«Για τους έλληνες, αγάπη δε σημαίνει να δίνεις τον ένα από τους δυο χιτώνες σου. Αλλά να μην επιτρέπεις στον εαυτό σου να έχει τρεις χιτώνες όταν ο διπλανός δεν έχει κανένα.
Η θέση των χριστιανών να δίνεις από τα δυο το ένα σε κείνον που δεν έχει κανένα, είναι η νοσηρή αντίδραση απέναντι στους νοσηρούς όρους. Η ελεημοσύνη δεν ταιριάζει στον αξιοπρεπή και τον περήφανο άνθρωπο. Γιατί ζητεί να λύσει το πρόβλημα προσωρινά, και εκ των ενόντων να "κουκουλώσει" μια κοινωνική αταξία.
Ενώ η θέση των ελλήνων να μην αποχτήσεις τρία, όταν ο δίπλα σου δεν έχει ούτε ένα, είναι η υγεία. Σου υποδείχνει να προλαβαίνεις στοχαστικά, για να μη χρειάζεσαι ύστερα να γιατροπορεύεις ατελέσφορα.
Άλλωστε η θέση αυτή είναι, αλλιώτικα, η βάση εκείνης της υπέροχης σύλληψης στο κοινωνικό πρόβλημα, που οι έλληνες την είπανε δημοκρατία. Ξέρεις άλλη λέξη με πιο αδρή, πιο γόνιμη, πιο πλούσια, πιο σοφή, και πιο έμορφη αν θέλεις ουσία από τη λέξη δημοκρατία; Εγώ δεν ξέρω. Και γράμματα γνωρίζω, που λένε στα δικαστήρια.
Αυτή την πρωταρχική συμπεριφορά των ελλήνων, που προφταίνει να σε φυλάγει από τη διολίσθηση στο ηθικό χάος, ο Αριστοτέλης τη χάραξε σε μια πρόταση μαρμάρινη. Μοιάζει τις εξισώσεις, που διατυπώνουν οι μεγάλοι φυσικοί: "ο αλτρουϊσμός", λέει, "είναι στον ίδιο βαθμό λανθασμένη προκατάληψη με τον εγωϊσμό".
Ο αλτρουϊσμός των χριστιανών όμως δεν είναι τέτοιο δώρο. Αλλά είναι η πρόφαση για να διαιωνίζεται ο εγωϊσμός τους. Σκέφτηκες ποτέ πόσο ατιμωτική είναι για σένα η στιγμή που ελεείς το διακονιάρη; Πώς επιτρέπεις, και πώς ανέχεσαι την υπεροχή σου απέναντί του; Η ελεημοσύνη σου τον φτύνει καταπρόσωπα.
Οι χριστιανοί ποτέ δεν θα μπορούσαν να ειπούν αυτό το λόγο του Αριστοτέλη. Γιατί έρχουνται να διακονίσουν την αρρώστεια. Δεν έρχουνται να στεφανώσουν την υγεία.
Η πρόταση του Αριστοτέλη είναι ο λόγος ο φυσικός και ο ολόκληρος. Αντίθετα το αγαπάτε αλλήλους των χριστιανών είναι η θέση η μισή και η αφύσικη. Γιατί ο άνθρωπος δεν αγαπά μόνο, αλλά εξίσου μισεί. Πράγμα που είναι και το φυσικό και το καθημερινά συμβαίνον.
Το περίφημο odi et amo, αγαπώ και μισώ, πέρα από την ερωτική κυριαρχία του στην ποίηση του Κάτουλλου και του Ντοστογιέβσκι, έχει και την κοινωνική του εγκυρότητα. Ένας άνθρωπος που δεν ημπορεί να μισήσει ποτέ μοιάζει τη σκύλα που δε μάχεται το λύκο, σαν έρχεται επίβουλα στο μαντρί, αλλά ζευγαρώνει μαζί του. Έτσι όμως, ποιος θα φυλάξει τα πρόβατα;
Επειδή η διδασκαλία των χριστιανών αγνόησε η παράβλεψε αυτό το δεύτερο φυσικό μισό, η φύση και τα πράγματα την ετιμώρησαν με τη χειρότερη τιμωρία. Την έκαμαν στα λόγια να γίνεται διδασκαλία απλότητας και αγάπης, και στην πράξη να παραμένει συμπεριφορά πονηριάς και μίσους.
Αυτό το αναποδογύρισμα στα σκοτεινά το περιγράφει η περίφημη υποκρισία των χριστιανών, που συνέχεια τη βλέπουμε γύρω μας, και συνέχεια την παραβλέπουμε αδιάφορα.
Η υποκρισία των χριστιανών μας είναι καθημερινή και βραδυνή και μεσημβρινή. Μας παραστέκει όπως το νερό που πίνουμε, και μας κυκλώνει όπως ο αέρας που ανασαίνουμε.
Παράδειγμα. Στο χωριό Μαύρη Τρύπα ένας τοκογλύφος έσπρωξε τον οφειλέτη του στην απόγνωση. Κρεμάστηκε στην πόρτα του σπιτιού του. Με τρία παιδάκια μέσα. Δεν είχε να πληρώσει τα χρέη.
Σαν του είπαν πως εξαιτίας του σκοινιάστηκε ο άνθρωπος, εκείνος αγανάκτησε, σήκωσε τα χέρια του παλαβά, και φώναξε:
- Ποιος θα μου δώσει τα λεφτά μου τώρα;
Από τη σύγχυση και την οργή του πήγε ο ψυχοβγάλτης στα εικονίσματα ν’ ανάψει το τσιγάρο του στη φλόγα του καντηλιού. Να γλιτώσει και το σπίρτο.
Εκεί ήταν που λαδώθηκε το χαρτί στην άκρη του τσιγάρου του από το λάδι του καντηλιού. Σαν το είδε ο τοκογλύφος γονάτισε και άρχισε να ικετεύει:
- Συγχώρα με Χριστέ! Μεγάλη Παρασκευή σήμερα, κι αρτεύτηκα. Οι καμπάνες χτυπούν λυπητερά το σταυρό σου, κι εγώ κατάλυσα τη νηστεία. Ήμαρτον ο αμαρτωλός.
Τέτοιοι είμαστε οι πλείστοι χριστιανοί. Και το χειρότερο δεν το ξέρουμε. Και το χείριστο δεν θα το μάθουμε ποτές.»
Δημήτρης Λιαντίνης – "Τα Ελληνικά".
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου