Τετάρτη 19 Ιουνίου 2013

0

Προσωκρατικοί: Οι θεμελιωτές της φυσικής επιστήμης

Η προσωκρατική σκέψη δεν είναι εκδήλωση μιας ξαφνικής αφύπνισης του ελληνικού πνεύματος. Είναι η κορυφαία κατάληξη μιας μακροχρόνιας εξέλιξης και ωρίμασης της προσωπικότητας του Έλληνα. Καλύπτει τη χρο­νική περίοδο από τις αρχές του 6ου αι. π.Χ. μέχρι το τέλος, περίπου, του 5ου αι. Π.Χ., που συμπίπτει – εξ ου και η συμβατική ονομασία της- με την εποχή που εμφανίζεται ο Σωκράτης.

Ο Ησίοδος (8ος-7ος αι. π.Χ.) θα κάνει το πρώτο βήμα απομυθοποίη­σης και μετάβασης από θεϊκές προσωποποιήσεις προς αντίστοιχες αφηρη­μένες έννοιες. Είναι εκείνος που θα θέσει για πρώτη φορά τα βασικά ερωτή­ματα για την «αλήθεια», για την «απαρχή» και για τη «συνοχή του κόσμου». Δίνοντας μια φυσιοκρατική απάντηση στην κοσμογονία του, φωτίζει ήδη τον δρόμο που θα ακολουθήσει ο ελληνικός στοχασμός. Το ελληνικό πνεύ­μα είναι πλέον ώριμο για το αποφασιστικό βήμα προς τη φιλοσοφία και την, ακόμη άρρηκτα συνδεδεμένη με αυτήν, επιστήμη. Αυτό το τελικό, αποφασιστικό βήμα θα είναι αποκλειστικό επίτευγμα των προσωκρατικών φιλοσόφων.


Αυτοί είναι εκείνοι που θα αποτινάξουν τις τελευταίες μυθολογικές, ανθρωπομορφικές εικόνες, εκφράζοντας το γε­γονός αυτό και γλωσσικά με την αντικατάσταση των ονομάτων των θεών με λέξεις ουδετέρου γένους, όπως το «άπειρον», τα «εναντία», το «χρεών». Αυτοί είναι εκείνοι που θα γενικεύσουν προσωπικές, πρακτικές εμπειρίες και γνώ­σεις, ανάγοντας τις σε καθολικές αρχές και θεωρίες. Για πρώτη φορά η αν­θρώπινη νόηση εστιάζεται στην αλήθεια, αναζητώντας την υποκείμενη τάξη και σταθερότητα στη φύση, θα προσπαθήσει να την προσεγγίσει με πνεύμα ορθολογικό και κριτικό; και ο τρόπος αυτός θα είναι καθοριστικός για την εξέλιξη της ευρωπαϊκής φιλοσοφίας και επιστήμης.

Και επιστήμης; Μερικοί θα αμφισβητήσουν το τελευταίο. Η επιστήμη, θα πουν, βασίζεται στην παρατήρηση και στο πείραμα. Κακώς, λοιπόν, οι Προσωκρατικοί ονομάζονται επιστημονικοί φιλόσοφοι. Οι προτάσεις τους υπήρξαν δογματικές τόσο σε θέματα που επιδέχονται παρατηρήσεις και πειράματα όσο και σε ζητήματα που δεν προσφέρονται σε αυτά. Επομένως, θα συμπεράνουν, στους προσωκρατικούς φιλοσόφους υπάρχει έντονο ακό­μη το σύνθετο στοιχείο του μάντη – ποιητή – σοφού, δια του οποίου τους απο­καλύπτεται η αλήθεια. Έμπνευση και διαίσθηση, όχι εμπειρία και λογική, εί­ναι εκείνο που φωτίζει το πνεύμα τους. Και αυτό δεν είναι επιστήμη. Λάθος, θα υποστηρίξουν άλλοι.



Στα ελάχιστα αποσπάσματα των Προσωκρατικών που σώζονται, μπορούμε να διακρίνουμε παρατηρήσεις, πάνω στις οποίες βασίζονται οι θεωρίες τους. Αν διασώζονταν όλα τα έργα τους, τότε θα ήταν ολοφάνερη η εδραίωση των θεωριών τους πάνω στην παρατήρηση, όπως ακριβώς συμβαίνει και με τις σωζόμενες, της ίδιας εποχής, ιατρικές πραγ­ματείες της ιπποκράτειας ιατρικής, η οποία, με βάση τη συσσωρευμένη εμπειρία, προβαίνει σε γενικεύσεις που υποβάλλονται και σε στοιχειώδη πειραματικό έλεγχο. Δογματική, ως ένα βαθμό, σκέψη μπορεί να εντοπισθεί μόνο στους Πυθαγορείους – και εν μέρει στον Εμπεδοκλή (στο έργο του Κα­θαρμοί)- των οποίων ο θεολογικός στοχασμός είναι ξένος προς τον στοχα­σμό όλων των άλλων Προσωκρατικών. Είναι αυθαίρετο να κατατάσσει κα­νείς τον Ηράκλειτο ή τον Παρμενίδη στους Ορφικούς ή στους Σαμάνους.

Όπως χαρακτηριστικά παρατηρεί ο G. Vlastos, o Παρμενίδης, μολονότι παρουσιάζει τη θεωρία του ως θρησκευτική αποκάλυψη, δεν βασίζει την ορθότητα του ισχυρισμού του σε υπερφυσική έμπνευση. Η θεά του δεν λέει «πίστεψε», αλλά «κρίναι λόγω», κρίνε με τη λογική. Ούτε υπάρχει καμιά απέχθεια των Προσωκρατικών προς την αισθητήρια εμπειρική διερεύνηση. «Αλλά να παρατηρείς με κάθε τρόπο πώς καθετί φανερώνεται, μήτε έχοντας περισσότερη εμπιστοσύνη στην όραση από την ακοή, ούτε στην πολυθόρυβη ακοή από τη γεύση, ούτε να αρνιέσαι την πίστη σου σε κάποιο από τα άλλα όργανα, που πέρασμα είναι για την νόηση, αλλά να κατανοείς με τον τρόπο που φανερώνεται κάθε πράγμα», παροτρύνει ο Εμπεδοκλής. Και ο Ηράκλειτος θα πει: «Για τους ανθρώπους που έχουν βάρβαρες ψυχές, είναι κακοί μάρτυρες τα μάτια και τ’ αυτιά», που σημαίνει ότι η μαρτυ­ρία των αισθήσεων είναι αληθινή στο μέτρο που ο άνθρωπος έχει την αντί­ληψη να εκτιμήσει σωστά. Επομένως, οι Προσωκρατικοί υπήρξαν επιστημο­νικοί φιλόσοφοι, συμπεριλαμβανομένων και των Πυθαγορείων, που, πρώτοι αυτοί εισήγαγαν την κατ’ εξοχήν επιστημονική μέθοδο των μαθηματικών στη διερεύνηση των φυσικών φαινομένων και που αποδεδειγμένα χρησιμο­ποίησαν και την παρατήρηση και το πείραμα (π.χ. στην σχέση μηκών χορ­δής) στις θεωρίες τους.

Ωστόσο, το ερώτημα κατά πόσον οι προσωκρατικοί φιλόσοφοι υπήρ­ξαν και οι θεμελιωτές της επιστήμης απαιτεί βαθύτερη ανάλυση, θα υπεν­θυμίσουμε, βεβαίως, ότι οι παρατηρήσεις μας αναφέρονται αποκλειστικά στην πρώτη περίοδο, την Προσωκρατική (6ος-5ος αι. π.Χ.), της ελληνικής φιλοσοφίας και όχι στα μετέπειτα ελληνικά φιλοσοφικό συστήματα. Τα τε­λευταία, ιδίως από τότε που εξελίχθηκαν σε δόγματα κατά τη μεσαιωνική σχολαστική περίοδο, διαφέρουν σαφώς από την κριτική ορθολογική παρά­δοση των Προσωκρατικών.

Το επίτευγμα των Προσωκρατικών έγκειται στην ορθολογική, κριτική θεώρηση ολόκληρου του σύμπαντος ως μιας εύτακτης ενότητας, τον «κόσμον». Η διαπίστωση αυτή είναι καθοριστική για την κατανόηση του τρόπου διερεύνησης της φύσης και καταδεικνύει πόσο άδικη είναι η μομφή ορισμέ­νων που θα ήθελαν οι Προσωκρατικοί να ασχοληθούν πρώτα με την έρευ­να των γύρω τους επιμέρους αντικειμένων και μετά να προχωρήσουν σε κοσμογονικά προβλήματα. Καθώς ο αρχαίος Έλληνας της εποχής αυτής βλέπει ακόμη τον κόσμο ως ένα ενιαίο και αδιαίρετο οργανικό σύνολο, μέ­σα στο οποίο φύση, κοινωνία, άνθρωπος είναι αρμονικά εντεταγμένα, υπα­κούοντας στους ίδιους φυσικούς – βιολογικούς – κοινωνικούς νόμους, είναι επόμενο και κατανοητό να θέσει, πρώτα, ερωτήματα που αφορούν ολόκλη­ρο το σύμπαν, δηλαδή ερωτήματα κοσμολογικά (της πρώτης αρχής, της πρωταρχικής ουσίας) και μετά να επεκταθεί σε επιμέρους θέματα. Έτσι, θα αρχίσει με τολμηρές, κοσμογονικές θεωρίες, για να καταλήξει στα έμβια όντα, στον άνθρωπο. Η μέθοδος του, επομένως, είναι εκ των πραγμάτων κυρίως παραγωγική (deductive), εκ του γενικού προς το μερικό, αντί της επαγωγικής (inductive) ερευνητικής μεθόδου, από τα μέρη προς το όλον, που προβλήθηκε ως η κατ’ εξοχήν επιστημονική μέθοδος κατά την Αναγέν­νηση. Είναι όμως πράγματι ο προσωκρατικός, παραγωγικός τρόπος προ­σέγγισης του μυστηρίου της φύσης αντιεπιστημονικός; Αυτό θα εξετάσου­με αμέσως παρακάτω.

Η ιστορία της σύγχρονης επιστήμης αρχίζει με την Αναγέννηση. Ενώ ο Galileo Galilei (1564-1642) υπήρξε ο θεμελιωτής της σύγχρονης πειραματικής επιστήμης, ο σύγχρονος του Francis Bacon (156I-1626) θεωρείται, χω­ρίς ο ίδιος να είναι επιστήμων, ο εμπνευστής της νεότερης επαγωγικής μεθό­δου: «Οι αρχαίοι», θα πει, «είχαν έναν ειδικό τρόπο διερεύνησης και ανακά­λυψης, και τα γραπτά τους έργα το αποδεικνύουν. Ήταν τέτοιας φύσεως, ώστε αμέσως συνήγαγαν από μερικά περιστατικά και λεπτομέρειες γενικότε­ρα συμπεράσματα ή τις ίδιες τις αρχές της επιστήμης και, μετά, με τις άμεσες προτάσεις τους, έβγαζαν τα επιμέρους συμπεράσματα και τα έλεγχαν με βά­ση την αναμφισβήτητη και εδραιωμένη αλήθεια των πρώτων». Αυτή όμως η μέθοδος είναι, κατά τον F. Bacon, εσφαλμένη. Αντί να προσπαθεί να ανακα­λύψει κανείς την αλήθεια απαγωγικά, με τη χρησιμοποίηση γενικών συλλογι­στικών κανόνων, θα πρέπει, αντίθετα, να αρχίζει από επιμέρους παρατηρή­σεις και προτάσεις και να καταλήγει σταδιακά σε γενικότερες θεωρίες. Στο μεγάλο έργο του Novum Organum -τίτλος επιλεγμένος σε συνειδητή αντιδια­στολή προς το Όργανον του Αριστοτέλους – θα υποδείξει την επιστημονική μέθοδο δι’ επαγωγής για την επίτευξη του σκοπού αυτού, υποστηρίζοντας ότι ο αληθινός επιστήμονας «καταλήγει σε κανόνες από τις αισθήσεις και από ειδικές, συγκεκριμένες περιπτώσεις, και ανέρχεται συνεχώς και σταδια­κά, έως ότου τελικά φθάσει σία πιο γενικά αξιώματα. Αυτός είναι ο αληθινός δρόμος, που όμως δεν χρησιμοποιήθηκε».

Ο ίδιος ο F. Bacon εν τούτοις, βαθύς μελετητής της αρχαίας ελληνικής γραμματείας, θα εξαιρέσει από την πολεμική του κατά του πλατωνικού και κυρίως αριστοτελικού δογματισμού το έργο των Προσωκρατικών: «Η πε­ρίοδος κατά την οποία η φυσική φιλοσοφία φάνηκε κυρίως να ακμάζει με­ταξύ των Ελλήνων», παρατηρεί, ήταν πολύ σύντομη, καθώς κατά μεν την πρώιμη αρχαϊκή εποχή, οι επτά Σοφοί (με εξαίρεση τον Θαλή) ασχολήθη­καν με τους ηθικούς κανόνες και την πολιτική, ενώ κατά μια μετέπειτα επο­χή, αφού ο Σωκράτης προσγείωσε τη φιλοσοφία από τον ουρανό στη Γη, επικράτησε η ηθική φιλοσοφία και απέσπασε την προσοχή του ανθρώπου από τον φυσικό κόσμο… (Οι προσωκρατικοί) όπως ο Εμπεδοκλής, ο Ανα­ξαγόρας, ο Λεύκιππος, ο Δημόκριτος, ο Παρμενίδης, ο Ηράκλειτος, ο Ξενο­φάνης, ο Φιλόλαος και οι λοιποί (εξαιρώ τον Πυθαγόρα, που ήταν προληπτικός) δεν ίδρυσαν, εξ όσων γνωρίζουμε, Σχολές, αλλά προχώρησαν στη διερεύνηση της αλήθειας σιωπηλά και με μεγαλύτερη αυστηρότητα και σε­μνότητα, δηλαδή με λιγότερη επιτήδευση και επίδειξη. Έτσι, κατά τη γνώμη μας, ενήργησαν με μεγαλύτερη σύνεση, ακόμη και αν τα έργα τους μπορεί να χάθηκαν με την πάροδο του χρόνου… Τα ομοιομερή του Αναξαγόρα, τα άτομα του Λευκίππου και του Δημοκρίτου, ο ουρανός και η γη του Παρμε­νίδη, η έρις και η φιλία του Εμπεδοκλέους, η αποσύνθεση και επανένωση των σωμάτων στην κοινή φύση της φλόγας κατά τον Ηράκλειτο, παρουσιά­ζουν μερικά διάσπαρτα δείγματα φυσικής φιλοσοφίας και πειράματος»

Έχει, όμως, γενικότερα ο F. Bacon δίκαιο; Είναι πράγματι η δι’ επαγω­γής μέθοδος, από τις επιμέρους παρατηρήσεις προς τη γενικότερη θεωρία, ο μόνος επιστημονικός δρόμος; Το γεγονός ότι οι Προσωκρατικοί, για τους λόγους που προαναφέραμε, στοχάστηκαν παραγωγικά, αρχίζοντας από συ­μπαντικές, γενικές ερωτήσεις και όχι από μεμονωμένες, εξειδικευμένες πα­ρατηρήσεις, σημαίνει ότι στερούνται επιστημονικής σκέψης; Η ίδια η ιστο­ρία της σύγχρονης επιστήμης αναιρεί τον ισχυρισμό αυτό. Ο Β. Russell θα παρατηρήσει: «Η επαγωγική μέθοδος του F. Bacon σφάλλει κατά το γεγονός ότι δεν αποδίδει επαρκή σημασία στην (επιστημονική) υπόθεση. Πίστευε πως η απλή τακτοποίηση των δεδομένων θα καθιστούσε τη σωστή υπόθεση αυτόδηλη. Αλλά τούτο σπανίως συμβαίνει. Κατά κανόνα, η διατύπωση υπο­θέσεων είναι το δυσκολότερο μέρος του επιστημονικού έργου και το μέρος που διεκδικεί την πιο μεγάλη ικανότητα. Μέχρι τώρα δεν έχει ευρεθεί μέθο­δος που θα μπορούσε να καταστήσει δυνατή την επινόηση υποθέσεων». Η απάντηση στο αγωνιώδες ερώτημα του F. Bacon, πώς θα φθάσει στην αντι­κειμενική αλήθεια, δεν έγκειται στην -εκ φύσεως αδύνατη – απογύμνωση της παρατήρησης από κάθε θεωρία ή προσδοκία, αλλά στην κριτική θεώ­ρηση και στον κριτικό, πειραματικό έλεγχο. Δεν είναι αντιεπιστημονικό να εκφράζει κανείς εικασίες, παρατηρεί ο R. Feynman, βραβείο Nobel Φυσικής 1965. «Απλώς υπάρχει αβεβαιότητα. Αντιεπιστημονικό θα ήταν να μην δια­τυπωθεί η εικασία. Εικασίες πρέπει να γίνονται, επειδή οι παρεκτάσεις (extrapolations) είναι τα μόνα πράγματα που έχουν κάποια πραγματική αξία». Η υπόθεση είναι εκείνη που προηγείται και καθοδηγεί την παρατή­ρηση. «Είναι για λόγους αρχής τελείως εσφαλμένο», επισημαίνει ο Α. Einstein σε μια συζήτηση του με τον W. Heisenberg, «να θέλει κανείς να εδραιώσει μια θεωρία αποκλειστικό επάνω σε παρατηρήσιμα μεγέθη. Γιατί, στην πραγματικότητα συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Κατά πρώτον, η θεω­ρία αποφασίζει τι μπορεί κανείς να παρατηρήσει». Δύο φαίνεται να είναι οι τρόποι σύλληψης μιας υπόθεσης ή θεωρίας: Ο πρώτος βασίζεται στην ενό­ραση10, ο δεύτερος στην ορθολογική κρίση. Ενόραση, διαίσθηση απαντά σε όλους τους λαούς. Ο κριτικός ορθολογισμός όμως απαντά για πρώτη φορά στους Προσωκρατικούς και είναι μοναδικό, δικό τους επίτευγμα. Οι Προ­σωκρατικοί είναι εκείνοι οι οποίοι δημιουργούν για πρώτη φορά μια επιστη­μονική παράδοση που επιτρέπει και ενθαρρύνει -σε αντίθεση με όλες τις άλλες Σχολές των οποίων μοναδική επιδίωξη είναι η διαφύλαξη και διατή­ρηση της διδασκαλίας των ιδρυτών τους- την με κριτικό πνεύμα αναθεώρη­ση των θεωριών των παλαιότερων από τους νεότερους «φυσιολόγους».

Η παρατήρηση δεν οδηγεί οπωσδήποτε στην αλήθεια. Αντίθετα, ο αρ­μονικός συνδυασμός της ενόρασης με την ορθολογική κριτική, που διακρί­νει κατ’ εξοχήν το πνεύμα των Προσωκρατικών, αποτελεί τον επίπονο δρό­μο της σύλληψης μιας θεωρίας. Η ιστορία της επιστήμης έχει να παρουσιά­σει πληθώρα παραδειγμάτων που επιβεβαιώνουν τη θέση αυτή. Ήδη ο σύγ­χρονος του F. Bacon και εδραιωτής της επιστημονικής, πειραματικής διε­ρεύνησης G. Galilei θα εκφράσει τον θαυμασμό του προς τους μεγάλους πρωτεργάτες της ηλιοκεντρικής θεωρίας, οι οποίοι, «σε οξεία αντίθεση με τη μαρτυρία των ίδιων των αισθήσεων τους και με την αποκλειστική δύναμη του νου, προτίμησαν εκείνο που τους υπέδειξε η λογική από αυτό που η αι­σθητήρια εμπειρία καθαρά τους φανέρωνε… δεν υπάρχει όριο στην κατά­πληξη μου, όταν σκέπτομαι πως ο Αρίσταρχος και ο Κοπέρνικος ήταν ικα­νοί να αφήσουν τη λογική να υπερνικήσει τις αισθήσεις και, αψηφώντας τις, να κάνουν τη λογική κυρίαρχη της πεποίθησης τους», θα δούμε σειρά τέ­τοιων παραδειγμάτων στο έργο των Προσωκρατικών. Το πρώτο τέτοιο πα­ράδειγμα στην ιστορία της επιστήμης αποτελεί αναμφίβολα η θεωρία του Αναξίμανδρου, κατά τον 6ο αι. π.Χ., ότι η Γη αιωρείται στο κενό, θεωρία που κατά τον Κ. Popper «είναι μια από τις τολμηρότερες, τις πιο επαναστατικές και τις πιο θαυμαστές ιδέες σε ολόκληρη την ιστορία του ανθρωπίνου πνεύ­ματος». Το αξιοσημείωτο στην ιδέα αυτή είναι ότι η ενόραση και η λογική οδήγησαν τον Αναξίμανδρο στο σωστό συμπέρασμα ότι η Γη δεν είναι δυνατόν να στηρίζεται πουθενά, αλλά πρέπει να αιωρείται, ενώ, αντίθετα, η παρατήρηση και η εμπειρία ότι βρισκόμαστε πάνω σε μια επίπεδη γήινη επι­φάνεια με τον κυκλικό ορίζοντα γύρω μας ήταν εκείνες που τον παρέσυραν στην εσφαλμένη αντίληψη ότι η Γη είναι κύλινδρος (και όχι σφαίρα), σε μια από τις επίπεδες επιφάνειες του οποίου ζει ο άνθρωπος.

Η επιστημονική, ορθολογική κριτική παράδοση που θεμελιώνει ο Ανα­ξίμανδρος αντικατοπτρίζεται, δυόμισι χιλιετίες αργότερα, στα λόγια του Α. Einstein: «Η μέθοδος του θεωρητικού συνεπάγεται τη χρησιμοποίηση, ως θεμελίου γενικών προϋποθέσεων, των λεγόμενων Αρχών, από τις οποίες μπορεί να συναγάγει συμπεράσματα. Η δραστηριότητα του διακρίνεται σε δύο μέρη. Πρώτον, πρέπει να ανακαλύψει τις αρχές αυτές, δεύτερον να αναπτύξει τα συμπεράσματα που προκύπτουν από αυτές…. Η πρώτη από τις δυο δραστηριότητες, δηλαδή εκείνη της κατάστρωσης μιας θεωρίας, που θα πρέπει να χρησιμεύσει ως βάση για την παραγωγή (Deduktion), είναι τε­λείως διαφορετικού τύπου. Εδώ δεν υπάρχει κάποια συστηματικά εφαρμο­ζόμενη μέθοδος που μπορεί να τη διδαχθεί κανείς και που οδηγεί στον στό­χο. Ο ερευνητής πρέπει μάλλον να αφουγκραστεί (ablauschen) κατά κάποι­ον τρόπο αυτές τις γενικές αρχές από τη φύση, με το να διαβλέψει ορισμέ­να γενικά χαρακτηριστικά σε μεγαλύτερα συμπλέγματα εμπειρικών γεγονό­των, που μπορούν να διατυπωθούν με ακρίβεια… Όσο όμως οι αρχές που μπορούν να χρησιμεύσουν ως βάση της παραγωγικής μεθόδου δεν έχουν βρεθεί, δεν χρησιμεύει κατ’ αρχήν στον θεωρητικό σε τίποτε το μεμονωμένο εμπειρικό γεγονός. Πολύ περισσότερο δεν είναι καν σε θέση να αρχίσει κάτι με μεμονωμένους, εμπειρικά διατυπωμένους, γενικότερους νόμους». Η μομφή, επομένως, ότι οι Προσωκρατικοί δεν έχουν να επιδείξουν επιστημο­νική σκέψη γιατί δεν είχαν ως αφετηρία τις επιμέρους παρατηρήσεις δεν ευ­σταθεί. Ξεκινούν και αυτοί, όπως θα πει ο A. Einstein, «αφουγκραζόμενοι», με ενόραση και κριτική ορθολογική σκέψη, ορισμένες «αρχές από τη φύ­ση» και παραγωγικά προχωρούν μετά στα επιμέρους συμπεράσματα.

Θα μπορούσε, όμως, να τους προσάψει κανείς μια άλλη μομφή: το ότι παρέβλεψαν να υποβάλουν τις θεωρίες τους σε πειραματικό έλεγχο, όπως τον εννοούμε σήμερα. Η αντικειμενικότητα μιας θεωρίας δεν βασίζεται μόνο στον κριτικό στοχασμό ή /και στην ενόραση, αλλά και στην κριτική εξέταση των πειραμάτων που θα οδηγούσαν στην αποδοχή ή απόρριψη της θεω­ρίας. Η μομφή επομένως αυτή, θεωρητικά τουλάχιστον, φαίνεται να είναι βάσιμη. Γιατί οι Προσωκρατικοί δεν επιδίωξαν την πειραματική απόδειξη των θεωριών τους; Ήταν από επιπολαιότητα και έλλειψη διορατικότητας ή υπάρχει κάποιο βαθύτερο αίτιο γι’ αυτό; Οπωσδήποτε δεν πρέπει να ξε­χνούμε ότι βρισκόμαστε στον 6ο-5ο αι. π.Χ. Η τεχνολογία είναι υποτυπώδης. Τεχνικά μέσα πειραματισμού και όργανα μετρήσεως είναι ακόμη, με λίγες εξαιρέσεις, ανύπαρκτα. Τεράστια πρακτικά εμπόδια δυσχεραίνουν την άνετη διακίνηση των ιδεών και των πληροφοριών μεταξύ διαφόρων γεωγραφικών περιοχών. Λεξιλόγιο για τη διατύπωση φιλοσοφικών και επιστημονικών όρων δεν υπάρχει ακόμη. Πρέπει να εφευρεθεί από τους ίδιους τους Προ­σωκρατικούς, για πρώτη φορά, προς τον σκοπό αυτό η στοιχειώδης, απα­ραίτητη ορολογία, θα μπορούσε να πει κανείς, παραφράζοντας τη ρήση του W. Churchill, ότι ποτέ στην ιστορία της ανθρωπότητας, τόσο λίγοι, σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα, δεν εξέφρασαν, με τόσο περιορισμένα λεκτι­κά και τεχνικά μέσα, έναν τόσο μεγάλο πλούτο ιδεών. Η φυσική και όλες οι επιστήμες βρίσκονται ακόμη άρρηκτα ενωμένες με τη φιλοσοφία. Μια φιλο­σοφική θεωρία, και σήμερα ακόμη, δεν αποδεικνύεται με πειράματα. Αν με­ταφερθούμε στην εποχή εκείνη, θα πρέπει να αντιληφθούμε ότι δύσκολα ακόμη θα ήταν σε θέση να διακρίνουν μεταξύ μιας φυσικής, υποκείμενης σε πειραματική απόδειξη, υπόθεσης και μιας φιλοσοφικής a priori θεωρίας. Η ίδια αυτή θεώρηση του σύμπαντος μαζί με τον άνθρωπο ως ενός ενιαίου, οργανικού συνόλου θα οδηγήσει πολλές φορές τον προσωκρατικό στοχα­σμό σε μια περισσότερο βιολογική παρά φυσικομαθηματική θεώρηση των κοσμικών φαινομένων. Αυτό αποτελεί σε γενικές γραμμές το πλαίσιο μέσα στο οποίο κινήθηκαν οι Προσωκρατικοί.

Υπάρχει ίσως και ένα βαθύτερο αίτιο για την έλλειψη της πειραματικής απόδειξης στις θεωρίες τους. Αυτό είναι η ίδια η στάση του προσωκρατικού πνεύματος απέναντι στη φύση: «Ένα ουσιώδες γνώρισμα του πειράματος», θα παρατηρήσει ο S. Sambursky, «είναι η απομόνωση ενός φαινομένου στην καθαρότητα του, προκειμένου να το μελετήσουμε πιο διεξοδικά και συστηματικά. Αυτή η απομόνωση είναι τεχνητή, γιατί τα φυσικά φαινόμενα αποτελούν πάντοτε αναπόσπαστο τμήμα ενός ολόκληρου δικτύου αλληλοε­ξαρτώμενων διεργασιών… Υπό αυτήν την έννοια, μπορούμε να θεωρήσουμε το πείραμα ως αφύσικο», στο μέτρο που μια διεργασία απομονώνεται από το φυσικό της περιβάλλον και υποβάλλεται σε ελεγχόμενες από τον άν­θρωπο συνθήκες. Για τον αρχαίο Έλληνα, που θεωρεί τη φύση στην ολότη­τα της ως μια αδιάσπαστη ενότητα, θα ήταν μάλλον αδιανόητη η τεχνητή διάσπαση του αρμονικού συνόλου και η απομόνωση και αλλαγή των παρα­μέτρων ενός τμήματος του. «Ο επιστήμονας», επισημαίνει ο φυσικός Η.Ρ. Dórr, «διαθέτει βεβαίως διάφορα «δίχτυα» για τη σύλληψη της πραγματικό­τητας (είναι όμως φανερό) ότι, παρά την όλη επιδεξιότητα στην παρατήρη­ση, κάθε παρατήρηση υποχρεώνει σε έναν περιορισμό και μια επιλογή». Αυτό δεν θα ήταν μόνο άτοπο για τους Προσωκρατικούς, αλλά θα αποτε­λούσε ίσως και «ύβριν», προσπάθεια επέμβασης στα φαινόμενα του αρμονι­κού «κόσμου».

Αλλά ίσως να διαισθάνονταν επίσης ότι, στο μέτρο που θα ασχολού­νταν με επιμέρους πειραματικά δεδομένα, θα στένευαν τα όρια της σκέψης τους. Ο στόχος των Προσωκρατικών είναι μεγαλεπίβολος. Σκοπός τους εί­ναι να κατανοήσουν, όχι να περιγράψουν τη φύση. Είναι εξαιρετικά οξυδερ­κείς και ενορατικοί, ώστε να μπορούν να διαισθάνονται ότι τυχόν ενασχόλη­ση τους με επιμέρους λεπτομερειακές, πειραματικές αποδείξεις θα σήμαινε κατ’ ανάγκην απόκλιση από τον μοναδικό στόχο τους, που είναι το «ειδέναι» τον κόσμο στην ολότητα του. Το πόσο δίκαιο είχαν θα το επισημάνει με κά­ποια πικρία και νοσταλγία σε μια διάλεξη του, είκοσι πέντε αιώνες αργότε­ρα, ο W. Heisenberg: «Όσο διευρύνεται το πεδίο που μας διανοίγεται στη φυσική, χημεία και αστρονομία τόσο περισσότερο φροντίζουμε να αντικαθι­στούμε τον όρο «φυσική εξήγηση» με τον πιο ταπεινό όρο «φυσική περι­γραφή», και τόσο περισσότερο γίνεται αντιληπτό ότι αυτή η πρόοδος δεν αναφέρεται σε άμεση γνώση, αλλά σε αναλυτική εμβάθυνση. Με κάθε μεγά­λη ανακάλυψη -και αυτό μπορεί να το παρακολουθήσει κανείς ιδίως στη σύγχρονη φυσική— μειώνονται οι απαιτήσεις των ερευνητών για μια κατα­νόηση του κόσμου υπό την πρωταρχική του έννοια».

Αλλά οι Προσωκρατικοί, και αν ακόμη ήθελαν να ελέγξουν πειραματικά τις θεωρίες τους, οι περισσότερες από αυτές θα ήταν ακόμη τόσο γενικές, ώστε θα ήταν αδύνατο, στο πρώιμο αυτό στάδιο, να διατυπωθούν και πολύ περισσότερο να διενεργηθούν σχετικά πειράματα για την υποστήριξη των θεωριών τους. Ποιο πείραμα θα μπορούσε να αποδείξει μια υπόθεση για την απαρχή του σύμπαντος ή ποιο πείραμα τη δημοκρίτεια ατομική δομή της ύλης; Μήπως, επομένως, ενήργησαν αντιεπιστημονικά, σπεύδοντας να ανακοινώσουν τις θεωρίες τους, χωρίς να έχουν πρώτα απτές αποδείξεις για την ορθότητα τους; Η απάντηση είναι «όχι». Η ιστορία της επιστήμης τα τε­λευταία τριακόσια χρόνια βρίθει από παραδείγματα διαπρεπών επιστημόνων που διατύπωσαν μια θεωρία τους πολύ πριν υπάρξει πειραματική απόδειξη γι’ αυτήν. Αρκεί να αναφέρουμε στον 20ο  αιώνα τη Γενική θεωρία της Σχετικότητας του Α.Einstein ή την υπόθεση του νετρίνου του W. Pauli. Ασφαλώς οι μεγάλοι αυτοί φυσικοί δεν ήταν λιγότερο επιστήμονες, όταν προέτρεξαν με τη θεωρία τους. Ο A.Einstein θα επισημάνει: «Μπορεί να παρουσιαστεί η περίπτωση σαφώς διατυπωμένες αρχές να οδηγούν σε συνέπειες, οι οποίες βρίσκονται τελείως ή σχεδόν τελείως εκτός των ορίων της περιοχής δεδομέ­νων που είναι προσιτά στην εμπειρία μας. Σε αυτήν την περίπτωση μπορεί να απαιτηθεί πολύχρονη εμπειρική, ερευνητική εργασία για να διαπιστώσου­με κατά πόσον οι θεωρητικές αρχές ανταποκρίνονται στην αλήθεια».

Υπάρχει και ένα τελευταίο ερώτημα: Είναι οι φυσικές θεωρίες των Προ­σωκρατικών σωστές; Και εάν – όπως συμβαίνει με τις περισσότερες- διαψεύσθηκαν αργότερα, το γεγονός αυτό δεν τις αποστερεί από την ιδιότητα της επιστημονικότητας; Η απάντηση είναι αρνητική. Κατ’ αρχήν, στη μα­κραίωνη πορεία της επιστήμης, υπάρχει πλήθος θεωριών, ακόμη και πειρα­ματικά τεκμηριωμένων, που έχουν παύσει να ισχύουν και έχουν αντικατα­σταθεί από νεότερες, οι οποίες ισχύουν σήμερα και που μπορεί στο απώτε­ρο μέλλον να αντικατασταθούν και πάλι από άλλες που θα αποδειχθούν ορθότερες.

«Μα δεν είναι οι θεωρίες του Αναξίμανδρου εσφαλμένες, και γι’ αυτόν το λόγο μη επιστημονικές;», διερωτάται ο Κ. Popper. «Είναι εσφαλμέ­νες, αλλά το ίδιο είναι πολλές θεωρίες βασισμένες σε αναρίθμητα πειράμα­τα, τις οποίες αποδεχόταν η σύγχρονη επιστήμη μέχρι πρόσφατα και των οποίων τον επιστημονικό χαρακτήρα κανείς δεν θα διανοούνταν να αμφι­σβητήσει, παρ’ όλο που τώρα πιστεύεται ότι είναι εσφαλμένες… Μια εσφαλ­μένη θεωρία μπορεί να αποτελεί ένα τόσο μεγάλο επίτευγμα όσο και μια αληθινή.

Και πολλές εσφαλμένες θεωρίες συνέβαλαν περισσότερο στην αναζήτηση της αλήθειας από όσο μερικές λιγότερο ενδιαφέρουσες θεωρίες που εξακολουθούν να είναι ακόμη αποδεκτές». Μήπως δεν ήταν οι -εκ των υστέρων εσφαλμένοι- κλασικοί νόμοι της ενεργειακής ακτινοβολίας μέ­λανος σώματος των W. Wien και j. Rayleigh-J. Jeans εκείνοι που οδήγησαν τον M. Planck στην κριτική θεώρηση και διατύπωση της κβαντικής θεωρίας; Ή μήπως δεν ήταν η -εσφαλμένη- ατομική υπόθεση του Ε. Rutherford, πάνω στην οποία βασίστηκε ο Ν. Bohr για την ανάπτυξη της ατομικής θεω­ρίας του; Όπως σημειώνει ο Κ. Popper στο δοκίμιο του Back to the Presocratics, «υπάρχει η πιο τέλεια δυνατή νοητική συνέχεια σκέψης μεταξύ των θεωριών (των Προσωκρατικών) και των τελευταίων εξελίξεων στη φυ­σική. Κατά πόσον ονομάζονται φιλόσοφοι ή προ-επιστήμονες ή επιστήμονες μικρή σημασία έχει».

Η πραγματική θεωρία της γνώσης, κατά τον Κ. Popper, έγκειται «στην αληθινή περιγραφή μιας πρακτικής που πρωτοεμφανίστηκε στην Ιωνία και που – αν και υπάρχουν ακόμη πολλοί επιστήμο­νες που πιστεύουν στον επαγωγικό μύθο του Bacon- ενσωματώθηκε στη σύγχρονη επιστήμη: στη θεωρία ότι η γνώση προχωρεί μέσω υποθέσεων και ανασκευών».

Καμία θεωρία δεν μπορεί να διεκδικήσει το απόλυτο της αλήθειας. Αυτό θα το επισημάνουν με εκπληκτική διορατικότητα ο Ξενοφά­νης, ο Ηράκλειτος, ο Δημόκριτος, γεγονός που αποδεικνύει και πόσο ανα­κριβής υπήρξε ο ισχυρισμός ότι η προσωκρατική σκέψη είναι δήθεν δογμα­τική: «Δεν αποκάλυψαν εξ αρχής τα πάντα οι θεοί στους ανθρώπους, αλλά οι άνθρωποι αναζητώντας ανακαλύπτουν και επινοούν με τον καιρό το κα­λύτερο», θα πει ο Ξενοφάνης; το καλύτερο, όχι το απόλυτο. «Ας θεω­ρηθεί ότι αυτά τα πράγματα προσομοιάζουν με την αλήθεια… Κανείς άνθρωπος δεν ξέρει ή πρόκειται ποτέ να γνωρίσει την απόλυτη αλήθεια για τους θεούς και για όλα τα όσα λέγω. Γιατί, ακόμη και αν τύχει κάποιος να πει την πλήρη αλήθεια, ο ίδιος δεν το γνωρίζει. Για όλα τα πράγματα υπάρ­χουν μόνο γνώμες». Διότι, όπως θα πει ο Ηράκλειτος: «Η φύση του ανθρώπου δεν έχει κρίση και φρόνηση, ενώ το θείο έχει…. Η φύση αγαπά να αποκρύπτει τον εαυτό της». Και ο Δημόκριτος θα το επιβε­βαιώσει: «Στην πραγματικότητα δεν γνωρίζουμε τίποτε, διότι η αλήθεια βρί­σκεται κρυμμένη στον βυθό».

Το συμπέρασμα θα μπορούσε να συνοψιστεί στη φράση του S. Sambursky: «το ότι αυτοί οι φυσικοί φιλόσοφοι είναι οι πνευματικοί προπάτορες της εποχής μας δεν μπορεί να αμφισβητηθεί από κανέναν που συ­γκρίνει τη σημερινή επιστήμη με τα επιτεύγματα της ελληνικής επιστήμης, που είναι μέρος της κληρονομιάς μας, τη μεθοδικότητα της, τη φαντασία και έμπνευση της, την τρομερή συνειρμική της δύναμη και την ικανότητα εξαγωγής λογικών συμπερασμάτων». Η μονιμότητα και σταθερότητα που διέβλεψαν πίσω από την επιφανειακή πολλαπλότητα των φυσικών φαινομέ­νων και η αποφασιστικότητα τους να την διερευνήσουν με κριτικό, ορθολο­γικό πνεύμα έθεσε τον ακρογωνιαίο λίθο πάνω στον οποίο εξελίχθηκε και βασίζεται μέχρι σήμερα η επιστήμη.

Οι Προσωκρατικοί είναι αυτοί που για πρώτη φορά διατύπωσαν μια σειρά αρχών, που σε μια αρχική προσέγγιση, θα μπορούσε να συνοψιστούν ως εξής:

Αναγωγή της φαινομενικής πολλαπλότητας και αταξίας του κόσμου σε μια στα­θερή αρχή.
Αποδοχή μιας νομοτελειακής, αποκλειστικά φυσικής αιτιότητας, που έχει οικου­μενικό χαρακτήρα.
Πεποίθηση ότι τα φυσικά φαινόμενα και οι φυσικοί νόμοι υπόκεινται στην κριτι­κή, ορθολογική διερεύνηση του ανθρώπινου νου.
Μαθηματικοποίηση της φύσης.
Αναγωγή της ποιότητας στην ποσότητα.
Αλληλοσυσχετισμός και διασύνδεση όλων των όντων.
Ο άνθρωπος-παρατηρητής αναπόσπαστο μέρος της φύσης.
Συνένωση αντιθέτων εννοιών (Ηράκλειτος).
Μετατόπιση του κύριου βάρους από την ύλη στις διεργασίες (Ηράκλειτος).
Εγγενής δυναμική, αμφίδρομη ισορροπία (Ηράκλειτος).
Εξελικτική διαδικασία.
Αυτές οι προτάσεις – που ούτε αυτονόητες αλλά ούτε και αυταπόδει­κτες είναι- αποτελούν την ανυπέρβλητη προσφορά του ελληνικού πνεύμα­τος προς την ανθρωπότητα.

Στο έργο των Προσωκρατικών θα συναντήσουμε, πολλές φορές, ρή­σεις και συμπεράσματα με τα οποία φαίνεται να συμφωνούν ποιοτικά οι σύγχρονες επιστημονικές θεωρίες. Στο σημείο αυτό επιβάλλεται να διατυ­πώσουμε με σαφήνεια τα όρια του προσωκρατικού στοχασμού:

Οι Προσωκρατικοί πρώτοι έθεσαν τα καίρια φιλοσοφικά και επιστημονικά ερωτήματα που απασχολούν έκτοτε το δυτικό πνεύμα. “Για τον ζωντανό φιλοσοφικό στοχασμό η ερώτηση έχει προτεραιότητα έναντι της απαντή­σεως”, θα πει ο Χ. Μαλεβίτσης. «Και η απάντηση ποτέ δεν ακυρώνει το ερώτημα, επειδή ποτέ δεν το υπερβαίνει».

Θεμελίωσαν πρώτοι την παράδοση της κριτικής -και όχι δογματικής-διερεύνησης, χωρίς την οποία δεν θα υπήρχε επιστήμη. «Εξ όσων γνωρί­ζω», παρατηρεί ο Κ. Popper, «η κριτική ή ορθολογική παράδοση ανακα­λύφθηκε μόνο μία φορά. Χάθηκε μετά από δύο ή τρεις αιώνες, ίσως λόγω της ανόδου του αριστοτελικού δόγματος της «επιστήμης»… Ξαναανακαλύφτηκε και συνειδητά αναβίωσε κατά την Αναγέννηση, ειδικά από τον G. Galilei».

Υπέδειξαν πρώτοι «νοητικά εργαλεία» και ποιοτικές μεθόδους προσέγγι­σης και κατανόησης του φυσικού κόσμου που χρησιμοποιούνται δημι­ουργικά μέχρι σήμερα, όπως μέτρον, ρυθμός, συμμετρία, αναλογία, τάξις, κό­σμος, συνεχές-διάκριτο, ομοιογένεια, ισοτροπία, κ.ά.

Τέλος, έδωσαν απαντήσεις καθοδηγούμενοι από έναν εκπληκτικό συν­δυασμό ορθολογισμού, ενόρασης και παρατήρησης όχι όμως -εκτός ορι­σμένων εξαιρέσεων- από το πείραμα.

Στο τελευταίο αυτό σημείο έγκειται και η θεμελιώδης διαφορά μεταξύ του προσωκρατικού στοχασμού και της σύγχρονης φυσικής επιστήμης. Πεί­ραμα και μέτρηση παίζουν κατά τα τελευταία τριακόσια χρόνια καθοριστικό ρόλο στην αποδοχή ή απόρριψη μιας θεωρίας. Η οποιαδήποτε, επομένως, σύμπτωση – και υπάρχουν πολλές – προσωκρατικών αντιλήψεων με σύγχρο­νες επιστημονικές θεωρίες εκπηγάζει από διαφορετικούς τρόπους προσέγγι­σης και ερμηνείας και θα ήταν σοβαρό σφάλμα να θεωρηθεί ότι οι δεύτερες αποτελούν απλώς συνέχεια και πειραματική επιβεβαίωση των πρώτων.

Πώς θα μπορούσε να εξηγηθούν τότε αυτοί οι συχνά εκπληκτικοί πα­ραλληλισμοί; Συμβαίνει αυτό από καθαρή τύχη; Συμβαίνει επειδή οι στοχα­στές εκείνοι είχαν μια πηγαία διαίσθηση και ενόραση – εκτός από την έλλογη, κριτική ικανότητα – που τους οδηγούσε στη σωστή επιστημονική κατεύθυν­ση; Ή συμβαίνει επειδή ο δικός τους “τρόπος του σκέπτεσθαι” μπόλιασε όλη τη μετέπειτα εξέλιξη του ευρωπαϊκού στοχασμού, ώστε ο τελευταίος να βαδίζει πάνω στα δικά τους χνάρια; Με μια γενική απάντηση κινδυνεύουμε, τονίζοντας τις συμπτώσεις, να οδηγηθούμε σε εσφαλμένα συμπεράσματα ή, παραβλέποντας τις ομοιότητες, να χαθούμε σε μια υπέρ-απλούστευση και τέ­λεια παρεξήγηση του έργου των Προσωκρατικών. Την απάντηση, κατά περί­πτωση, ας την ζυγίσει και ας την δώσει ο ίδιος ο αναγνώστης.

του Κωνσταντίνου Βάμβακα, απόσπασμα από το βιβλίο του “Οι θεμελιωτές της Δυτικής Σκέψης – Ένας διαχρονικός παραλληλισμός μεταξύ Προσωκρατικού στοχασμού, Φιλοσοφίας και Φυσι­κής Επιστήμης”. Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2001.

Επίσης, δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «ΧΗΜΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ», τεύχος 10, Οκτώβριος 2001

ΠΗΓΗ

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου