Παρασκευή 29 Μαρτίου 2013

0

Ο ΘΕΟΣ ΔΙΟΝΥΣΟΣ (ή ΒΑΚΧΟΣ)


Χάλκινη κεφαλή Διονύσου από την βασιλική πυραμίδα του Βόρειου νεκροταφείου της Μερόης (150 π.Χ. - 50 μ.Χ.).Αρχαιολογικό Μουσείο Χαρτούμ

Ο θεός της δημιουργού δυνάμεως που γονιμοποιεί την φύση, υπό την επίδραση της λατρείας του οποίου το ελληνικό πνεύμα υπήρξε γονιμότατο εις παραγωγή πνευματικών και καλλιτεχνικών προϊόντων.

ΟΙ ΠΡΩΤΟΙ ΠΕΡΙ ΑΥΤΟΥ ΜΥΘΟΙ


Κατά τον Ηρόδοτο (Β΄52) το όνομα του θεού Διονύσου άκουσαν πολύ αργότερα από τα ονόματα των άλλων Θεών οι αρχαιότατοι της Ελλάδος κάτοικοι (οι Πελασγοί) οι οποίοι τελούσαν θυσίες στους θεούς στην Δωδώνη, ανώνυμα στην αρχή και με ονόματα αργότερα όταν άρχισαν να κάνουν χρήση των ονομάτων που έλαβαν από τους Αιγύπτιους, κατόπιν αδείας του αρχαιότατου και μοναδικού της εποχής μαντείου της Δωδώνης. Σε ενίσχυση της μαρτυρίας του Ηρόδοτου έρχεται αφ’ ενός μεν η εν Μηθύμνη της Λέσβου παράδοση κατά την οποία οι αλιείς της πόλεως βρήκαν εις την θάλασσα το εξ ελιάς ξόανο του οποίου η μορφή δεν έμοιαζε με τις ελληνικές θεότητες (Παυσ. Χ 19.3) και αφ’ ετέρου η αρχαιότατη και πρώτη αναφορά στον Διόνυσο από τον Όμηρο (Ιλ. Ζ΄ 130 κ. εξ.) εις την οποία φαίνεται ότι ο θεός ή ήρως Διόνυσος τον οποίο καταδιώκει ο υιός του Δρυάντος και βασιλεύς των Ηδωνών Λυκούργος είναι ξένος ακόμη εις την Ελλάδα.  Ούτε αχαϊκή θεότητα φαίνεται να ήταν ο θεός Διόνυσος . Στην Ελλάδα η λατρεία του διαδόθηκε από την Θράκη όπου και πρώτα λατρεύτηκε από τις Θρακικές φυλές οι οποίες πρώτα κατοίκησαν εις την Πιερία (της Μακεδονίας) και την Θεσσαλία, και εις τις κοιλάδες του Παρνασσού και Ελικώνος έπειτα. Από τις φυλές αυτές διαδόθηκε η λατρεία του Διονύσου και οι περί αυτού μύθοι εις τις χώρες των αιολικών φύλων, τα οποία υιοθέτησαν αυτούς, μεταμορφώνοντάς τους κατά το δικό τους πνεύμα. Από τις αιολικές παραδόσεις δημιουργήθηκε η θηβαϊκή περί της γεννήσεως του Διονύσου παράδοση, η οποία είναι ο κατ’ εξοχήν περί αυτού γνήσιος ελληνικός μύθος. Θρακοφρυγικής άλλωστε εισαγωγής  πιστεύεται ότι είναι και το από τους τραγικούς άλλο όνομα που επικράτησε το «Βάκχος», που προέρχεται από το επίθετο του θεού Σαβαζίου «Βαγαῖος».

 

Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΔΙΟΝΥΣΟΥ


Η γέννηση του Διονύσου από το μηρό του Διός. Μικρογραφία από το έργο «Συναγωγή και εξήγησης Ιστοριών» του Αγίου Γρηγορίου. Κωδ. 14 (συλλογή Παναγίου Τάφου), φ. 311α, 11ος αιώνας. Πατριαρχική Βιβλιοθήκη Ιεροσολύμων. (Πηγή: Τα αρχεία της χαμένης Γνώσης, Παναγιώτης Α. Τουλάτος, εικ. 77) 


Κατά την παράδοση αυτή η κόρη του Κάδμου Σεμέλη, ερωμένη του θεού του ουρανού Διός, έγκυος γινόμενη υπ’ αυτού, αξίωσε, πεισθείσα υπό της ζηλότυπης  αυτήνΉρας, να εμφανισθεί ενώπιον της με όλο το μεγαλείο της δόξης του. Ο εραστής ικανοποίησε, αφού δεν μπόρεσε να την μεταπείσει, την επιθυμία της Σεμέλης και εμφανίσθηκε φέρων τον κεραυνό εν μέσω αστραπών των οποίων οι φλόγες κατέκαψαν αυτήν. Αποθνήσκουσα η Σεμέλη άφηκε να εξέλθει από τα σπλάγχνα της ο καρπός των ερώτων της, ο Διόνυσος, ο οποίος θα καταφλέγονταν όπως και η μητέρα του, αν δεν προστάτευε αυτόν η θεά Γαία περιβάλλοντας τους κίονες των ανακτόρων του Κάδμου με χλοερούς κλώνους πυκνού κισσού. Ο Ζευς έκλεισε έπειτα τον άωρο Διόνυσο εντός του μηρού του, έως ότου συμπληρωθεί ο χρόνος της κυήσεως του, δεν εξήλθε εκ του μηρού του πατρός του ένεκα δε του τρόπου αυτού της γεννήσεως του πιστεύονταν ότι καλούνταν διμήτωρ και διθύραμβος (ως εκ δύο θυρών, εξερχόμενος), και Εἰραφιώτης (εκ του ἐρράφθαι) καιμηρορραφὴς και μηροτραφής, Μόλις γεννήθηκε ο Διόνυσος παραδόθηκε δια του Ερμή εις τις νύμφες της Νύσης (κατά μεταγενέστερη παραλλαγή του μύθου στην νύμφη Νύσα), όρος με αναρίθμητες πηγές και πυκνά δάση, εις τις κλυτές του οποίου μεγάλωσε ο θεός κατά την παιδική ηλικία του (κατά τον Φερεκύδη τροφοί του Διονύσου υπήρξαν οι νύμφες της Δωδώνης Υάδες -βροχερές νύμφες- και κατ’ άλλη παράδοση την μέριμνα της Ανατροφής του είχε αναλάβει η αδελφή της Σεμέλης Ινώ). Εντός σπηλαίου του «ἡγαθέου Νυσηΐου», όπως ο πατήρ του στο σπήλαιο της Ίδης, ξαπλωμένος νωθρώς συνηύξανε ο Διόνυσος μετά της καλυπτούσης τον θόλο αυτού χλοερός αμπέλου. Όταν μεγάλωσε, γεύθηκε τον καρπό της αμπέλου του σπηλαίου της Νύσης και μέθυσε εκ του χυμού αυτού, ως και οι γευθείσαι αυτού τροφοί του και οι δαίμονες των δασών του όρους, και συγκινημένοι όλοι και παράφοροι από την νέα ηδονή, με θορυβώδεις εκρήξεις χαράς, εστεμμένοι με κισσό και δάφνη, άρχισαν, κατά την παρεχομένη εκ της περιγραφής ομηρικού τίνος ύμνου εικόνα, μία περιπετειώδη πορεία, αναρριχώμενοι εις απόκρημνους βράχους, κατερχόμενοι εις τα βάθη των χαραδρών και εισδύοντες εις τα πυκνά δάση, τα οποία αντηχούν από τον θόρυβο τους. Εκ της θορυβώδους αυτής πορείας τους καλείτο Βρόμιος και Εὔϊος. Κατά την πορεία του (πορεία της διαδόσεως της λατρείας του και της καλλιέργειας της άμπελο») ο Διόνυσος συνάντησε και φίλους και εχθρούς. Και εις μεν τους φίλους του έδωκε το γλυκύ δώρο του οίνου, το οποίο εύφραινε τις ψυχές αυτών και έλυνε από τις μέριμνες και λύπες (διά τούτο και Λυαῖος λέγονταν), εις δε τους εχθρούς του ενέπνευσε αγρία μανία και επέβαλε σκληρότατες ποινές. Ακράτητος δε στην ορμή του επεξέτεινε τις κατακτήσεις του σε όλο τον αρχαίο κόσμο, ακολουθούμενος από Σατύρους, Σιληνούς, Νύμφες, Βάκχους, ακροβάτες.

ΟΙ ΚΥΡΙΟΤΕΡΟΙ ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΔΙΟΝΥΣΟΥ


Ο θρίαμβος του Βάκχου ως καταχτητή της Βακτριανής. [Αγγείο του Δ΄ π.Χ. αιώνα] (Πηγή: Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τόμος Θ΄, σελ. 408)

Από της Βοιωτίας, ήτις, ως προελέχθει, υπήρξε η κοιτίδα του πρώτου περί αυτού ελληνικού μύθου, διαδόθηκε η λατρεία του στην Αττική και ιδίως τις πόλεις Ελευθεράς παρά τα όρια της Βοιωτίας κειμένη και Ικαρία, εκατέρα των οποίων είχε και την παράδοση της, ότι αυτή πρώτη φιλοξένησε τον θεό και δέχθηκε το θείο δώρο του. Έτσι οι μεν κάτοικοι των Ελευθερών ισχυρίζονταν ότι εις την πόλη τους εισάχθηκε πρώτα η λατρεία του και γι’ αυτό αποκαλούνταν ο Διόνυσος Ἐλευθερεὺς και Ἐλευθέριος, οι δε της Ικαρίας, ότι ο Διόνυσος κατά την οδοιπορία του διήλθε εκ της πόλης τους και ότι φιλοξενήθηκε στην οικεία του βασιλέως της πόλεως Ικαρίας, ευχαριστημένος δε δια την φιλοξενία δίδαξε τον Ικάριο, προ της αναχωρήσεως του, την καλλιέργεια της αμπέλου, δωρίζοντας σε αυτόν ένα κλήμα, και την εκ σταφυλιών κατασκευή οίνου. Ο Ικάριος, κατά την παράδοση αυτή, καλλιέργησε άμπελο και γεύθηκε τον καρπό αυτής ως και του χυμού το καρπού, μη θέλοντας δε να απόλαυση αυτός μόνος τα ευεργετήματα του Θεού, πλήρωσε μερικούς ασκούς οίνου και διατρέξας τα χωρία και τους αγρούς της χώρας του έδωσε εις τους γεωργούς και ποιμένες αυτής να πιούν από το γλυκό ποτό, οι ίδιοι δε, πίνοντας εξ αυτού χωρίς μέτρο, μέθυσαν και νομίζοντας ότι δηλητηριάσθηκαν από  τον  Ικάριο φόνευσαν στην μανία της μέθης αυτόν και τον έθαψαν όταν συνήλθαν εκ της μέθης των.

 

Γέννηση του Διονύσου. Κάτοπτρο ετρουσκικό εκ Νεαπόλεως.  (Πηγή: Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τόμος Θ΄, σελ. 408)

Ένεκα της εκ του οίκου το απουσίας του Ικαρίου, η κόρη του Ηριγόνη,  υποπτευόμενη κάποιο  κακό, έτρεξε κλαίγοντας και οδύροντας προς αναζήτηση του, βρήκε δε τον τάφο του διά των γαυγισμάτων του σκυλιού Μαίρας, ήτις, πιστή εις την κυρία της, συνόδευε αυτή. Η Ηριγόνη κρεμάστηκε τότε από την λύπη της εκ του δένδρου, εις την ρίζα του οποίου ήταν ο τάφος του πατρός της. Εκτός της παραδόσεως της Ικαρίας της Αττικής, άξιες λόγου εκ των άλλων ελληνικών περί Διονύσου παραδόσεων είναι η της Χίου και η της Νάξου. Κατά την παράδοση της Χίου, ήτις πλάστηκε από την σύμπτωση της ανατολής εις τον ορίζοντα του αστερισμού Ορίωνος περί το μεσονύκτιο με την εποχή του τρυγητού, ο Ωρίωνας είχε μεταβεί στο νησί προς συνάντηση του Οινοποίωνα, υιού του Διονύσου και της Αριάδνης, κατά δεν την οίκου αυτού φιλοξενία του μεθυσμένος εκ του νέου οίνου επιχείρησε να ατιμάσει την σύζυγο του φιλοξενούντα.

Ο Διόνυσος εμπιστευόμενος εις την νύμφη Νύσα.  (Πηγή: Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τόμος Θ΄, σελ. 408)

Αγανακτισμένος  ο Οινοποίων δια την διαγωγή του Ωρίωνα τύφλωσε αυτόν ενώ κοιμόταν και έριξε έπειτα εις την πλησίον της κατοικίας του ακτή. Αυτός όμως οδηγημένος από τον κρότο των εν της Λήμνου χαλκείων του Ηφαίστου έφθασε εκεί βαδίζων ψηλαφητά εντός της θαλάσσης και αφού άρπαξε ένα παιδί έθεσε αυτόν επί των ώμων του και διέταξε να οδηγεί πάντοτε προς την ανατολή όπου όταν έφθασε θεραπεύθηκε από τις ισχυρές ηλιακές ακτίνες. Μετά την θεραπεία του έσπευσε να τιμωρήσει τον Οινοπίωνα, αλλ’ αυτός απεκρύβετο υπό του Ποσειδώνα εις μία υπόγεια κατοικία και έτσι διέφυγε την οργή του Ωρίωνα. Εις την Νάξο οδήγησε τον Διόνυσο ο πόθος του να νυμφευθεί την εγκαταλειμμένη υπό του Θησέα εις τις ακτές της νήσου αυτής Αριάδνη. Αυτήν, ακολουθούμενος υπό Σατύρους και Βάκχους, βρήκε ο Διόνυσος κοιμώμενη ημίγυμνη επί της ακτής και μόλις έριξε τα θεία βλέμματα του επί του ωραίου σώματος της έμεινε έκθαμβος, καταληφθείς από θαυμασμό και ηδονή, την ίδια αυτήν δε συγκίνηση δοκίμασε και η ακολουθία του. Παρηγορηθείσα η Αριάδνη μετά την αφύπνισή της υπό του Διονύσου διά την εγκατάλειψή της συνεζεύχθει, ευγνωμονούσα, τον θεό, ο οποίος κρατώντας θύρσον και ακολουθούμενος από Βάκχους, Σατύρους, τον Πάνα, του Σιληνού, αυτής της Αφροδίτης και των υιών της, Έρωτα και Υμεναίου, οδήγησε αυτή υπό μέγα κλήμα, υπό την σκιάν του οποίου προσέφερε σε αυτή εντός θαυμασίου κυπέλλου το θείον ποτό του δια να ευφρανθεί εξ αυτού. Εκ του μετά της Αριάδνης γάμου του απέκτησε δύο υιούς, τον Οινοπίωνα και τον Στάφυλο, και μία κόρη, την Ευάνθη. Έκτος όμως της Αριάδνης αγάπησε και πλήθος άλλων γυναικών, θνητών και αθανάτων, ο Διόνυσος, ως την Αφροδίτη, την Δήμητρα, την Αλεξιρρόη, την Νίκαια, την Αλφεσίβοια κ. ά., εκ των οποίων γεννήθηκαν σε αυτόν πολλά τέκνα, ως, εκτός των προειρημένων, ο Πρίαμος, ο Φάνης, ο Ίακχος, η Μέθη, η Χάρις, ο Εύανδρος, ο Χάρμων, ή Δηιάνειρα κ. ά.. Εις την Νάξο ή σε κάποιο άλλο νησί του Αιγαίου πλάστηκε το πρώτον και η θαυμασιότερη των περί Διονύσου παραδόσεων, η της αρπαγής αυτού από Τυρρηνούς πειρατές, ήτις διασώθηκε εις ένα των ομηρικών ύμνων και την οποίαν περίγραψε ο Οβίδιος στις «Μεταμορφώσεις» του (βιβλ. III) και ο Νόννος στα «Διονυσιακά» του (Χ1.ν 105-168), και αποθανάτισε στο διάζωμα του χορηγικού μνημείου του Λυσικράτους υπέροχος καλλιτέχνης των μέσων του Δ΄ π. Χ. αιώνα. Κατά την παράδοση αυτή ο Διόνυσος, ωραίος νεανίας με θαυμάσιους πλοκάμους τριχών της κεφαλής και πορφυρούν «φᾶρος» περί τους ώμους, βρίσκονταν σε κάποια ακτή, όταν προσέγγισε σε αυτή πλοίο Τυρρηνών πειρατών. Μόλις είδαν αυτόν τούτοι συνεννοηθήκαν μεταξύ των και ωθώντας το πλοίο προς την ξηρά πήδησαν επ’ αυτής, συνέλαβαν αυτόν αμέσως και χαίροντες, διότι πίστευαν ότι θα ήταν κάποιος βασιλόπαις, απήγαγαν επί του πλοίου των. Θέλησαν έπειτα να δέσουν τα χέρια, τα πόδια του, αλλά τα πόδια έπεφταν  και ο θεός φιλομειδής προσέβλεπε τους πειρατές. Ο κυβερνήτης κατενόησε τότε, ότι ο απαχθείς νεανίας, ήταν κάποιος θεός και συμβούλευσε ν’ αφήσουν αυτόν μήπως εξεγείρει σφοδρή τρικυμία και χάσει αυτούς, αντιστάθηκε όμως στην πρότασή του ο αρχηγός των πειρατών. Με έκπληξη των τότε οι πειρατές παρατήρησαν, ότι φύτρωσαν στο πλοίο κλήματα αμπέλου με βότρυς, ότι περιελίχτηκε στον ιστό του πλοίου κισσός και ότι περιβληθήκαν οι σκαλμοί με στεφάνους (κατά μεταγενέστερο μύθο τον ιστό και τα κουπιά μετέβαλε σε φίδια ο θεός). Έντρομοι από το θαύμα εκείνο οι πειρατές  διέταξαν τον κυβερνήτη να οδηγήσει το πλοίο προς την ξηρά, εν τω μεταξύ όμως ο θεός μεταμορφώθηκε σε λιοντάρι και εξέβαλλε δυνατούς βρυχηθμούς, εις το μέσο δε του πλοίου εμφανίσθηκε δασύτριχη άρκτος. Πλήρεις φόβου οι πειρατές έτρεξαν τότε προς την πρύμνη, έχοντας εις το μέσο τους τον σώφρονα κυβερνήτη, όταν δε εφόρμησε υπό την μορφή του λέοντα ο θεός συνέλαβε τον αρχηγό τους, πήδησαν αυτοί στην θάλασσα και έγιναν δελφίνια. Μετά από αυτά τα θαύματα αποκάλυψε την θεότητά του ο Διόνυσος εις τον κυβερνήτη, τον οποίο κατέστησε άνθρωπο ευτυχισμένο.
Η τιμωρία των πειρατών είναι ο πρώτος θρίαμβος του Διονύσου. Θεός όμως τοσούτο ισχυρός ήταν άξιος μεγαλύτερος διαφημίσεως και η ελληνική ποίηση και μυθογραφία ανέλαβε το έργο αυτό. Κατέστησαν αυτόν ισάξιο εις δύναμη και τόλμη προς τον Ηρακλή. Μετέχει και αυτός  στα Φλεγραία πεδία συναφθείσης γιγαντομαχίας και διά της γενναιότητας του συντελεί εις την νίκη των Ολυμπίων. Κατέρχεται ως ο Ηρακλής εις τον Άδη και νικώντας στα υπόγεια σκότη δυνάμεις του θανάτου ανάγει εις το ουράνιο φως την μητέρα του Σεμέλη, ήτις μετονομασθείσα Θεώνη καθίσταται του λοιπού η αχώριστος σύντροφος του υιού της. Στην Τανάγρα καταβάλλει τον Τρίτωνα, θαλάσσιο τέρας, το οποίο εμπόδισε τις Ταναγραίες να καθαριστούν στην θάλασσαν προ της τελέσεως των εορτών του (κατ’ άλλον μύθο ο Τρίτων, ο οποίος επετίθετο κατά των αλιέων και των ποιμνίων, τα οποία βοσκούσαν παρά την παραλία, φονεύθηκε από τους Ταναγραίους αφού μέθυσε  πρότερα υπ’ αυτών δι’ οίνου, τον οποίον είχαν θέσει εντός κρατήρα πλησίον της παραλίας). Στην Θήβα τιμωρεί τον βασιλέα αυτών Πενθέα (ο οποίος εμπόδιζε τις Βάκχες να τελούν τα εν τω Κιθαιρώνι προς τιμήν του όργια), κατασπαραγμένος από της Βάκχης μητρός του Αγαύης, η οποία τον νόμισε άγριο θηρίο, όταν ως κατάσκοπος είχε μεταβεί στον Κιθαιρώνα.  Και αυτοί μεν είναι οι κυριότεροι των καθ’ αυτό ελληνικών περί Διονύσου παραδόσεων, πλείστες δε είναι οι πλασμένοι  εξ επιδράσεως μύθοι περί θεού των ασιατικών, ιδίως, χωρών συγγενών προς τον Διόνυσο.

ΣΥΜΦΥΡΜΟΣ ΤΩΝ ΜΥΘΩΝ ΤΟΥ ΔΙΟΝΥΣΟΥ ΜΕ ΜΥΘΟΥΣ ΑΣΙΑΤΙΚΩΝ ΘΕΟΤΗΤΩΝ


Ο θίασος του Διονύσου.  (Πηγή: Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τόμος Θ΄, σελ. 408)

Πρώτες από τις χώρες αυτές, από τον Στ΄ αιώνα π.Χ. επίδρασαν επί των μύθων και την λατρεία του Διονύσου η Λυδία και η Φρυγία όπου οι θεοί Βασσαρεύς και Σαβάζιοςταυτιστήκαν με τον Διόνυσο, όταν συμπληρώθηκε  και μεταρρυθμίστηκε και η περί τιμωρίας του Λυκούργου ομηρική παράδοση. Υπήρξε δε η τιμωρία του, κατά την μεταρρυθμισμένη αυτή παράδοση, και σκληρή και διπλή. Κατελήφθησαν πρώτα από μανία, αυτός φόνευσε το παιδί του Δρύαντα, νομίζοντας ότι κόβει κλήμα αμπέλου, συνήλθε δε στα λογικά του όταν ακρωτηρίασε τον γιό του. Μετά από αυτό τιμωρήθηκε ο ίδιος σκληρά, αφού κατασπαράχθηκε από άγρια άλογα, που τον βρήκαν δεμένο σε δέντρο του Παγγαίου, διότι είχε δοθεί χρησμός στους Ηδωνούς, ότι τότε θα καρποφορήσει η άκαρπος γη, όταν θανατωθεί ο Λυκούργος. Υπό την επίδραση της λατρείας και των μύθων των ασιατικών χωρών ο πλήρης σφρίγους και ρώμης θεός της αμπέλου υφίσταται πολλές αλλαγές. Αλλάζει ο ίδιος ασχολίες και μορφή και αλλάζει και ο τρόπος λατρείας του. Γίνεται νεανίας με αγένειους παρειάς, έχει μορφή παρθένου πλαισιωμένη με πλοκάμια κυματιζόντων ξανθών μαλλιών, φοράει μακριά εσθήτα και έχει βάδισμα νωθρό και συρτό. Από θεό των εύθυμων αμπελουργών της Αττικής μεταβάλλεται εις θεό των γυναικών. Η λατρεία του γίνεται οργιαστική. Παράφορες γυναίκες με εξημμένη την φαντασία και διεγερμένα τα νεύρα  πλανώνται σε απόκρημνους βράχους και πυκνά δάση, κρατώντας θυρσούς και λαμπάδες στα χέρια, και ακολουθούν τον αόρατο οδηγό τον θεό. Έχουν την ψυχή πλήρη ενθουσιασμού εκβάλλοντας άγριες κραυγές κατά τις νυχτερινές πορείες τους, τα νυχτάλια, αντί ήρεμης προσευχής, και έχουν άτακτες κινήσεις. Οι μυστηριώδεις εντυπώσεις της νύχτας, της οποίας την σιγή διακόπτουν οι κραυγές τους, οι διάφοροι ήχοι των χάλκινων οργάνων και οι οξείς φθόγγοι του αυλού και τα φανταστικά σχήματα των φωτιζόμενων υπό των πυρσών βράχων και δέντρων προκαλούν την έξαρση των γυναικείων ψυχών μέχρι παραληρήματος, το οποίο διαδέχονται κατά διαλλείματα κόπωσης των φυσικών δυνάμεων και μια άφωνη νάρκωση.
Από αυτήν την λατρεία προέρχεται ο Διονυσιακός μυστικισμός, ο οποίος κήρυττε όπως όλοι την περιφρόνηση προς το λογικό και την υπακοή του ανθρώπου εις τους παλμούς της καρδιάς του και το παραλήρημα του εγκεφάλου του. Εις αντάλλαγμα αυτής της υποταγής των πιστών του ο Διόνυσος ενωνόταν με τις ψυχές τους (των μυημένων) και δια της ενώσεως αυτής, της εκστάσεως πίστευαν αυτοί, ότι γίνονταν καλύτεροι, και ότι η ψυχή τους αποκαθαιρόμενη έφθανε εις την μακαριότητα και εις την τελειότητα. Αλλά δια του ειρημένου τρόπου της λατρείας του ο Διόνυσος υπέστη και άλλη αλλοίωση της πρότερης φύσεώς του: από θεό της ευθυμίας έγινε ο πάσχων θεός, εις τον οποίον ήταν αφιερωμένοι οι τρεις μήνες της χειμερινής εποχής στους Δελφούς, κατά τους οποίους αυτός εξαφανίζονταν κατερχόμενος εις τα υπό της γης σκότη και εις τον κόσμο του θανάτου, οπότε και έρχονταν ξανά εις την ζωή την άνοιξη, όπου οι Βάκχες των Δελφών, οι Θυιάδες, ανέβαιναν στην κορυφή του Παρνασσού για να τον χαιρετήσουν που επανήλθε εις την ζωή.

Ο ΖΑΓΡΑΙΟΣ ΔΙΟΝΥΣΟΣ


Συνάντηση Σεμέλης και Διονύσου (Ετρουσκικό κάτοπτρο) (Πηγή: Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τόμος Θ΄, σελ. 409)

Η Ιδέα της εκ του θανάτου εις την ζωή επανόδου του Διόνυσου είναι η βάση του μύθου του Ζαγραίου Διονύσου. Ο μύθος πλάστηκε μεν διά της συγχωνεύσεως εγχωρίων στοιχείων των περί Διονύσου μύθων μετά στοιχείων ληφθέντων εκ Φρυγίας και Κρήτης, αναπτύχθηκε όμως υπό των Ορφικών. Κατά τον νεότερο αυτό μύθο ο Διόνυσος δεν ήταν πλέον ο Θηβαίος θεός, ο υιός της Σεμέλης, αλλ’ ήταν ο υιός του Διός, συνελθόντος υπό μορφή δράκοντος μετά της Δηούς, μιας των δύο χθονίων δηλαδή θεοτήτων, οι οποίες στα έγκατα της γης προστάτευαν την βλάστηση, αλλά και επέφεραν τον θάνατο. Τον Διόνυσο αυτό, όταν ήταν ακόμη παιδί, συλλαβόντες οι αδελφοί του Τιτάνες τεμάχισαν και έβρασαν εντός λέβητα. Του βρασμένου όμως σώματος του Διονύσου ξέφυγε της προσοχής των Τιτάνων κάποιο τεμάχιο  περιλαμβάνον την καρδιά του θεού. Αυτή πάλλουσα ακόμη έφερε η Αθηνά εις τον Δία και αυτός αναδημιούργησε τον θεό, είτε καταπιών την καρδιά του, είτε τοποθετώντας αυτής εντός του σκισμένου και ραμμένου έπειτα μηρού του. Εκ των άλλων λειψάνων του πλαστήκαν οι αγαθοί άνθρωποι, εκ δε της τέφρας των κεραυνωθέντων από τον Δία Τιτάνων οι κακοί. Αυτές είναι οι κυριότερες μεταμορφώσεις του μύθου του Διονύσου θεού, απελθούσες εκ της επί των αρχικών περί αυτού μύθων επιδράσεως ασιατικών θεοτήτων προ των χρόνων του Μ. Αλεξάνδρου. Ο μεγαλύτερος όμως συμφυρμός των μύθων του Διονύσου ως και η ευρύτατη αυτών διάδοση είναι έργο των Αλεξανδροκολάκων, οι οποίοι παραβάλλοντας τον Αλέξανδρο προς τους μυθικούς κατακτητές έπλασαν τον μύθο (Ιδίως ο περιηγητής Μεγασθένης), ότι προ του Αλεξάνδρου είχε κατακτήσει τις Ινδίες ο θεός Διόνυσος, ο οποίος και πρώτος γεφύρωσε τον Ευφράτη ποταμό. Κατά τον Παυσανία μάλιστα (Χ. 29.4) σώζονταν μέχρι των χρόνων του ο κάλως «ἀμπελίνοις ὁμοῦ πεπλεγμένος καὶ κισσοῦ κλήμασι», δια του οποίου έζευξε τον Ευφράτη ο Διόνυσος. Τις παραδόσεις αυτές καλλιέργησαν βραδύτερον και οι Ρωμαίοι, οι οποίοι τον θρίαμβο του Βάκχου θεωρούσαν ως εικόνα ιδεώδη του θριάμβου της Ρώμηςκατά των ασιατικών λαών. Άλλωστε, ως ταυτίστηκε προς τον Διόνυσο ο Σαβάζιος της Φρυγίας και ο Όσιρις βραδύτερα της Αιγύπτου, ταυτίσθηκε προς αυτόν και ο Liber Paterτων Ρωμαίων.

Ο Διόνυσος στο Ικάριο. Ανάγλυφη παράσταση (Ανάγλυπτη παράσταση). (Πηγή: Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τόμος Θ΄, σελ. 409)


ΛΑΤΡΕΙΑ, ΕΟΡΤΕΣ ΚΑΙ ΣΥΜΒΟΛΑ ΤΟΥ ΔΙΟΝΥΣΟΥ


Ουδενός των αρχαίων θεών η λατρεία ήταν τόσο διαδεδομένη, όσο η του Διονύσου. Την διάδοση δε αυτής μαρτυρεί το πλήθος των περί αυτού μύθων, το όποιον ανάγκασε τους αρχαίους Έλληνες και Ρωμαίους, προς αποφυγήν της συγχύσεως, να δέχονται πολλούς Διονύσους ή Βάκχους ο Διόδωρος δέχονταν 3, ο Κικέρων 5 και άλλοι 7, το πλήθος των επιθέτων αυτού (ανέρχονται εις 140 περίπου), το πλήθος των Ιερών και βωμών του (στην Αθήνα είχε 14 βωμούς σε ανάμνηση ότι 14 ήσαν τα τεμάχια στα οποία διαμελίσθηκε, ή 14 οι διαμελίσαντες -7 Τιτάνες και 7 Τιτανίδες-) και το πλήθος των εορτών του. Ήταν δε η λατρεία του όχι πανελλήνιος μόνον, αλλά παγκόσμιος και αρχαιότατη, ως μαρτυρεί η εν Βοιωτία, ένθα πλάστηκε και ο πρώτος περί αυτού ελληνικός μύθος, λατρεία αυτού ως Διονύσου Ενδένδρου, η οποία υπενθυμίζει τους αρχαιότατους χρόνους της δενδρολατρείας, ως Διονύσου Στύλου και ως Διονύσου Περικιονίου (στην Θήβα), και τα ίχνη της σε αυτόν ανθρωποθυσίες στην Ποτνία, όπου λατρεύονταν ως Αιγοβόλος, διότι ο ίδιος ο θεός αντικατέστησε με αίγα το ωραίο παιδί, το οποίο θυσιάζονταν στον βωμό του κατά χρησμό του μαντείου των Δελφών. Εκ των πολλαπλών δε εορτών του άξιες μνείας είναι ιδίως τα υπό των Θυιάδων τελούμενα όργια του Διονύσου ανά διετία μεν εις την κορυφή του Παρνασσού και ανά τριετία (τριετηρικά) στα στενά του Κιθαιρώνα, τα εν Αλέα της Αρκαδίας «Συφέρεια», κατά την τέλεση των όποιων μαστιγώνονταν οι γυναίκες (λείψανο ανθρωποθυσίας), τα στην Πελλήνη «Λαμπτήρια», κατά την τέλεση των οποίων τοποθετούσαν ανά τις οδούς της πόλεως κρατήρες πλήρες οίνου, τα εν Ήλιδα «Θύϊα», μυστική τις τελετή κατά το έαρ τελούμενη στα όρη της πόλεως Γυθείου Λαρυσίας, ο εν Σπάρτη άγων των Διονυσιάδων, και προ πάντων στην Αττική τελούμενες εορτές αυτού «Κατ ἀγροὺς» ή Μικρά Διονύσια», κοινό όνομα της στα χωριά της Αττικής εορτής του Διονύσου, ήτις κατά τόπους είχε και ίδια ονόματα (τα εν Πειραιά, Αγριώνεια, Άλωα, Ασκώλια κλπ.) και ήταν η αρχαιότατη πασών, συνδεδεμένη και με την περί του βασιλέως Ικαρίου παράδοση, «Λήναια», «Μεγάλα» ή «ἐν ἄστει Διονύσια», «Ἀνθεστήρια», ήτις υπό πολλών ταυτίζεται με τα «Λήναια» και θεωρείται η αρχαιότερα πασών, «Ὡσχοφόρια», κατά τα οποία μία πομπή από νεανίες κρατώντας κλήματα αμπέλου με σταφύλια (ώσχους) μετέβαινε από το Λήναιο εις το Ιερόν της Σκιράδος Αθηνάς στο Φάληρο και «Ἐλευσίνια μυστήρια», διότι και στην εορτή αυτή είχε το μέρος του ο σφετεριστής αυτός θεός υπό το όνομα Ίακχος (εκ του ιαχή ίσως). Κατά την έκτη μέρα της εορτής αυτή, η οποία ήταν και η ιερότερη όλων, μεταφέρονταν το άγαλμα του Ίακχου, υιού της Δήμητρας ή της Κόρης, κατά τους μύθους της εορτής αυτής, στεφανωμένο με μύρτον και κρατούσε λαμπάδα εις το χέρι από την Αθήνα εις την Ελευσίνα δια της ιερής οδού συνοδευμένο υπό απείρου πλήθους προσκυνητών (30 χιλιάδων), εκπέμποντας χαρμόσυνους επιφωνήσεις και ψάλλοντος ύμνους. Εξαιρετικώς ετιμάτο ο Διόνυσος και στους Δελφούς, όπου δεικνύονταν και ο τάφος του κοντά στον Ομφαλό και κοσμούσε δια της εικόνας του και των εικόνων των ακολούθων του τα αετώματα του ναού, οιονεί συνιδιοκτήτης ων μετά του Απόλλωνος.  Πλην των ειρημένων εορτών πλείστες ήσαν και οι άλλες εορτές αυτού στην αρχαία Ελλάδα, όπου λατρεύονταν με τα επώνυμα Αἰγοβόλος, Ἀκρατοφόρος, Αἰσυμνήτης, Ἀνθεύς, Ἄνθιος, Ἀροεύς, Αὐξίτης, Βάκχιος, Βούκερως, Δασύλλιος, Ἐλευθερεύς, Κάδμιος, Καλυδώνιος, Κισσός, Κολωνάτας, Κρήσιος, Λαμπιήρ, Λευκυανίτης, Λάσιος, Μελάναιγις, Μελπόμενος, Μεσαλεύς, Μύστης, Νυκτέλιος, Πατρῷος, Πολίτης, Σαώτης, Ταυρόκερως, Ταυρομέτωπος, Ταυρόμορφος, Φαλήν, Ψίλαξ, Ὠμηστής κ. ά., στην αρχαία Ρώμη, όπου από τις αρχές του Ε΄ αιώνα είχε κοινό ναό μετά της Δήμητρας και Περσεφόνης και τελούνταν προς τιμήν του τα «Βαχανάλια» και «Λιμπεράλια», στα όρη Τμώλω της Λυδίας, και αλλού. Ιερά ζώα του Διονύσου ήσαν όσα ιδίως διακρίνονταν δια την ισχύ τους και την ακινησία τους, ως ο λέων, η τίγρης, ο ταύρος, η αίγα, ο τράγος, ο όνος, το δελφίνι κ. ά. και εκ των φυτών η άμπελος, ο κισσός. Κατά την τέλεση των οργίων των Διονυσίων και πάσης του Διονύσου εορτής προηγούνταν ο φέρων τον φαλλό, σύμβολο της παραγωγικής δυνάμεως της φύσεως, εορταστής μετά των αυλητών και τυμπανοκρουστών, χορεύονταν ο άσεμνος χορός κόρδαξ και ήδοντο κώμοι και φαλλικά άσματα.

ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΩΝ ΜΥΘΩΝ ΤΟΥ ΔΙΟΝΥΣΟΥ


Η τιμωρία των Τυρρηνών πειρατών υπό του Διονύσου. [Μνημείο του Λυσικράτη Αθήνα] (Πηγή: Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τόμος Θ΄, σελ. 410)

Όπως εις την ερμηνεία πάντων των πολύπλοκων μύθων, έτσι και στην ερμηνεία των μύθων του Διονύσου αφετηρία υπήρξε η πρώτη μορφή του περί Διονύσου μύθου, όπως παραδόθηκε αυτή από τον Όμηρο. Ο κρυμμένος λοιπόν εκ φόβου στην θάλασσα Διόνυσος (Διώνυσσος βοιωτ., Διώνυσος επικ., Δεύνυσος Ιων., Ζέννυσος αιολ.), θεός της φανταστικής κοιλάδας Νύσης (ή του όρους Νυσηΐου)- όπου τοποθετείται στην Βοιωτία, Θράκη, Θεσσαλία, Εύβοια, Νάξο, και ακόμη στην Καρία, Λυδία, Καππαδοκία, Αραβία, Ινδία και γενικά σε κάθε χώρα, στην οποία λατρεύονταν ο Διόνυσος-, κατά τους αρχαίους μυθογράφους και ερμηνευτές (εκ της ετυμολογικής παρερμηνείας της λέξης Διόνυσος πλάσανε την φανταστική κοιλάδα), ή Διός κούρος (νύσα =νύμφη, κόρη), κατά την επικρατέστερη νεότερη ερμηνεία, καταδιωχθείς υπό του απειλήσαντος να φυλακίσει αυτόν Λυκούργου (λύκος = φώς, εἵργνυμι), του υιού του Δρύαντος (δρυμός, δάσος), είναι ο ήλιος, τον οποίον φυλακίζει με τα νέφη του ο βαρύς χειμώνας. Γεννήθηκε εκ του Διός(ουρανού) εν μέσω αστραπών και βροντών και κεραυνών, οι οποίοι φέρνουν μεν τον όλεθρο στα πλάσματα της γης, γίνονται όμως και αίτιοι, δια των ευεργετικών βροχών, οι οποίες επακολουθούν τα φυσικά αυτά φαινόμενα, να δημιουργηθεί νέα βλάστηση, νέα ζωή, και της Σεμέλης, προσωποποιήσεως της οργώσεως της βλάστησης κατά το έαρ γης. Τροφοί του είναι οι Νύμφες, δηλαδή οι ζωογονούσες την νέα βλάστηση πηγές. Εξ όλων των φυτών όμως διακρίνεται, ως ευεργετικότερο δια τον άνθρωπο, το κλήμα της αμπέλου, της οποίας ο καρπός είναι το εκλεκτότερο δώρο της μητρός Φύσεως. Τον εξαιρετικό αυτόν καρπό θεοποίησαν στον Διόνυσο, τον όποιον με στοργή φυλάττει το κλήμα με τα φύλλα του από τις φλογερές ακτίνες του ηλίου. Οι περιπετειώδεις πορείες του θεού είναι η διάδοση της καλλιέργειας της αμπέλου. Η ευθυμία και η χαρά τις οποίες δοκιμάζει κατά την πορεία του, ο θρίαμβος και τα πάθη του κατ’ αυτήν, ως και ο θάνατος και η αναβίωση του, είναι το φυσικό φαινόμενο του χρόνου με τις εποχές του, την άνοιξη η οποία σκορπίζει την ευθυμία και την χαρά, το θέρος το φιλοδωρούν τα ευλογημένα δώρα του, το φθινόπωρο με τους πρώτους διωγμούς του και το χειμώνα, ο οποίος φέρει τον θάνατον στην φύση. Η καρδιά του, η οποία μόνη έμεινε ζωντανή κατά τον διαμελισμό του υπό των γιγαντόσωμων και τερατόμορφων θεών του σκότους (των Γιγάντων), είναι ο πυρήνας του καρπού του φυτού ο διαφυλαχθείς στην γη δια να επαναγάγει στη ζωή το φυτό εκ του οποίου παρήχθη.  Εις την περί του Διονύσου εν Ικαρία της Αττικής παράδοση, η κρεμασθείσα Ηριγόνη (ἤρι-ἔαρ-γεν) είναι η κρεμασμένη εκ του κλήματος της αμπέλου σταφυλή. Στον μύθο του Διονύσου και της Αριάδνης η εγκαταλειμμένη  ερωμένη του Θησέα (ηλιακής θεότητας) σύζυγος του Διονύσου και μητέρα του Σταφύλου, είναι η θηλυκή προσωποποίηση της βλαστήσεως. Κοιμάται και ξυπνά, αποθνήσκει και αναζητά και αυτή, όπως ο Διόνυσος, έχει δηλαδή τις ίδιες περιπέτειες με τον σύζυγό της. Ειδικότερα όμως οι περιπέτειες και τα παθήματα του Διονύσου είναι οι περιπέτειες και τα παθήματα του κλήματος της αμπέλου: ο φλογερός ήλιος καίει αυτό, ο βαρύς χειμώνας καθιστά νεκρό (ξηρό) και ο άνθρωπος ακρωτηριάζει. Την δε σταφύλη του, ήτις κρύπτεται δια να διαφύγει τους κινδύνους, καταπατεί και συνθλίβει ο άνθρωπος στο ληνό. Εκ πασών λοιποί των ερμηνειών των επί μέρους μύθων του Διονύσου προκύπτει, ότι ο θεός αυτός ήταν η προσωποποίηση του ηλίου εν αρχή και της αναγεννώμενης δια των ζωογόνων ηλιακών ακτίνων φύσεως έπειτα. Οι δε περιπέτειες του βίου του είναι οι ετήσιες καιρικές μεταβολές (εποχές του έτους) και οι κατά την διάρκεια του έτους μεταμορφώσεις της βλαστήσεως και ειδικότερα του κλήματος της αμπέλου και της σταφυλής. Επειδή δε εξ όλων των σπόρων, οι οποίοι είναι τα σύμβολα της νεκραναστάσεως της φύσεως, ο ιερότερος και ευεργετικότερος δια τον άνθρωπο είναι ο κόκκος του σίτου, ιερού φυτού της Δήμητρας (προσωποποίησης της γης μητρός), δια τούτο η λατρεία του Διονύσου, θεού συγγενούς, αναμίχθηκε μετά της λατρείας της Δήμητρας και όπως η εξαφανιζόμενη από την γη, διά της αρπαγής της υπό του Πλούτωνα, και επανερχόμενη σε αυτήν Περσεφόνη ή Κόρη είναι ή θήλεια προσωποποίηση της νεκρούμενης και αναγεννημένης φύσεως, έτσι και ο Ίακχος Διόνυσος, τέκνο και αυτός της Γης μητρός, ή αρσενική προσωποποίηση αυτής. Όπως δε ως συγγενής θεότητα προς τις θεότητες των Ελευσίνιων μυστηρίων Δήμητρα και Κόρη έλαβε την θέση του ο Διόνυσος στη μυστηριώδη εκείνη λατρεία των μεγάλων του κόσμου νόμων, της ζωής και του θανάτου, έτσι έλαβε την κυρίαρχο θέση του και στα μυστήρια, των Ορφικών, τα οποία, όπως πάντα τα μυστήρια συνδέονταν με την λατρεία των θεοτήτων της γης, τα οποία κατέχουν το μυστικό της ζωής και του θανάτου, ταυτίστηκε  προς τον Ζαγραίο, ο οποίος ήταν η προσωποποίηση του φαινόμενου του θανάτου και της επιστροφής στη ζωή. Έτσι δια της εξελίξεως την οποίαν έλαβε ο αρχικός  πυρήνας των μύθων του Διονύσου, ο θεός αυτός έγινε η γόνιμη και άφθονη της γης παραγωγικότητα, η επί πάσα την γη κυκλοφορούσα ζωή, ήτις είναι αιωνία, διότι το φαινόμενο του εξαφανισμού και το φαινόμενο του θανάτου σε αυτή είναι μόνον στους μετασχηματισμός των πλασμάτων της φύσεως, η δε λατρεία του, κατά την οποίαν γίνονταν και ωμοφαγία (σαρκών ταύρου) μέχρι των χρόνων του Θεμιστοκλέους, διότι οι εορτάζοντες πίστευαν ότι έτρωγαν σάρκα και έπιναν αντί αυτού του θεού και λάμβαναν έτσι θεία δύναμη, έγινε μυστικισμός, ο οποίος ήταν μία έκσταση, μυστηριώδη επικοινωνία με τον Διόνυσο, επικοινωνία ήτις ήταν καθαρμός της ψυχής και εξαγνισμός της ζωής και παρείχε χρηστές ελπίδες δια την μέλλουσα ζωή.

ΟΙ ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΔΙΟΝΥΣΟΥ ΕΙΣ ΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΙΑ

 

Ο Βάκχος στηρίζεται επί του Αμπέλου μεταμορφούμενου εις το ομώνυμο φυτό (Πηγή: Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τόμος Θ΄, σελ. 411)

Διά των μύθων του, της λατρείας του και των εορτών του, ο θεός Διόνυσος υπήρξε από του ΣΤ΄ π. Χ. αιώνα ο κύριος εμψυχωτής της αρχαίας θρησκείας και της αρχαίας ελληνικής ποιήσεως και καλλιτεχνίας. Ενέπνευσε τον διθύραμβο, ο οποίος ήταν ύμνος προς τον Διόνυσο, λυρικό άσμα με περιεχόμενο τις περιπέτειες του ολβιόδωρου θεού. Ζωογόνησε τις αρχαίες εορτές και διά της ελευθερίας η οποία επικράτησε στις δικές του εορτές ενέπνευσε στους ποιητές του διθυράμβου τους νεωτερισμούς εκείνους, δια των οποίων ήλθε εις φως εκ των σπλάγχνων του διθυράμβου η αθάνατη αττική τραγωδία. Δια της λατρείας του Διονύσου έλαβε νέα ζωή η μουσική και ο χορός, και κίνηση η γλυπτική και ζωγραφική. Εκτός των διθυράμβων, των οποίων το περιεχόμενο ήταν οι περιπέτειες του Διονύσου, άπειρες είναι στον αριθμό οι αρχαίες τραγωδίες, οι οποίες θέμα είχαν τους μύθους του Διονύσου, ως οι «Ἠδωνοί», «Βασσάραι», «Νεανίσκοι» και «Λυκοῦργος», συναποτελούν την τετραλογία «Λυκούργειαν», «Πενθεύς», «Ξάντριαι», «Σεμέλη» (ή «Ὑδροφόροι») και «Διονύσου τροφός», συναποτελούν ετέρα τετραλογία, του Αισχύλουυ, η «Ἡριγόνη» του Φρυνίχου και η «Ἡριγόνη» του Σοφοκλέους, ή «Λυκούργεια» (τριλογία) του Πολυφράδμονος, υιού του Φρυνίχου, οι «Βάκχαι» του Ευριπίδη, στις οποίες ο χορός αποτελείται από τις πλασθείσες υπό της φαντασίας του ποιητή Βάκχες, οι οποίες κατασκεύαζαν στεφάνια από όφεις, θήλαζαν λυκιδείς, κτυπούσαν με τους θύρσους τους βράχους δια ν’ αναβλύσουν εξ αυτών πηγές γάλακτος και χείμαρροι οίνου, καταξέσχιζαν άγρια θηρία και καταβρόχθιζαν ασπαιρούσας τις σάρκες τους, οι «Βάκχαι» του Ξενοκλέους. Οι μύθοι του Διονύσου είναι το περιεχόμενο των «Διονυσιακῶν» του Νόννου και εκλεκτών στίχων του Οβιδίου στις «Μεταμορφώσεις» του (βιβλ. Γ΄), διακοσμούν δε πλείστα άλλα έργα αρχαίων ποιητών. Όπως δε οι ποιητές όχι μόνο εμπνεύστηκαν από τους αρχαίους μύθους του Διονύσου, αλλά και με ελευθερία μεταρρύθμισαν αυτούς, έτσι και οι αρχαίοι καλλιτέχνες. Αρχαιότατες εικόνες του Διονύσου ήσαν πάσσαλοι βυθισμένοι εντός της γης ή κορμοί δένδρου (ως ο εύδενδρος Διόνυσος της Βοιωτίας), οι οποίοι κατά τις εορτάσιμες ημέρες κοσμούνταν κληματίδες και κισσό, ενδύονταν πολυτελώς και καλύπτονταν στη κορυφή με προσωπίδα η οποία προσέδιδε στον κορμό ανθρώπινη μορφή. Εικόνα τέτοιου αρχαϊκού ειδώλου διασώθηκε σε ένα αγγείο του μουσείου της Νεαπόλεως. Στα ειδώλια αυτά προσθέτονταν πολλές φορές και το σύμβολο της γονιμοποιού και παραγώγου δυνάμεως του Διονύσου, ο φαλλός, τοιούτο δε ξόανο ήταν στην Μηθύμνη της Λέσβου λατρευόμενο υπό την επωνυμία Διόνυσος Φαλλήν (Παυσ. Χ 19.3), του οποίου εξέλιξη ήταν ο με χαρακτηριστικά ιθυφαλλικού Ερμή απεικονιζόμενος στα νομίσματα της Μυτιλήνης Διόνυσος. Μετά τον ειρημένο τύπο του Διονύσου επικράτησε ό τύπος του ανδρικού και γενειοφόρου θεού, μετ’ αυτόν δε ο τύπος του θεού με την αιωνία εν ακμή νεότητα. Ο αρχαϊκός τύπος, ο του πωγωνέτου ή καταπώγωνος Διονύσου, διασώθηκε στα νομίσματα της Θάσου και της Νάξου και σε μερικά μελανόμορφα αγγεία, στα όποια παρίσταται ο Διόνυσος με σφηνοειδή πώγωνα στεφανωμένος με κισσό και φορών μακρύ χιτώνα. Κατά τον αιώνα του Περικλή ο Διόνυσος εκθηλύνεται υπό την επίδραση των ασιατικών θεοτήτων. Αντί μακρύ χιτώνα φέρει την γυναικεία εσθήτα βασσάρα και επ’ αυτής τον άνευ χειρίδων βραχύ κροκωτό χιτώνα και αντί στεφάνου εκ κληματίδων κισσού κρήδεμνο (η τοιαύτη μορφή του διασώθηκε επί ανάγλυφου μαρμάρινου κρατήρα, αποκειμένου στο μουσείο της Νεαπόλεως). Από των χρόνων του Πραξιτέλους ο Βάκχος παρίσταται ως νεανίας με ελκυστικό κάλλος και ευτραφή τα μέλη, με πλούσια κόμη, ήτις ή κυματίζει στους ώμους του ή είναι προσδεμένη με ταινία. Είναι εντελώς γυμνός ή φέρει νεβρίδα επί των ώμων ή περί την οσφύν, και το νεανικό, αβρό και λεπτοφυές εν γένει σώμα τον ομοιάζει περισσότερο με σώμα παρθένου ή νευρώδους εφήβου του γυμναστηρίου. Αλλά και υπό μορφή ζώου πολλές φορές απεικονίσθηκε ο Διόνυσος, ιδίως ταύρου (διασώθηκε δε ανάγλυφη αυτού εικόνα τέτοια σε δακτυλιόλιθο, ένθα μεταξύ των κεράτων του ταύρου απεικονίζονται οι τρεις χάριτες). Εκ των ανοκοδομηθέντων προς τιμήν του Διονύσου κατά τους αρχαίους χρόνους ιερών και ναών και των αγαλμάτων και ανάγλυφων ή γραπτών εικόνων του (ζωγραφιών) φημίζονταν ιδίως τα εξής έργα: ο μεγαλοπρεπής εν Αθήνα ναός του, ο προ του θεάτρου του Διονύσου (υπήρχε και έτερος ναός του θεού εντός του αυτού περιβόλου), ο οποίος είχε μήκος 22 μέτρων και πλάτος 10,50, το αφιερωμένο σε αυτόν θέατρο, το άριστο των ελληνικών θεάτρων, και το εν τω σήκω του ναού χρυσελεφάντινο άγαλμα του θεού, θαυμάσιο έργο του Αλκαμένους (και άγαλμα του θεού έτερο, Διονύσου του Ελευθερέως, υπήρχε, του οποίου ο Ιερεύς είχε και τον  τον καλύτερο στο θέατρο θρόνο). Φημισμένες ήσαν και οι ζωγραφιές του ναού, των οποίων θέματα ήσαν η ανάβαση στον ουρανό του Ηφαίστου, παραπεισθέντος υπό του Διονύσου, η τιμωρία του Πενθέα και του Λυκούργου, ο απόπλους του Θησέα ενώ κοιμάται η Αριάδνη και η κατά την ώρα εκείνη άφιξη εις Νάξο του Διονύσου. Εκ των αρίστων από των μύθων του Διονύσου (του μύθου των Τυρρηνών πειρατών) εμπνευσμένων έργων είναι η ανάγλυπτη σύνθεση του χορηγικού μνημείου του Λυσικράτη, στην οποίαν παρίσταται ο Διόνυσος καθήμενος ήρεμος και παίζοντας με λέοντα, στον οποίο προσφέρει κύπελο, τέσσερις Σάτυροι εκ των οποίων δεξιά και αριστερά του θεού ανά ένας αναπαύεται και δύο άλλοι αντλούν εντός αμφορέα. Άλλοι Σάτυροι μάχονται κατά των πειρατών με θύρσους και φλεγόμενους πυρσούς. Εξ αυτών άλλους κτυπούν, άλλους φονεύουν και άλλους ρίπτουν στην θάλασσαν, όπου είναι καταφανές δια της δεξιότητας του γλύπτη ότι μεταμορφώνονται σε δελφίνια. Εκ των άξιων λόγου αγαλμάτων του Διονύσου ήταν και το εν ωδείο των Αθηνών. Πλην όμως των Αθηνών και του Πειραιά όπου, υπό ιδιώτες είχαν ανεγερθεί ναοί προς τιμήν του Διονύσου, υπήρχαν και στη λοιπή Αττική ναοί και βωμοί αυτού, όπως στην Φλυούντα, Αχαρνές, όπου λέγονταν ότι το πρώτο φύτρωσε το ιερό φυτό του, ο κισσός, στα Μέγαρα όπου λατρεύονταν ως Νυκτέλιος, στις Ελευθερές, όπου κομίσθηκε και το πρώτο στην Αθήνα ξόανο αυτού. Και αλλού της τε ηπειρωτικής Ελλάδος (όπως στην Αργολίδα, όπου στην παρά την Λέρνην Αλκυονία λίμνη, δια της οποίας κατήλθε στον Άδη, τελούνταν και μυστική νυκτερινή τελετή), στην Πάτρα, όπου καλούνταν Καλυδώνιος, Αρσεύς, Άνθιος και Μεσαλεύς, και των αποικιών υπήρχαν και ξόανα και αγάλματα και ιερά και θέατρα παρ’ αυτά του δημοφιλέστατου τούτου θεού. Εις πλείστες δε των πόλεων, εκτός των ιερών αυτού (ως εν Πειραιά, Ρόδο, Τέα, Τανάγρα και αλλού), υπήρχαν και θίασοι, ιεροί δηλαδή σύλλογοι, «Διονυσιασταὶ» καλούμενοι, οι οποίοι επιμελούνταν της λατρείας του θεού αυτού, ως και σύλλογοι των περί τον Διόνυσο τεχνιτών (στην Αθήνα, στην Κόρινθο, όπου ονομάζονταν «τὸ κοινὸν τῶν περὶ τον Δοόνυσον τεχνιτών τῶν ἐξ Ἰσθμοῦ καὶ Νεμέας», στην Μ. Ασία, Τέα διατελών υπό την προστασία των Αττάλων), των προγόνων δηλαδή των σημερινών ηθοποιών και σκηνοθετών.
Εκ των διασωθέντων αρχαίων μνημείων τέχνης, τα οποία οι δημιουργοί του εμπνευστήκαν εκ των μύθων του Διονύσου, τα καλύτερα είναι η ανάγλυφη παράσταση του θριάμβου του κατά των Τυρρηνών πειρατών στο χορηγικό μνημείο του Λυσικράτη, η στο ετρουσκικό κάτοπτρο αποκειμένη στο μουσείο της  Νεαπόλεως παράσταση της γεννήσεως του, η παράδοση αυτού στην νύμφη Νύσα επί μαρμάρινου κρατήρα του μουσείου Νεαπόλεως, ο Θίασος του Διονύσου επί αγγείου ευρισκομένου στη Βιέννη, ο Θρίαμβος του Διονύσου ως κατακτητή της Βακτριανής, ο Διόνυσος στο Ικάριο (ανάγλυφη παράσταση), ο Λυκούργος διαμελίζων τον υιό του επί σαρκοφάγου της Βίλλας Αλμπάνι, η τρυφερά περίπτυξη Διονύσου και μητρός του επί ετρουσκικού κατόπτρου και ταύρος διονυσιακός. Έκτος όμως των ειρημένων και πλείστα άλλα αγάλματα αυτού πληρούν τα μουσεία των ευρωπαϊκών κρατών. Παρίσταται δε εις αυτά ο θεός είτε μόνος κατά διαφόρους ηλικίας και καταστάσεις (ως παιδί στην Δρέσδη, σε ανάπαυση σε τρία αγάλματά του στο Λούβρο, κατακεκλιμένος επί δέρματος πάνθηρα, ομοίως στο Λούβρο, πίνων εκ κυπέλλου κ.ο.κ.), είτε σε σύμπλεγμα με άλλους (ως σε μέθη στηριζόμενος υπό του Ακράτου και του Σταφύλου, σε σύμπλεγμα με το Αμπέλι, σε σύμπλεγμα μετά Βακχών, σε σύμπλεγμα μετά του Σιληνού, ο οποίος κρατεί αυτόν, βρέφος όντα, και προσβλέπει μετά πολλής στοργής, σε σύμπλεγμα μετά της Λευκοθόης, όπερ είναι εκ των καλλίστων και απόκειται στην γλυπτοθήκη του Μονάχου κ.ο.κ.). Ω δε ενέπνευσε με τους περί αυτού μύθους τους αρχαίους ποιητές και καλλιτέχνες, ο Διόνυσος ο οποίος υπήρξε το ιδεώδες του Μ. Αλεξάνδρου, το υπόδειγμα του βίου του Δημήτριου του Πολιορκητή και ο προσφιλής θεός του Πόντου του Μιθριδάτη, ο οποίος και επωνομάζονταν από αυτόν Διόνυσος και Εύιος, έτσι ενέπνευσε και νεώτερους ποιητές και καλλιτέχνες. Ο Redi έγραψε τον διθύραμβό του «Bacco in Toscana» σως ύμνο του οίνου. Ο Ν. Πουσέν επνεύστηκε στον εν μουσείο του Μομπελλιέ πίνακά του, ο Μιχ. Άγγελος εκείνον στην Φλωρεντία, ο Γκουΐντο εκείνον στην δρέσδη και ο γλύπτης Περρώ ελάξευσε την εικόνα του αρχαίου θεού σε μάρμαρο.

Βιβλιογραφία.
1. Τα ειδικά περί της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας συγγράμματα και ιδίως η μυθολογία της αρχαίας Ελλάδας του P. Decharme (μετάφρ. Α. Αδαμαντίου) και Griech. Myth. του Preller.
2. Μυθολογικό λεξικό του Roscher
3. Το ειδικά περί αρχαιοτήτων λεξικά (όπως του Daremberg et Saglio)
4. Τα εγκυκλοπαιδικά λεξικά (ιδίως του Pauly-Wissova)
5. Mittelhaus, De Bacco Attico
6. Maury. Hist. des religions de la Grece
7. J. Girard, LE sentiment religieux en Grece
8. Οι αρχαίοι Έλληνες και λατίνοι μυθογράφοι, ποιητές και συγγραφείς και ιδίως ο Όμηρος αποσπ. ομ. ύμνων, ο Ευριπίδης, ο Ηρόδοτος, ο Παυσανίας, ο Διόδωρος, ο Πλούταρχος, ο Απολλόδωρος, ο Νόννος, ο Οβίδιος κ.λ.π.
9. Τα διασωθέντα αρχαία μνημεία των μύθων του Διονύσου (μνημείο Λυσικράτη, αγγεία κ.τ.λ.)

Πηγή: Γεράσιμος Δ. Καψάλης, Πρόεδρος Εκπαιδευτικού Συμβουλίου, Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τόμος Θ΄, σσ. 407 - 411




0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου