Το παρακάτω δοκίμιο είναι μια κριτική απέναντι στις μονολιθικές αλήθειες της ζωής μας. Ο χρόνος,- το σήμερα, το χθες, το αύριο κάτω από την κριτική σκέψη του Καμύ πέρνουν μια διαφορετική όψη. Λέμε πως γνωρίζουμε τον κόσμο, πως γνωρίζουμε τον εαυτό μας, τα θέλω μας, τα πιστεύω μας όμως είναι αλήθεια ή μήπως καθημερινά αναθεωρούμε τα πάντα, ακόμη και την άποψη για τον ίδιο μας τον εαυτό; Η λογική του παραλόγου έχει εισχωρήσει στον σύγχρονο τρόπο ζωής μας και έχει γίνει δεύτερη φύση μας.
Μέσα από την καθημερινότητα μας ξεχνάμε τα σημαντικά και απασχολούμαστε με τα ασήμαντα και αδιάφορα της ζωής. Δίνουμε στους άλλους μα και στον εαυτό μας ψευδείς υποσχέσεις για το μέλλον- όπου μεταθέτουμε τις στιγμές ευτυχίας μας, τις στιγμές που πραγματικά αξίζουν για να τακτοποιήσουμε τα καθημερινά μας προβλήματα και αν ξαφνικά μας έδινε κάποιος ένα μέσο για να αντιληφθούμε τα πράγματα από την ρεαλιστική τους πλευρά κι όχι μέσα από τη συναισθηματική μας “όραση” θα γελούσαμε με την ασημαντότητά τους. Και τελικά έρχεται μια μέρα που δεν έχει επιστροφή, μια ημέρα που έχουμε ελάχιστους χτύπους στο ρολόι της ζωής μας και δεν έχουμε προλάβει καν να πούμε ένα σ’αγαπώ στους ανθρώπους που αγαπάμε, δεν έχουμε προλάβει να ζήσουμε ένα ηλιοβασίλεμα αγκαλιά με τον σύντροφό μας, πιασμένοι χέρι-χέρι σε μια άγνωστη παραλία, δεν έχουμε προλάβει να δώσουμε μα και να πάρουμε χαμόγελα από τον κόσμο μέσα στον οποίο ζούμε και αναπνέουμε..
Ακολουθούν τα αποσπάσματα :
“… Όλες τις μέρες μιας άφεγγης ζωής ο χρόνος μας ανέχεται. Έρχεται όμως πάντα η στιγμή που πρέπει να τον ανεχτούμε και να τον υπομείνουμε εμείς. Ζούμε με το μέλλον: “αύριο”, “αργότερα”, “όταν σου δοθεί μια ευκαιρία”, “με τον καιρό θα καταλάβεις”. Αυτές οι ανακολουθίες είναι περίεργες αφού θα πεθάνουμε. Αλλά φτάνει η μέρα που ο άνθρωπος διαπιστώνει πως είναι τριάντα χρονών. Επιβεβαιώνει έτσι τη νιότη του. Την ίδια όμως στιγμή συγκρίνει τον εαυτό του με το χρόνο. Παίρνει θέση μέσα σ’ αυτόν. Αναγνωρίζει πως βρίσκεται σε μια κρίσιμη στιγμή και παραδέχεται πως έχει χρέος να την περάσει. Ανήκει στο χρόνο και τρομοκρατημένος βλέπει στο πρόσωπο του χρόνου το χειρότερο εχθρό του. Αύριο, επιθυμούσε το αύριο, τη στιγμή που έπρεπε να μην το ήθελε μ’ όλο του το είναι. Αυτή η επανάσταση της σάρκας αποτελεί το παράλογο [Όχι όμως κυριολεκτικά. Δε δίνω έναν ορισμό, απαριθμώ συναισθήματα, ανεκτά απ' το παράλογο. Αλλά το τέλος της απαρίθμησης δε σημαίνει κι εξάντληση του παράλογου].