kαθώς ο Χάιντεγκερ υπήρξε ένας από τους στοχαστές που επηρέασαν όσο λίγοι τη σκέψη του 20ού αιώνα, η ανάγνωση του έργου του δίνει λαβή, πέραν από οτιδήποτε άλλο, και στη διατύπωση και άσκηση κριτικής σ’ αυτό· απαραίτητο στοιχείο τούτη η κριτική κάθε έννοιας «φιλοσοφείν» – θα επιχειρήσουμε γι’ αυτό κάποιες σκέψεις.
α) Ο Χάιντεγκερ, μεταξύ άλλων, πρεσβεύει πως η ουσία του ανθρώπου οριοθετείται μέσα από τη στάση του μπροστά στον θάνατο, μιλά για το «προς θάνατον Είναι» (Sein zum Tode), και για τη βίωση της αγωνίας μπροστά στον θάνατο, από τον άνθρωπο, που τελικά συνιστά και ό,τι προσδιορίζει τον άνθρωπο ως τέτοιον – ο άνθρωπος είναι το μοναδικό ον που γνωρίζει πως θα πεθάνει. Σχετικά μ’ αυτό, θα λέγαμε πως αν πράγματι η ανθρώπινη ζωή οριοθετείται από το όριο του θανάτου, και πως αν ο άνθρωπος όντως σημαδεύεται από τούτη την αναπόδραστη πραγματικότητα του θανάτου, εντούτοις το ανθρώπινο Ον δημιουργεί μπροστά σ’ αυτήν την πραγματικότητα κάτι που το ορίζει και το προσδιορίζει πολύ χαρακτηριστικότερα από όσο η αγωνία μπροστά στον θάνατο. Αυτό το ανθρώπινο χαρακτηριστικό είναι «το Νόημα».
Ο άνθρωπος είναι το μοναδικό ον του οποίου η ύπαρξη έχει κάποιο νόημα, το μοναδικό Ον που δίνει το ίδιο στον εαυτό του και στη ζωή του Νόημα. Τι άλλο σηματοδοτούν η ανθρώπινη δημιουργικότητα, η τέχνη, η επιστημονική και φιλοσοφική σκέψη, η θρησκευτικότητα, την οποία γνώρισε η ανθρωπότητα από τα πρώτα της βήματα, μα και το φαινόμενο της οικογένειας και της ανατροφής απογόνων, πραγματικότητα άγνωστη στα ζώα, σ’ αυτή τουλάχιστον την ολοκληρωμένη της μορφή; Μπορούμε να δεχτούμε πως οι άνθρωποι γεννιούνται και πεθαίνουν -όπως εξάλλου και όλα τα όντα στη Φύση-, μα δεν είναι δυνατόν να φανταστούμε μια ανθρωπότητα δίχως τον Σαίξπηρ ή δίχως τη Missa Solemnis. Μια μητέρα μπορεί κάλλιστα να αποδεχθεί τον επικείμενο αργά ή γρήγορα φυσικό της θάνατο, μα είναι αδύνατον να δεχθεί τον χαμό του μοναχογιού της, που αποτελεί «το Νόημα» της ζωής της -στο ενδεχόμενο του χαμού του παιδιού της θα επέλεγε πιθανώς και η ίδια τον θάνατο ως λύτρωση. Το Νόημα, έργο της ανθρώπινης δημιουργικότητας μα και σκέψης, προσιδιάζει πιστεύουμε κατεξοχήν στον άνθρωπο και συνιστά το κατεξοχήν ουσιώδες και ουσιαστικό χαρακτηριστικό του – το ουσιώδες τελικά, όσον αφορά την ανθρώπινη πραγματικότητα, είναι πως κανείς μπορεί ν’ αποδεχθεί το αναπόφευκτο του θανάτου, μα ποτέ μια ζωή δίχως νόημα.
β) Ο Χάιντεγκερ μιλά για την ανάδυση των όντων μέσα στο Είναι τους – πιστεύει πως το Ον δεν εξαντλείται στη νοητική του προσέγγιση από το υποκείμενο, προέχει η ανάδυσή του στο φως τού Είναι του και η ολόπλευρη εμφάνισή του. Τούτη η απολύτως κεντρική για τη χαϊντεγκεριανή σκέψη θέση – οδηγητική του όλου του έργου, επιτρέπει κάποιους συνειρμούς: Νομιμοποιούνται εξίσου η σοφόκλεια Αντιγόνη ή «η Τέχνη της Φούγκας» του Μπαχ, ως μορφώματα που αναδύονται στην ύπαρξη «στο φως τού Είναι», όσο και το ναζιστικό στρατόπεδο συγκέντρωσης Αουσβιτς ή το γεγονός της ρίψης της ατομικής βόμβας στη Χιροσίμα – τα μορφώματα σε τούτο «εξισώνονται», χάριν της εμφάνισής τους, της ανάδυσής τους στο φως τού Είναι. Αν όμως η φιλοσοφία έχει κάποιο νόημα για τον άνθρωπο και δεν συνιστά απλώς τη φωνή τού Είναι σ’ έναν αποψιλωμένο από ανθρώπινη παρουσία κόσμο, τότε κατεξοχήν συνίσταται στον δύσκολο δρόμο «τού νοηματοδοτείν» και «του αξιολογείν» – σημαντικά για τη σκέψη και για τον άνθρωπο δεν είναι τόσο το ότι και ο Παρθενώνας και το Αουσβιτς «λάμπουν στο φως τού Είναι», μα τι σημαίνει για τη σκέψη και τον άνθρωπο ο Παρθενώνας και τι το Αουσβιτς.
γ) Διαβάζοντας την επιστολή για τον ανθρωπισμό θα συναντήσουμε αρκετές φορές την επίκληση από τον συγγραφέα της έννοιας της αξιοπρέπειας. Δυστυχώς, το έργο τελειώνει δίχως να προσδιοριστεί πουθενά σε τι τελικά συνίσταται αυτή η πολύτιμη για τον άνθρωπο έννοια – γίνεται επίσης αναφορά στην έννοια της ευθύνης. Η πολυσήμαντη και με «ιερά χαρακτηριστικά πολιτισμικότητας» έννοια του ανθρωπισμού διαφυλάσσεται απ’ όλη την παραδοσιακή σκέψη και ως επιλογή αξιών, μεταξύ αυτών και της ανθρώπινης θρησκευτικότητας και του θείου. Το ελλόγως πράττειν και θεσμοθετείν κοινωνικά και πολιτικά δεν αποκλείει και μία θεολογική διάσταση του ανθρώπου – γι’ αυτήν εξάλλου μιλά η κλασική σκέψη του Καντ (Kant) και του Χέγκελ (Hegel). Τούτη η σκέψη απομακρύνει μετά βδελυγμίας από τη θεματική της έναν Θεό που «μου επιτρέπει να πλανώμαι» (Καρτέσιος), πολύ περισσότερο μια θεολογία της σκοτεινής εκστατικότητας, που στο φως του πεπρωμένου τού Είναι θα θανατώσει ανθρώπους σε φούρνους. Στη σελίδα 111 του βιβλίου διαβάζουμε: «Οι νεαροί Γερμανοί που είχαν γνώση του Χέλντερλιν, σκέφτηκαν και έζησαν ενώπιον του θανάτου κάτι εντελώς διαφορετικό από ό,τι η κοινή γνώμη θεώρησε γερμανική αντίληψη».
Δίχως να ξεκαθαρίζει πουθενά ο Χάιντεγκερ σε ποιους αναφέρεται όταν μιλά για «νεαρούς Γερμανούς», μα επιτρέποντάς μας ανατριχιαστικούς συνειρμούς, θα λέγαμε πως ο απολλώνιος Χέλντερλιν θα ένιωθε πραγματικό αποτροπιασμό και φρίκη μπροστά στα εγκλήματα των συμπατριωτών του, που συσκότισαν τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα -ένας ποιητής που θράφηκε εξάλλου από την ελληνική αρχαιότητα.
Η έννοια του πλατωνικού «θείου φωτός» ως αγαθού παραλλάσσεται από τον Χάιντεγκερ προ της «μη νοηματοδοτούσας» ανάδυσης των όντων μέσα στο Είναι και στην έκσταση: Αν ο Πλάτων θεματοποιεί με άλλον τρόπο από ό,τι οι σοφιστές το διαφωτιστικό πρόταγμα που θα δεσπόσει στη δυτική φιλοσοφική παράδοση μέσα από το έργο του Αριστοτέλη, του Καρτέσιου, του Σπινόζα, του Καντ, του Σοπενάουερ, προκρίνοντας σε περίοπτη θέση το αξιακό στοιχείο και την αξιοθεσία, το κρίνειν, το αξιολογείν και το σύμφωνα με αυτά πράττειν, η χαϊντεγκεριανή έκσταση θυμίζει, ούτε λίγο ούτε πολύ, την εθνικιστική μεγαλομανία των Ταγμάτων Εφόδου, που μέσα από την επίκληση ενός αδιευκρίνιστου νοηματικά γερμανικού πεπρωμένου βύθισαν τον κόσμο στη σφαγή, γεμίζοντας την Κεντρική Ευρώπη όχι με αρχιτεκτονήματα υψηλής αισθητικής, μα με στρατόπεδα συγκεντρώσεως. Σε τι αλήθεια συνίσταται η ανθρώπινη ευθύνη αν όχι στην ανάληψή της;
Πέρα από οτιδήποτε άλλο, πάντως, ο Μάρτιν Χάιντεγκερ υπήρξε ένας στοχαστής που ούτε φαντασίας ούτε πρωτότυπης σύλληψης στερούνταν. Επηρέασε ευρύτατα και πολλές φορές ιδιαίτερα γόνιμα την εποχή που ακολούθησε του έργου του. Προσπαθώντας να βάλουμε στην άκρη όλους τους επώδυνους ιστορικοπολιτικής φύσης συνειρμούς που επιτρέπει το χαϊντεγκεριανό έργο, ας το δούμε σαν μια πρώτη ύλη επιδεκτική σε δημιουργικές προσεγγίσεις και σε πολλές επιθυμητές επαναδιατυπώσεις.
Από τον Δήμο Μαρουδή Ελευθεροτυπία