Τ. Σ. Έλιοτ: «Οι κούφιοι άνθρωποι» ή ο θάνατος της κουλτούρας
Είμαστε οι κούφιοι άνθρωποι Είμαστε οι παραγεμισμένοι άνθρωποι Που σκύβουμε μαζί Καύκαλα μ’άχερα γεμάτα. Αλίμονο! Οι σ τ ε γ ν έ ς μας φωνές Σαν ψιθυρίζουμε μαζί Είναι ήσυχες και ασήμαντες Σαν τον αγέρα στο ξερό χορτάρι Ή σε σπασμένα γυαλικά των ποντικών το ποδάρι Μες στο ξερό μας το κελάρι. Μορφή χωρίς σχήμα, Σ κ ι ά δίχως χρώμα, Παραλυμένη Δύναμη Γνέψιμο χωρίς κίνηση˙ Εκείνοι που ταξίδεψαν Με ί σ ι ε ς μ α τ ι έ ς , στου θανάτου την άλλη Βασιλεία Μας θυμούνται —α! θυμούνται— όχι σα να’μαστε χαμένες Παράφορες ψυχές, μα μοναχά Οι κ ο ύ φ ι ο ι ανθρώποι Οι π α ρ α γ ε μ ι σ μ έ ν ο ι ανθρώποι. ΙΙ Μ ά τ ι α που δεν μπορώ ν’ αντικρίσω στα ό ν ε ι ρ α Στου θανάτου τη βασιλεία των ονείρων Α υ τ ά δεν φανερώνονται: Εκεί, τα μ ά τ ι α είναι Η λ ι ο ς σε σπασμένη στήλη Εκεί, ένα δέντρο σείεται Και οι φωνές είναι Στου αγέρα το τραγούδισμα Πιό απόμακρες.. πιό επίσημες Από τ’άστρο που σβήνει. Ας μην έρθω κοντύτερα Στου θανάτου τη βασιλεία των ονείρων Κι αν φορέσω ακόμη Τέτοια μελετημ...