Αν θεωρήσουμε, λοιπόν, το παράλογο ως κανόνα ζωής, είναι αντιφατικό. Τότε, γιατί απορούμε που δεν μας διαθέτει τις αξίες εκείνες οι οποίες θα αποφάσιζαν για μας ως προς τη νομιμότητα του εγκλήματος; Δεν είναι δυνατό, άλλωστε, να στηρίξουμε μια στάση πάνω σε μια προνομιούχα συγκίνηση.
Το αίσθημα του παραλόγου είναι ένα αίσθημα όπως όλα τα άλλα. Το ότι έδωσε τη χροιά του σε τόσες σκέψεις και πράξεις στην περίοδο του μεσοπολέμου αποδεικνύει μόνο τη δύναμη και τη νομιμότητά του. Αλλά η δύναμη ενός αισθήματος δεν σημαίνει ότι γίνεται και πανανθρώπινο. Το σφάλμα μιας ολόκληρης εποχής ήταν ότι διατύπωσε, ή θεώρησε διατυπωμένους, γενικούς κανόνες δράσης, ξεκινώντας από μιαν απελπισμένη συγκίνηση που ο μηχανισμός της ήταν να ξεπεράσει τον ίδιο τον εαυτό της.
Τα μεγάλα βάσανα, όπως και οι μεγάλες ευτυχίες, γίνονται αιτίες για τη γένεση ενός συλλογισμού. Παίζουν τον ρόλο των μεσολαβητών. Μα δεν θα μπορούσαμε να τους ξαναβρούμε και να τους διατηρήσουμε καθ’ όλη τη διάρκεια των συλλογισμών. Αν, επομένως, ήταν νόμιμο να υπολογίζεται η παράλογη ευαισθησία, να γίνεται η διάγνωση ενός κακού τέτοιου όπως το βρίσκουμε στον εαυτό μας και στους άλλους, είναι αδύνατο να δούμε σε τούτη την ευαισθησία, και στον μηδενισμό που αυτή προϋποθέτει, κάτι άλλο εκτός από ένα σημείο εκκίνησης, μια εμπειρική κριτική, το ισοδύναμο —στο επίπεδο της ύπαρξης— της συστηματικής αμφιβολίας. Κι ύστερα, πρέπει να σπάσουμε τα στάσιμα παιχνίδια του καθρέφτη και να εισχωρήσουμε στην ασυγκράτητη κίνηση, χάρη στην οποία το παράλογο ξεπερνά τον ίδιο τον εαυτό του.
Όταν σπάσει ο καθρέφτης, δεν απομένει πια τίποτα που να μπορεί να μας βοηθήσει για να δώσουμε απαντήσεις στα ερωτήματα του αιώνα. Το παράλογο μαζί με τη μεθοδική αμφιβολία εξουδετέρωσαν τις ιδέες του παρελθόντος. Το παράλογο μας φέρνει σε αδιέξοδο. Όμως μπορεί, όπως και η αμφιβολία, συγκεντρώνοντας το ενδιαφέρον πάνω του, να προσανατολίσει μια νέα έρευνα. Ο συλλογισμός συνεχίζεται έτσι με τον ίδιο τρόπο. Φωνάζω ότι δεν πιστεύω σε τίποτα και ότι όλα είναι παράλογα, μα δεν μπορώ να αμφιβάλλω για την κραυγή μου, και πρέπει να πιστέψω τουλάχιστον στη διαμαρτυρία μου.
Η πρώτη και μοναδική ολοφάνερη αλήθεια που μου δίνεται έτσι, εντός της παράλογης εμπειρίας, είναι η εξέγερση. Στερημένος από κάθε γνώση, εξαναγκασμένος να σκοτώνω ή να συναινώ στον φόνο, δεν έχω παρά μόνο τούτη την απτή αλήθεια, η οποία ενισχύεται ακόμη περισσότερο από την απόγνωση που με παιδεύει.
Η εξέγερση γεννιέται από το θέαμα της παραφροσύνης, μπροστά σε μιαν άδικη και ακατανόητη μοίρα. Ωστόσο, η τυφλή ορμή της διεκδικεί την τάξη μέσα στο χάος και την ενότητα στην καρδιά αυτού που φεύγει και χάνεται. Φωνάζει, απαιτεί, θέλει να σταματήσει το σκάνδαλο και να ακινητοποιηθεί επιτέλους αυτό που μέχρι τώρα γραφόταν δίχως ανάπαυλα πάνω στη θάλασσα.
Έγνοια της είναι η αλλαγή. Αλλαγή όμως σημαίνει δράση, και δράση αύριο θα σημαίνει να σκοτώνει, ενώ δεν ξέρει ακόμη αν ο φόνος είναι νόμιμος. Εγκυμονεί ακριβώς τις πράξεις εκείνες που της ζητούν να νομιμοποιήσει. Άρα, η εξέγερση πρέπει να αντλήσει τα αίτια που την υποκινούν από τον εαυτό της, αφού δεν μπορεί να τα πάρει από τίποτ’ άλλο. Πρέπει να δεχτεί να κάνει τον αυτοέλεγχό της για να μάθει πώς πρέπει να συμπεριφερθεί.
Δύο αιώνες επανάστασης, μεταφυσικής ή ιστορικής, προσφέρονται ακριβώς στη θεώρησή μας. Μόνο ένας ιστορικός θα είχε την αξίωση να εκθέσει λεπτομερώς τις ιδεολογίες και τα κινήματα που διαδέχονται το ένα το άλλο μέσα σ’ αυτήν. Το πολύ πολύ, θα είναι δυνατό να βρούμε εκεί την κατευθυντήρια ιδέα. Οι σελίδες που ακολουθούν προτείνουν μόνο κάποια ιστορικά σημεία αναφοράς και μια πιθανή ανάγνωση’ αυτή δεν είναι η μόνη δυνατή και, άλλωστε, δεν μπορεί να διαφωτίσει τα πάντα. Εξηγεί ωστόσο, τουλάχιστον εν μέρει, την κατεύθυνση και, σχεδόν ολοκληρωτικά, τις υπερβολές της εποχής μας. Η θαυμαστή ιστορία που αναφέρεται εδώ είναι η ιστορία της ευρωπαϊκής αλαζονείας.
Η εξέγερση, πάντως, δεν θα μας φανέρωνε τις αιτίες της παρά μόνο στο τέλος μιας έρευνας γύρω από τις θέσεις, τις αξιώσεις και τις κατακτήσεις της. Στα έργα της βρίσκονται πιθανόν ο κανόνας δράσης που δεν κατάφερε να μας δώσει το παράλογο, τουλάχιστον μια ένδειξη για το δικαίωμα ή το καθήκον να σκοτώνεις και, τέλος, η ελπίδα μιας δημιουργίας.
Ο άνθρωπος είναι το μόνο πλάσμα που αρνείται να είναι αυτό που είναι. Αρκεί να ξέρουμε αν τούτη η άρνηση τον οδηγεί μόνο στον όλεθρο των άλλων και του εαυτού του, αν κάθε εξέγερση πρέπει να κλείνει με τη δικαίωση του παγκόσμιου εγκλήματος ή αν, αντίθετα, χωρίς καμιάν απαίτηση για μιαν ανέφικτη αθωότητα, μπορεί να αποκαλύψει την αρχή μιας αποδεκτής ενοχής.
***
Albert Camus – Ο επαναστατημένος άνθρωπος
by Αντικλείδι , https://antikleidi.com