες είχαν δικαίωμα να ζήσουν

Έχετε πάντα υπόψη σας πως το σχολείο

είναι χρυσός που μεταμορφώνει τον

χαλκό,

Ενώ η άγνοια μεταμορφώνει τον

χρυσό…

VICTOR HUGO

Δευτέρα 22 Φεβρουαρίου 2016

0

7 πράγματα που μου έμαθε ο Καβάφης για τη ζωή


Ποιος ξέρει τι ήθελε να πει ο ποιητής;

n
Αν σήμερα θεωρούμε την ποιητική αξία του Κωνσταντίνου Καβάφη κάτι το δεδομένο, αυτό δεν ίσχυε πάντα. Τον κατέκριναν, τον χλεύασαν σε μεγάλο βαθμό, τον παρώδησαν και πολλοί προσπάθησαν να αποδείξουν πως όσα έγραφε «δεν συνιστούσαν ποίηση». Και αυτό συνέβαινε όχι μόνο όσο ζούσε αλλά και μετά το θάνατό του.
Δεν έχει υπάρξει και ελπίζω να μην υπάρξει πιο «κακοποιημένος»από τους αναγνώστες και κάποιους εκπαιδευτικούς – εξεταστές ποιητής από τον Κωνσταντίνο Καβάφη. Είναι ο ποιητής που έχει διαβαστεί αποσπασματικά όσο κανένας άλλος, που έχει αναλυθεί κατά λέξη όσο κανένας άλλος- σε τέτοιο βαθμό που χάνεται ολότελα το νόημά του, σε τέτοιο βαθμό που οτιδήποτε ζωντανό μέσα του ασφυκτιά και πεθαίνει. Είναι αυτός που όλοι έχουμε διαβάσει δίστιχά του χωρίς να γνωρίζουμε το συγκείμενο (το context) και –όπως είναι μαθηματικά λογικό και αναμενόμενο- βγάλαμε βεβιασμένα συμπεράσματα. Το «τι θέλει να πει ο ποιητής», κυρίες και κύριοι, δεν είναι ποτέ ο αυτοσκοπός και –ευτυχώς- δεν υπάρχει σωστή απάντηση.
Πρώτον, κανείς δεν μπορεί να ξέρει τι θέλει να πει ο ποιητής γιατί δεν τον έχεις μπροστά σου να τον ρωτήσεις και να σου απαντήσει. Το να μαντεύει ο καθένας τι μπορεί να είχε στο μυαλό του ο Καβάφης και να θέτει την εικασία του ως δεδομένο και απαράβατο κανόνα, είναι ακριβώς το αντίθετο από τον ίδιο τον σκοπό της Ποίησης.Το να ζητείται από τον κάθε μαθητή- σπουδαστή- φοιτητή να μάθει απ’έξω την προσωπική θεωρία του οποιουδήποτε -κατά τ’άλλα πολυδιαβασμένου και μορφωμένου ερευνητή- και να είναι σε θέση να την αναπαράγει κατά λέξη, είναι, για μένα, έγκλημα.
Επίσης, ένα ποίημα είναι –ευτυχώς και πάλι– κάτι πολύ προσωπικό και εξατομικευμένο και λέει άλλα πράγματα στον καθένα ανάλογα με την ηλικία του, το χαρακτήρα του, τα βιώματά του, τα όνειρά του, τους εφιάλτες του, τις εμμονές του, το βλέμμα του, τον τρόπο που αγγίζει, τον τρόπο που μυρίζει. Ένα ποίημα μού λέει άλλα πράγματα από αυτά που λέει σε σένα και λέει άλλα πράγματα σε μένα στα 20 και άλλα στα 30 μου. Ακριβώς εκεί έγκειται και η ομορφιά του.
Ας μάθουμε επιτέλους στους ανθρώπους να σκέφτονται και όχι τι να σκέφτονται.

n
7 πράγματα που μου έμαθε ο Καβάφης για τη ζωή
1Τον φόβο σου μόνο εσύ μπορείς να τον θρέψεις και μόνο εσύ μπορείς να τον καταστρέψεις. Τα τέρατα ζουν μέσα σου και στο χέρι σου είναι μόνο αν θα τα αφήσεις να μεγαλώσουν ή όχι. Ή, όπως λέει και ο Καβάφης, «Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας,τον άγριο Ποσειδώνα δεν θα συναντήσεις,αν δεν τους κουβανείς μες στην ψυχή σου,αν η ψυχή σου δεν τους στήνει εμπρός σου».
2. Οι άνθρωποι που έχεις δίπλα σου να είναι λίγοι και καλοί. Μην αναλώνεσαι με ανθρώπους που σε κάνουν να νιώθεις άσχημα, που σε μειώνουν, που δεν θέλουν το καλό σου, που δεν ξέρουν να δίνουν. Μην εξαντλείσαι «μέσα στην πολλή συνάφεια του κόσμου».
3. Αυτά που δεν λες, αυτά που δεν ζεις, αυτά που δεν θες να παραδεχθείς ούτε στον εαυτό σου, τα απωθημένα και τα καταπιεσμένα σου ένστικτα είναι αυτά που θα έρθουν μια μέρα και θα σε εκδικηθούν, θα σε πνίξουν.Μην καταπιέζεις τον εαυτό σου, μην δημιουργείς αδιέξοδα εκεί που δεν υπάρχουν. Ζήσε.
4. Πόθος. Έρωτας. Σεξ. Αγάπη. Οι μεγαλύτερες κινητήριες δυνάμεις. Απόλαυσέ τες.
n
5. Δεν έχουν σημασία μόνο αυτά που ζήσαμε. Ίσως μεγαλύτερη σημασία έχουν αυτά που δεν ζήσαμε. Οι έρωτες οι ανεκπλήρωτοι, όλα τα «σ αγαπώ» που τσιγκουνευτήκαμε, όλα τα σώματα που αγγίξαμε μόνο νοητά, όλα τα χείλη που ονειρευτήκαμε αλλά φοβηθήκαμε να φιλήσουμε. Ίσως τα «όχι» μας μας έκαναν αυτό που είμαστε, όχι τα «ναι» μας. Ίσως.
6. Ό,τι αρχίζει, θα τελειώσει. Ό,τι δεν αρχίσει δεν θα τελειώσει και ποτέ. Έρωτας δεν είναι μόνο ό,τι εκπληρώθηκε- είναι και ό,τι πόθησες. Ίσως γι’ αυτό μας τρώνε για πάντα οι ανεκπλήρωτοι έρωτες. Δεν πεθαίνουν γιατί δεν κατάφεραν να γεννηθούν.
7. Το να παραδεχθούμε ότι κάτι πέθανε, ότι έκανε τον κύκλο του, ότι δεν είναι πια ό,τι ήταν, ότι το χάσαμε για πάντα, δεν είναι εύκολη υπόθεση. Η μόνη λύση είναι, όμως, να αποχαιρετήσεις αυτό που φεύγει «σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος». Τουλάχιστον «σαν». Μέχρι να γίνεις θαρραλέος.

n
Η ζωή και το έργο του Κωνσταντίνου Καβάφη σε 16 γεγονότα
1. O Κωνσταντίνος Πέτρου Καβάφης γεννήθηκε στην Αλεξάνδρειατης Αιγύπτου στις 29/4/1863 και πέθανε στα γενέθλιά του, στις 29/4/1933, σε ηλικία 70 ετών στην γενέτειρά του, αφού είχε νοσήσει από καρκίνο του λάρυγγα.
2. Δούλεψε ως δημόσιος υπάλληλος, ως Γραφέας στην αγγλική υπηρεσία Αρδεύσεων του Υπουργείου Δημοσίων Έργων και παρέμεινε 33 χρόνια στο ίδιο γραφείο.
3. Ήταν ασυμβίβαστος στην ποίησή του, στα όνειρά του, στα ιδανικά του αλλά στην προσωπική του ζωή ο ίδιος δήλωνε «δειλός» και πάντα έβλεπε εμπόδια σε ό,τι ήθελε να κάνει.
4. Ήταν τελειομανής όσον αφορά στην ποίησή του και διακατεχόταν από ένα γόνιμο πείσμα. Επεξεργαζόταν τον κάθε στίχο με σεβασμό και πολλή προσοχή και, σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, για ολόκληρα χρόνια προτού τα δημοσιεύσει.
5. Ο ίδιος θεωρούσε πως η γλώσσα είναι μία και ενιαία και δεν διάλεξε στρατόπεδο στη μάχη καθαρεύουσας- δημοτικής.
6. Οι θεματικοί κύκλοι της καβαφικής ποίησης.Ο ίδιος ο Καβάφης είχε κατατάξει τα ποιήματά του σε τρεις κατηγορίες: τα ιστορικά, τα φιλοσοφικά και τα ηδονικά ή αισθησιακά.
7. Η μορφή των ποιημάτων του: ιδιότυπη γλώσσα (μείγμα καθαρεύουσας και δημοτικής, με ιδιωματικά στοιχεία της Κωνσταντινούπολης), λιτός λόγος (σπάνια χρήση επιθέτων, τα οποία, όταν υπάρχουν, έχουν λόγο να υπάρχουν και δεν είναι κοσμητικά), σχεδόν ολοκληρωτική απουσία ομοιοκαταληξίας, ιδιαίτερος τρόπος χρήσης των σημείων στίξης (για να εκφράσουν π.χ. ειρωνεία).
8. Φύλαξε μυστική την προσωπική του ζωή και τις σεξουαλικές του προτιμήσεις και ζούσε μια διπλή ζωή. Συχνά στα ερωτικά του ποιήματα δεν προσδιορίζεται το φύλο των προσώπων ενώ σε άλλα βλέπουμε μια αποστασιοποιημένη αφήγηση σε τρίτο πρόσωπο. Όσο περνούν τα χρόνια, όμως, η ομοφυλοφιλία γίνεται εμφανής στην διήγησή του και χωρίς πια ενοχές.
n
9. Τα ποιήματά του χαρακτηρίζονται από έναν διάχυτο ερωτισμό. Η Marguerite Yourcenar είχε σχολιάσει πως «τα ερωτικά ποιήματα του Καβάφη είναι περισσότερο ποιήματα περί έρωτος παρά προς το ερωτικό αντικείμενο».
10. Ο ίδιος προτιμούσε να δημοσιεύει τα ποιήματά του σε περιοδικά και εφημερίδες. Η πρώτη συλλογή με 154 ποιήματά του εκδόθηκε μετά το θάνατό του.
11. Στο τελευταίο του διαβατήριο σημείωσε ως επάγγελμα τη λέξη «ποιητής».
n
12. Πριν πεθάνει είχε υποβληθεί σε εγχείρηση στην Αθήνα, στην οποία έχασε τη φωνή του και αναγκαζόταν να επικοινωνεί με σημειώματα.
13. Η καβαφική ποίηση σήμερα έχει μεταφραστεί σε πάρα πολλές γλώσσες και εκτιμάται παγκοσμίως.
14. Το σπίτι όπου έζησε τα τελευταία χρόνια της ζωής του στην Αλεξάνδρεια έγινε μουσείο το 1992 και βρίσκεται στον αριθμό 4 της οδού Κ. Καβάφη, όπως μετονομάστηκε προς τιμήν του ποιητή.
15. Τη μέρα που πέθανε, αδυνατώντας να μιλήσει, ζωγράφισε μια τελεία και έναν κύκλο γύρω από αυτήν.
16. Δεν πήρε ποτέ Νόμπελ Λογοτεχνίας. Τελικά, όμως, αυτό δεν έπαιξε ρόλο στην παγκόσμια αναγνώριση του έργου του.
n
Σκίτσο του καλλιτέχνη David Hockney

Αυτοβιογραφικό σημείωμα του Κ. Π. Καβάφη
Είμαι Κωνσταντινουπολίτης την καταγωγήν, αλλά εγεννήθηκα στην Αλεξάνδρεια – σ’ ένα σπίτι της οδού Σερίφ• μικρός πολύ έφυγα, και αρκετό μέρος της παιδικής μου ηλικίας το πέρασα στην Αγγλία. Κατόπιν επισκέφθην την χώραν αυτήν μεγάλος, αλλά για μικρόν χρονικόν διάστημα. Διέμεινα και στη Γαλλία. Στην εφηβικήν μου ηλικίαν κατοίκησα υπέρ τα δύο έτη στην Κωνσταντινούπολη. ΣτηνΕλλάδα είναι πολλάχρόνια πουδεν επήγα.Η τελευταία μου εργασία ήταν υπαλλήλου εις ένα κυβερνητικόνγραφείονεξαρτώμενον από το υπουργείον των Δημοσίων Έργων της Αιγύπτου. Ξέρω Αγγλικά, Γαλλικά και ολίγα Ιταλικά.
n

10 Αποφθεύγματα του μεγάλου Αλεξανδρινού ποιητή
Οδηγίες χρήσης: Τα εν λόγω αποσπάσματα- αποφθεύγματα δεν σου δίνουν την όλη εικόνα του εκάστοτε ποιήματος. Ο σκοπός του είναι, αν βρεις κάτι και σου «μιλήσει», να ψάξεις και να διαβάσεις ολόκληρο το ποίημα.
1. Ίσως δεν έφθασεν ακόμη ο καιρός.Να μη βιαζόμεθα• είν’ επικίνδυνον πράγμα η βία.
2. Ίσως το φως νάναι μια νέα τυραννία. Ποιος ξέρει τι καινούργια πράγματα θα δείξει.
3. Και τώρα τι θα γένουμε χωρίς βαρβάρους; Οι άνθρωποι αυτοί ήσαν μια κάποια λύσις.
4. Ο παντρεμένος ζει σαν σκύλος και πεθαίνει σαν άνθρωπος. Ο ανύπανδρος ζει σαν άνθρωπος και πεθαίνει σαν σκύλος.
5. Σε μερικούς ανθρώπους έρχεται μια μέρα που πρέπει το μεγάλο ΝΑΙ ή το μεγάλο ΟΧΙ να πούνε.
n
6. Κι αν δεν μπορείς να κάμεις την ζωή σου όπως την θέλεις, τούτο προσπάθησε τουλάχιστον όσο μπορείς: μην την εξευτελίζεις μες την πολλή συνάφεια του κόσμου, Μες στες πολλές κινήσεις και ομιλίες.
7. Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος, αποχαιρέτα την Αλεξάνδρεια που φεύγει.
8. Δώδεκα και μισή. Πώς πέρασεν η ώρα. Δώδεκα και μισή. Πώς πέρασαν τα χρόνια.
9. Η Ιθάκη σ’ έδωσε τ’ ωραίο ταξίδι. Χωρίς αυτήν δεν θάβγαινες στον δρόμο. Άλλα δεν έχει να σε δώσει πια.
10. Σώμα, θυμήσου όχι μόνο το πόσο αγαπήθηκες, όχι μονάχα τα κρεβάτια όπου πλάγιασες, αλλά κ’ εκείνες τες επιθυμίες που για σένα γυάλιζαν μες στα μάτια φανερά, κ’ ετρέμανε μες στη φωνή – και κάποιο τυχαίον εμπόδιο τες ματαίωσε.
n
Σκίτσο του Ορνεράκη


 Τα 15 αγαπημένα μου ποιήματα του Καβάφη ( η επιλογή έγινε με εντελώς υποκειμενικά κριτήρια)
1. Θυμήσου, σώμα…
Σώμα, θυμήσου όχι μόνο το πόσο αγαπήθηκες,
όχι μονάχα τα κρεββάτια όπου πλάγιασες,
αλλά κ’ εκείνες τες επιθυμίες που για σένα
γυάλιζαν μες στα μάτια φανερά,
κ’ ετρέμανε μες στη φωνή — και κάποιο
τυχαίον εμπόδιο τες ματαίωσε.
Τώρα που είναι όλα πια μέσα στο παρελθόν,
μοιάζει σχεδόν και στες επιθυμίες
εκείνες σαν να δόθηκες — πώς γυάλιζαν,
θυμήσου, μες στα μάτια που σε κύτταζαν
πώς έτρεμαν μες στη φωνή, για σε, θυμήσου, σώμα.

2. Ιθάκη
Σα βγεις στον πηγαιμό για την Ιθάκη,
να εύχεσαι νάναι μακρύς ο δρόμος,
γεμάτος περιπέτειες, γεμάτος γνώσεις.
Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας,
τον θυμωμένο Ποσειδώνα μη φοβάσαι,
τέτοια στον δρόμο σου ποτέ σου δεν θα βρείς,
αν μέν’ η σκέψις σου υψηλή, αν εκλεκτή
συγκίνησις το πνεύμα και το σώμα σου αγγίζει.
Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας,
τον άγριο Ποσειδώνα δεν θα συναντήσεις,
αν δεν τους κουβανείς μες στην ψυχή σου,
αν η ψυχή σου δεν τους στήνει εμπρός σου.
Να εύχεσαι νάναι μακρύς ο δρόμος.
Πολλά τα καλοκαιρινά πρωϊά να είναι
που με τι ευχαρίστησι, με τι χαρά
θα μπαίνεις σε λιμένας πρωτοειδωμένους•
να σταματήσεις σ’ εμπορεία Φοινικικά,
και τες καλές πραγμάτειες ν’ αποκτήσεις,
σεντέφια και κοράλλια, κεχριμπάρια κ’ έβενους,
και ηδονικά μυρωδικά κάθε λογής,
όσο μπορείς πιο άφθονα ηδονικά μυρωδικά•
σε πόλεις Αιγυπτιακές πολλές να πας,
να μάθεις και να μάθεις απ’ τους σπουδασμένους.
Πάντα στον νου σου νάχεις την Ιθάκη.
Το φθάσιμον εκεί είν’ ο προορισμός σου.
Αλλά μη βιάζεις το ταξίδι διόλου.
Καλλίτερα χρόνια πολλά να διαρκέσει
και γέρος πια ν’ αράξεις στο νησί,
πλούσιος με όσα κέρδισες στον δρόμο,
μη προσδοκώντας πλούτη να σε δώσει η Ιθάκη.
Η Ιθάκη σ’ έδωσε το ωραίο ταξίδι.
Χωρίς αυτήν δεν θά βγαινες στον δρόμο.
Αλλο δεν έχει να σε δώσει πια.
Κι αν πτωχική την βρεις, η Ιθάκη δεν σε γέλασε.
Ετσι σοφός που έγινες, με τόση πείρα,
ήδη θα το κατάλαβες η Ιθάκες τι σημαίνουν.

3. Η πόλις
Εἶπες «Θὰ πάγω σ’ ἄλλη γῆ, θὰ πάγω σ’ ἄλλη θάλασσα.
Μιὰ πόλις ἄλλη θὰ βρεθεῖ καλλίτερη ἀπ’ αὐτή.
Κάθε προσπάθειά μου μιὰ καταδίκη εἶναι γραφτῆ ˚
κ’ εἲν’ ἡ καρδιά μου -σὰν νεκρός- θαμένη.
Ὁ νοῦς μου ὡς πότε μὲς στὸν μαρασμὸν αὐτὸν θὰ μένει.
Ὅπου τὸ μάτι μου γυρίσω, ὅπου κι ἂν δῶ
ἐρείπια μαῦρα τῆς ζωῆς μου βλέπω ἐδῶ,
ποῦ τόσα χρόνια πέρασα καὶ ρήμαξα καὶ χάλασα.»
Καινούργιους τόπους δὲν θὰ βρεῖς, δὲν θά βρεις ἄλλες θάλασσες.
Ἡ πόλις θὰ σὲ ἀκολουθεῖ. Στοὺς δρόμους θὰ γυρνᾷς
τοὺς ἴδιους. Καὶ στὲς γειτονιὲς τὲς ἴδιες θὰ γερνᾷς ˚
καὶ μὲς στὰ ἴδια σπίτια αὐτὰ θ’ ἀσπρίζεις.
Πάντα στὴν πόλι αὐτὴ θὰ φθάνεις. Γιὰ τὰ ἀλλοῦ -μὴ ἐλπίζεις-
δὲν ἔχει πλοῖο γιὰ σέ, δὲν ἔχει ὁδό.
Ἔτσι ποῦ τὴ ζωή σου ρήμαξες ἐδῶ
στὴν κώχη τούτη τὴν μικρή, σ’ ὅλην τὴν γῆ τὴν χάλασες.

4. Περιμένοντας τους βαρβάρους
-Τι περιμένουμε στην αγορά συναθροισμένοι;
Είναι οι βάρβαροι να φθάσουν σήμερα.
-Γιατί μέσα στην Σύγκλητο μιά τέτοια απραξία;
Τι κάθοντ’ οι Συγκλητικοί και δεν νομοθετούνε;
-Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα.
Τι νόμους πια θα κάμουν οι Συγκλητικοί;
Οι βάρβαροι σαν έλθουν θα νομοθετήσουν.
-Γιατί ο αυτοκράτωρ μας τόσο πρωί σηκώθη,
και κάθεται στης πόλεως την πιο μεγάλη πύλη
στον θρόνο επάνω, επίσημος, φορώντας την κορώνα;
-Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα.
Κι ο αυτοκράτωρ περιμένει να δεχθεί
τον αρχηγό τους. Μάλιστα ετοίμασε
για να τον δώσει μια περγαμηνή. Εκεί
τον έγραψε τίτλους πολλούς κι ονόματα.
-Γιατί οι δυό μας ύπατοι κ’ οι πραίτορες εβγήκαν
σήμερα με τες κόκκινες, τες κεντημένες τόγες
γιατί βραχιόλια φόρεσαν με τόσους αμεθύστους,
και δαχτυλίδια με λαμπρά γυαλιστερά σμαράγδια
γιατί να πιάσουν σήμερα πολύτιμα μπαστούνια
μ’ ασήμια και μαλάματα έκτακτα σκαλισμένα;
Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα
και τέτοια πράγματα θαμπόνουν τους βαρβάρους.
-Γιατί κ’ οι άξιοι ρήτορες δεν έρχονται σαν πάντα
να βγάλουνε τους λόγους τους, να πούνε τα δικά τους;
Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα
κι αυτοί βαριούντ’ ευφράδειες και δημηγορίες.
-Γιατί ν’ αρχίσει μονομιάς αυτή η ανησυχία
κ’ η σύγχυσις. (Τα πρόσωπα τι σοβαρά που έγιναν).
Γιατί αδειάζουν γρήγορα οι δρόμοι κ’ οι πλατέες,
κι όλοι γυρνούν στα σπίτια τους πολύ συλλογισμένοι;
Γιατί ενύχτωσε κ’ οι βάρβαροι δεν ήλθαν.
Και μερικοί έφθασαν απ’ τα σύνορα,
και είπανε πως βάρβαροι πια δεν υπάρχουν.
Και τώρα τι θα γένουμε χωρίς βαρβάρους.
Οι άνθρωποι αυτοί ήσαν μιά κάποια λύσις.

 5. Επιθυμίες
Σὰν σώματα ὡραῖα νεκρῶν ποῦ δὲν ἐγέρασαν
καὶ τἄκλεισαν, μὲ δάκρυα, σὲ μαυσωλεῖο λαμπρό,
μὲ ρόδα στὸ κεφάλι καὶστὰ πόδια γιασεμιὰ —
ἒτσ’ ἡ ἐπιθυμίες μοιάζουν ποῦ ἐπέρασαν
χωρὶς νὰ ἐκπληρωθοῦν ˚ χωρὶς ν’ ἀξιωθεῖ καμιὰ
τῆς ἡδονῆς μιὰ νύχτα, ἢ ἕνα πρωὶ της φεγγερό.
n

6. Όσο μπορείς
Κι αν δεν μπορείς να κάμεις την ζωή σου όπως την θέλεις,
τούτο προσπάθησε τουλάχιστον
όσο μπορείς: μην την εξευτελίζεις
μες στην πολλή συνάφεια του κόσμου,
μες στες πολλές κινήσεις κι ομιλίες.
Μην την εξευτελίζεις πιαίνοντάς την,
γυρίζοντας συχνά κ’ εκθέτοντάς την
στων σχέσεων και των συναναστροφών
την καθημερινή ανοησία,
ως που vα γίνει σα μιά ξένη φορτική.

7. Επέστρεφε
Επέστρεφε συχνά και παίρνε με,
αγαπημένη αίσθησις επέστρεφε και παίρνε με —
όταν ξυπνά του σώματος η μνήμη,
κ’ επιθυμία παληά ξαναπερνά στο αίμα
όταν τα χείλη και το δέρμα ενθυμούνται,
κ’ αισθάνονται τα χέρια σαν ν’ αγγίζουν πάλι.
Επέστρεφε συχνά και παίρνε με την νύχτα,
όταν τα χείλη και το δέρμα ενθυμούνται….

 8. Έτσι πολύ ατένισα
Την εμορφιά έτσι πολύ ατένισα,
που πλήρης είναι αυτής η όρασίς μου.
Γραμμές του σώματος. Κόκκινα χείλη. Μέλη ηδονικά.
Μαλλιά σαν από αγάλματα ελληνικά παρμένα
πάντα έμορφα, κι αχτένιστα σαν είναι,
και πέφτουν, λίγο, επάνω στ’ άσπρα μέτωπα.
Πρόσωπα της αγάπης, όπως τάθελεν
η ποίησίς μου…. μες στες νύχτες της νεότητός μου,
μέσα στες νύχτες μου, κρυφά, συναντημένα….

9. Κεριά
Τοῦ μέλλοντος οἱ μέρες στέκοντ’ ἐμπροστά μας
σὰ μιὰ σειρὰ κεράκια ἀναμμένα —
χρυσά, ζεστά, καὶ ζωηρὰ κεράκια.
Οἱ περασμένες μέρες πίσω μένουν,
μιὰ θλιβερὴ γραμμὴ κεριῶν σβυσμένων
τὰ πιὸ κοντὰ βγάζουν καπνὸν ἀκόμη,
κρύα κεριά, λυωμένα, καὶ κυρτά.
Δὲν θέλω νὰ τὰ βλέπω ˚ μὲ λυπεῖ ἡ μορφὴ των,
καὶ μὲ λυπεῖ τὸ πρῶτο φῶς των νὰ θυμοῦμαι.
Ἐμπρὸς κυττάζω τ’ ἀναμμένα μου κεριά.
Δὲν θέλω νὰ γυρίσω νὰ μὴ διῶ καὶ φρίξω
τί γρήγορα ποῦ ἡ σκοτεινὴ γραμμὴ μακραίνει,
τί γρήγορα ποῦ τὰ σβυστὰ κεριὰ πληθαίνουν.
n

 10. Μονοτονία
Τὴν μιὰ μονότονην ἡμέραν ἄλλη
μονότονη, ἀπαράλλακτη ἀκολουθεῖ. Θὰ γίνουν
τὰ ἴδια πράγματα, θὰ ξαναγίνουν πάλι –
οἱ ὅμοιες στιγμές μᾶς βρίσκουνε καὶ μᾶς ἀφίνουν.
Μῆνας περνᾷ καὶ φέρνει ἄλλον μῆνα.
Αὐτὰ ποῦ ἔρχονται κανεὶς εὔκολα τὰ εἰκάζει
εἶναι τὰ χθεσινὰ τὰ βαρετὰ ἐκεῖνα.
Καὶ καταντᾷ τὸ αὔριο πιὰ σὰν αὔριο νὰ μὴ μοιάζει.
n

11. Φωνές
Ἰδανικὲς φωνὲς κι ἀγαπημένες
ἐκείνων ποῦ πέθαναν, ἢ ἐκείνων ποῦ εἶναι
γιὰ μᾶς χαμένοι σὰντοὺς πεθαμένους.
Κάποτε μὲς στὰ ὄνειρά μας ὁμιλοῦνε
κάποτε μὲς στὴν σκέψι τὲς ἀκούει τὸ μυαλό.
Καὶ μὲ τὸν ἦχο των γιὰ μιὰ στιγμὴ ἐπιστρέφουν
ἦχοι ἀπὸ τὴν πρώτη ποίηση τῆς ζωῆς μας –
σὰ μουσική, τὴν νύχτα, μακρυνή, ποῦ σβύνει.

12. Καισαρίων
Εν μέρει για να εξακριβώσω μια εποχή,
εν μέρει και την ώρα να περάσω,
την νύχτα χθες πήρα μια συλλογή
επιγραφών των Πτολεμαίων να διαβάσω.
Οι άφθονοι έπαινοι κ’ οι κολακείες
εις όλους μοιάζουν. Ολοι είναι λαμπροί,
ένδοξοι, κραταιοί, αγαθοεργοί
καθ’ επιχείρησίς των σοφοτάτη.
Αν πεις για τες γυναίκες της γενιάς, κι αυτές,
όλες οι Βερενίκες κ’ οι Κλεοπάτρες θαυμαστές.
Οταν κατόρθωσα την εποχή να εξακριβώσω
θάφινα το βιβλίο αν μια μνεία μικρή,
κι ασήμαντη, του βασιλέως Καισαρίωνος
δεν είλκυε την προσοχή μου αμέσως…
Α, να, ήρθες συ με την αόριστη
γοητεία σου. Στην ιστορία λίγες
γραμμές μονάχα βρίσκονται για σένα,
κ’ έτσι πιο ελεύθερα σ’ έπλασα μες στο νού μου.
Σ’ έπλασα ωραίο κ’ αισθηματικό.
Η τέχνη μου στο πρόσωπό σου δείνει
μιαν ονειρώδη συμπαθητική εμορφιά.
Και τόσο πλήρως σε φαντάσθηκα,
που χθες την νύχτα αργά, σαν έσβυνεν
η λάμπα μου -άφισα επίτηδες να σβύνει-
εθάρεψα που μπήκες μες στην κάμαρά μου,
με φάνηκε που εμπρός μου στάθηκες ως θα ήσουν
μες στην κατακτημένην Αλεξάνδρεια,
χλωμός και κουρασμένος, ιδεώδης εν τη λύπη σου,
ελπίζοντας ακόμη να σε σπλαχνισθούν
οι φαύλοι – που ψιθύριζαν το «Πολυκαισαρίη»

13. Απολείπειν ο θεός Αντώνιον
Σαν έξαφνα, ώρα μεσάνυχτ’, ακουσθεί
αόρατος θίασος να περνά
με μουσικές εξαίσιες, με φωνές—
την τύχη σου που ενδίδει πια, τα έργα σου
που απέτυχαν, τα σχέδια της ζωής σου
που βγήκαν όλα πλάνες, μη ανωφέλετα θρηνήσεις.
Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος,
αποχαιρέτα την, την Aλεξάνδρεια που φεύγει.
Προ πάντων να μη γελασθείς, μην πεις πως ήταν
ένα όνειρο, πως απατήθηκεν η ακοή σου
μάταιες ελπίδες τέτοιες μην καταδεχθείς.
Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος,
σαν που ταιριάζει σε που αξιώθηκες μια τέτοια πόλι,
πλησίασε σταθερά προς το παράθυρο,
κι άκουσε με συγκίνησιν, αλλ’ όχι
με των δειλών τα παρακάλια και παράπονα,
ως τελευταία απόλαυσι τους ήχους,
τα εξαίσια όργανα του μυστικού θιάσου,
κι αποχαιρέτα την, την Aλεξάνδρεια που χάνεις.

14. Τα Παράθυρα
Σ’ αυτές τες σκοτεινές κάμαρες, που περνώ
μέρες βαρυές, επάνω κάτω τριγυρνώ
για νά βρω τα παράθυρα.— Όταν ανοίξει
ένα παράθυρο θάναι παρηγορία.—
Μα τα παράθυρα δεν βρίσκονται, ή δεν μπορώ
να τά βρω. Και καλλίτερα ίσως να μην τα βρω.
Ίσως το φως θάναι μια νέα τυραννία.
Ποιος ξέρει τι καινούρια πράγματα θα δείξει.
n

15. Τείχη
Χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ
μεγάλα κ’ υψηλά τριγύρω μου έκτισαν τείχη.
Και κάθομαι και απελπίζομαι τώρα εδώ.
Άλλο δεν σκέπτομαι: τον νουν μου τρώγει αυτή η τύχη
διότι πράγματα πολλά έξω να κάμω είχον.
A όταν έκτιζαν τα τείχη πώς να μην προσέξω.
Aλλά δεν άκουσα ποτέ κρότον κτιστών ή ήχον.
Aνεπαισθήτως μ’ έκλεισαν από τον κόσμον έξω.

n

«Υπάρχουν δύο είδη καλλιτεχνών: αυτοί που δίνουν απαντήσεις και αυτοί που θέτουν ερωτήσεις. Αυτός που ρωτάει δεν είναι ο ίδιος με αυτόν που απαντάει. Κάποια έργα χρειάζονται καιρό για να γίνουν κατανοητά γιατί συνιστούν απαντήσεις σε ερωτήματα που δεν έχουν ακόμα τεθεί. Και συχνά το ερώτημα φτάνει πολύ μετά την απάντηση». (Oscar Wilde).

athens voice