Κυριακή 18 Νοεμβρίου 2012

0

Ελευθέρα Βούλησις και Ανταποδοτική Δικαιοσύνη


Αι Ορφικαί Πινακίδες, περί των οποίων εδημοσιεύθη άρθρον εις το 15ον τεύχος του μηνός Δεκεμβρίου 2002 της ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ, έφερον εις το προσκήνιον το θέμα των επανενσαρκώσεων και της Ειμαρμένης. Ο Ορφικός Ορίζων διαπνέεται εκ της πεποιθήσεως της αθανασίας της ψυχής, βασιζόμενος εις την επαναληπτικότητα των βίων, κατά τους οποίους η ψυχή εναλλάξ προσλαμβάνει τον ένσαρκον φορέα της και του θανάτου, κατά τον οποίον μένει ελευθέρα, άνευ του «σήματος» σώματός της. Το «σήμα» είναι ο τάφος της ψυχής, λέγει ο Πλάτων (Κρατύλος 400C).

Ο Πλάτων, έχων παραλάβει εκ των Πυθαγορείων την Ορφικήν Θεολογίαν, εις τον μύθον του Ηρός της Πολιτείας (617) αναφέρει ότι αι ψυχαί διαλέγουν αι ίδιαι το είδος του βίου, που επιθυμούν να ζήσουν, όταν μεταβαίνουν προς ενσάρκωσιν (618Α - C). Η ελευθέρα επιλογή των τας καθιστά υπευθύνους των πράξεών των. Λέγει ο Πλάτων «αιτία ελομένου, θεός αναίτιος» (617Ε). Την ευθύνην την έχει ο επιλέγων, ο θεός είναι αναίτιος. Και τίθεται η ερώτησις: ποίος ο ρόλος της Μοίρας, εφ’ όσον δια της ελευθέρας βουλήσεως η άσαρκος ψυχή έχει επιλέξει προ της ενσαρκώσεώς της τον βίον που θα ζήση;

Προ του Πλάτωνος, ο Ηράκλειτος μας παρέδωσεν το απ. 25, το οποίον παρουσιάζει ιδιαίτερον ενδιαφέρον, σχετικώς με το θέμα των επανενσαρκώσεων και την σημασίαν των μοιρών:

«Μόροι γάρ μέζονες, μέζονας μοίρας λαγχάνουσι».

(Σημαντικώτεροι θάνατοι, κληρώνουν επιφανέστερα μερίδια ζωής).

Εις το απόσπασμα αυτό και ο Ηράκλειτος ομιλεί περί της επιλογής του βίου από την ψυχήν προ της ενσαρκώσεως. Τα έργα κατά την διάρκειαν του προτέρου βίου διαμορφώνουν τας προϋποθέσεις διά το είδος του κλήρου που θα επιλέξη η ψυχή κατά την επομένην ενσάρκωσιν. Όσον σημαντικώτερος ο βίος επισφραγισθείς δια του θανάτου/μόρου, τόσον και ο λαχνός δια την επομένην ζωήν θα έχη μεγαλύτερον μερίδιον/ μοίρας, καλύπτων τας τύχας περισσοτέρων ανθρώπων.

Τί ακριβώς προσδιορίζει η λέξις μοίρα εις την Ελληνικήν Γλώσσαν;

Χώρος και χρόνος μοιράζονται την ιδίαν λέξιν, την λέξιν μοίραν. Αι μοίραι εις τον χώρον αναφέρονται εις τον Ζωδιακόν Κύκλον, τον Κύκλον του Διονύσου Ζαγρέως, (Ζ + Αγρεύς, του μεγάλου Ζα = προθ. επιθέτου και Αγρέως = Κυνηγού), δηλαδή του Μεγάλου Κυνηγού των ψυχών εις τον Αγρόν της Ζωής.

Ο Ορφικός Ύμνος των Μοιρών άπτεται της ιδέας του Ζωδιακού Κύκλου, αρχίζων ως εξής:

«Μοίραι απειρέσιοι, Νυκτός φίλα τέκνα μελαίνης,
κλύτε μου ευχομένου, πολυώνυμοι, αι τ’ επί λίμνης ουράνιας...».

(Ω Μοίραι αναρίθμητοι, αγαπητά τέκνα της μαύρης Νυκτός, ακούσατε την προσευχήν μου, εσείς με τα πολλά ονόματα, σεις πού κατοικείτε επάνω εις λίμνην επουρανία...).
Αλληγορική εικών του Ζωδιακού Κύκλου είναι η ουρανία λίμνη, εις την οποίαν κατοικούν αι μοίραι, επί των οποίων αρμενίζει ο πλανήτης Γη με τα έλλογα και άλογα όντα που τον κατοικούν. Εις τον 16ον στίχον του ιδίου Ύμνου ο Υμνωδός αναφέρεται εις τας τρεις μοίρας: Λάχεσιν, Κλωθώ και Άτροπον. Η ιδία λέξις, η μοίρα μοιράζεται χώρον και χρόνον, εφ’ όσον χρόνος είναι το παρελθόν, η Λάχεσις, το παρόν η Κλωθώ και το μέλλον η Άτροπος, αι τρεις θυγατέραι της Ανάγκης (Πολιτεία 617C). Εις δε τον χώρον ο κύκλος των «απειρεσίων» μοιρών (360°) είναι εις την δικαιοδοσίαν του Ζωδιακού Κύκλου του Διονύσου Ζαγρέως.

Αμφότεραι αι λέξεις μοίρα και μόρος προέρχονται εκ της αυτής ρίζης, της ρίζης μερ-, και διά της ετεροιώσεως μορ-, του ρήματος μείρομαι.

Μείρομαι (ρίζα μερ-, μέρος) 1) λαμβάνω το μέρος μου, το ανήκον εις εμέ μερίδιον, συμμερίζομαι, μετέχω τινός. 2) Διαιρώ, λαμβάνω δια κλήρου, μοιράζω, διαιρούμαι, χωρίζομαι από τινος. 3) παθ. παρακειμένου και υπερσ. είμαρται και είμαρτο = ήτο ωρισμένον υπό της μοίρας, ήτο πεπρωμένο, γραφτό. Ωσαύτως κατά μετοχήν ειμαρμένος, η, ον = ο προωρισμένος, αποφασισμένος, πεπρωμένος. Ως ουσ. η ειμαρμένη εξυπακούεται η μοίρα, ως το πεπρωμένη εκ του πέπρωται, ό,τι είναι καθωρισμένον διά τον καθένα, ό,τι είναι παραχωρημένον εις έκαστον υπό της μοίρας, το πεπρωμένον. Μέρος, μερίς, μερίζω, μοίρα, μόρος.

(Τα ανωτέρω ως προς το Λεξικόν Απάντων των Ρημάτων του Παν. Αλεξ. Διαμαντάκου, εκδ. Ι. ΣΙΔΕΡΗΣ, 1999).

Διότι η μεν Ειμαρμένη (εκ του μείρομαι = μοιράζω) αφορά εις την μοίραν του χώρου και του χρόνου κατά την οποίαν ετελέσθησαν αι πράξεις και ο θνητός εμοιράσθη με τους συνανθρώπους του τα της κοινής μοίρας του Ζωδιακού Κύκλου• το δε Πεπρωμένον εκ του ρήματος πόρω, εξ ου και πέπρωται, σημαίνει προσκομίζω, δωρίζω, προσπορίζω, αποκομίζω, ακριβώς εκείνα, τα οποία έχω πραγματοποιήσει διά της ελευθέρας βουλήσεως μου κατά την διάρκειαν της ζωής, την οποίαν εγώ ο ίδιος επέλεξα.

Ειμαρμένη, Πεπρωμένον, Αντιπεπονθός είναι χρόνου παρακειμένου. Και αι τρεις σημασίαι έχουν σχέσιν με τον Νόμον της Ανταποδοτικής Δικαιοσύνης.

Το Αντιπεπονθός, μετοχή ουδετέρου γένους Ενεργητικής Φωνής, παρακειμένου του ρήματος πάσχω και με την πρόθεσιν αντι-πάσχω, επισφραγίζει την ελευθερίαν της βουλήσεως. Επιβεβαιώνει, δηλαδή, ότι ό,τι προήλθεν εξ αιτίας των παρελθουσών πράξεών μου θα το υποστώ αντί + πάσχων. Αι αυτόβουλοι πράξεις μου, θετικαί και αρνητικαί, κυρώνονται αναλόγως από την Μοίραν Άτροπον εις τον μέλλοντα χρόνον διά του Νόμου του Αντι + Πεπονθότος, που ελειτούργησε κατά το πρόσφατον παρελθόν.

Ο παρακείμενος είναι κείμενος παρά. Αναφέρεται εις το πρόσφατον τετελεσμένον παρελθόν, συνεπώς έχει σχέσιν με την μοίραν Λάχεσιν και με το «μοίρας λαγχάνειν» του Ηρακλείτου της αυτής ρίζης λαγχάνω. Η μετοχή και των τριών ανωτέρω ρημάτων δηλώνει την μέθεξιν μετά του υποκειμένου. Τίνος υποκειμένου; της μοίρας, του αμόρου και του αντι + πάσχοντος.

Πού υπεισέρχεται η ελευθερία της βουλήσεως; Εις το δηλωτικόν του χρόνου της επιτελέσεως της πράξεως υπό του υποκειμένου, η οποία πράξις αναφέρεται εις το τετελεσμένον προσφάτως παρελθόν. Η χρονική στιγμή της τελέσεως της πράξεως προέρχεται, όχι από κάποιον αόριστον, αόρατον και άγνωστον ή γνωστόν θεόν ή άλλον εξωγενή παράγοντα, έτοιμον να τιμωρήση, αλλά από το ίδιον το άτομον. Διά των τετελεσμένων του πράξεων ωδήγησε την Ειμαρμένην ή Πεπρωμένον ή Αντιπεπονθός εις την κατανομήν του αντιστοίχου μεριδίου, το οποίον λαμβάνει έκαστος αναλόγως των πράξεων, τας οποίας ελευθέρως και κατόπιν των προσωπικών του επιλογών επραγματοποίησεν. Ουδείς θεός, αγαθός ή τιμωρός έχει μεσολαβήσει μεταξύ του ατόμου και της Ειμαρμένης ή Πεπρωμένου.

Δια της Ελευθερίας της βουλήσεως λειτουργεί ο Νόμος του Αντιπεπονθότος, δηλαδή ο αναπόδραστος Νόμος της Ανταποδοτικής Δικαιοσύνης.


Το παρακάτω άρθρον εδημοσιεύθη στο περιοδικόν «Ελληνική Αγωγή»,
έτος 8ο, Αρ. Φύλλου 18/71, Μαρτίου 2003

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου