Τρίτη 25 Δεκεμβρίου 2012

0

Σε ψηφιακή μορφή τα χειρόγραφα της Νεκράς Θάλασσας


Στο Διαδίκτυο «ανέβηκαν» χιλιάδες χειρόγραφα της Νεκράς Θάλασσας, που χρονολογούνται από περισσότερο από δύο χιλιετίες, όπως ανακοίνωσε χθες η ισραηλινή Αρχή Αρχαιοτήτων. 

Κομμάτια από τους παλαιότερους πάπυρους της Παλαιάς Διαθήκης που έχουν εντοπιστεί μέχρι σήμερα, κυρίως των Δέκα Εντολών, του πρώτου κεφαλαίου της Γένεσης, των Ψαλμών, το βιβλίο του Ησαΐα στο σύνολο του, καθώς και απόκρυφα κείμενα περιλαμβάνονται στα χειρόγραφα αυτά.

Οι πιο σύγχρονες τεχνικές απεικόνισης, που αναπτύχθηκαν από τους ειδικούς της NASA, χρησιμοποιήθηκαν για την αρχειοθέτηση χειρογράφων που μέχρι σήμερα δεν ήταν προσβάσιμα από το κοινό, επειδή είναι πολύ εύθραυστα.

Οι μέθοδοι που χρησιμοποιούνται θα επιτρέψουν να αναλυθεί καλύτερα η κατάσταση της διατήρησης των χειρογράφων αυτών που χρονολογούνται από τον τρίτο έως τον πρώτο αιώνα π.Χ.

Ο χώρος όπου ήταν κρυμμένα τα χειρόγραφα της Νεκράς Θάλασσας (περίπου 900 Ιουδαϊκά χειρόγραφα σε πάπυρο και περγαμηνή στην αραμαϊκή, την εβραϊκή και την αρχαία ελληνική γλώσσα) τα οποία θεωρούνται μία από τις σημαντικότερες αρχαιολογικές ανακαλύψεις του εικοστού αιώνα, βρέθηκε τυχαία από ένα βοσκό το 1947 στο Κουμράν, σε μια σπηλιά κοντά στη Νεκρά Θάλασσα στη Δυτική Όχθη.

Τα παλαιότερα χειρόγραφα χρονολογούνται από τον τρίτο αιώνα π.Χ. και το πιο πρόσφατο γράφτηκε το έτος 70, τη στιγμή της καταστροφής του δεύτερου εβραϊκού Ναού από τις ρωμαϊκές λεγεώνες.

Τα περισσότερα από αυτά τα έγγραφα φυλάσσονται στο Μουσείο του Ισραήλ στην Ιερουσαλήμ, και κάποια εκτέθηκαν στο εξωτερικό, κυρίως στο Βερολίνο το 2005, αλλά η ευθραυστότητα τους θέτει περιορισμούς στο χειρισμό τους αλλά και στην έκθεση τους στο φως.


Η ανακάλυψη των χειρογράφων.
Την ‘Aνοιξη του 1947 ένας νεαρός Βεδουίνος βοσκός που ονομαζόταν Μωχάμετ Αντ Ντχιμπ, ανακάλυψε μέσα σε μια σπηλιά πήλινα δοχεία. Η σπηλιά βρισκόταν κοντά στη βορειοδυτική όχθη της Νεκράς Θάλασσας, περίπου 12 χιλιόμετρα από την Ιεριχώ, κοντά στα ερείπια του Κιρμπέτ Κουμράν. Μέσα στα δοχεία υπήρχαν φύλλα από δέρμα, συσκευασμένα σε πάνινες λινές θήκες, τα οποία οι Βεδουίνοι πούλησαν αργότερα σε κλεπταποδόχους της Βηθλεέμ. Κάπως έτσι ξεκινά η ανακάλυψη των χειρογράφων, που χαρακτηρίστηκε ως η σπουδαιότερη αρχαιολογική ανακάλυψη του προηγούμενου αιώνα.


Ιστορία.
Από τις αρχές του 20ου αιώνα, το παγκόσμιο σιωνιστικό κίνημα του Θεόδωρου Χέρτσελ είχε αναζωπυρωθεί. Το κράτος του Ισραήλ ήταν έτοιμο να δημιουργηθεί στα παλαιστινιακά εδάφη και ολόκληρη η Μέση Ανατολή βρισκόταν σε έκρυθμη κατάσταση. Οι σιωνιστές άρχισαν να αγοράζουν παλαιστινιακή γη από τους Τούρκους μεγαλοκτηματίες που την κατείχαν, διώχνοντας τους Παλαιστίνιους δουλοπάροικους των Τούρκων.
Η διακυβέρνηση της Παλαιστίνης αποφασίστηκε τελικά να δοθεί στους Βρετανούς, οι οποίοι ήταν ευνοϊκά διακείμενοι στη δημιουργία του Ισραηλινού κράτους, σε αντίθεση με τους ’ραβες που δεν επιθυμούσαν μια τέτοια εξέλιξη. Οι συμπλοκές που ήταν σε καθημερινή βάση, έδωσαν τη θέση τους σε πραγματικές μάχες μετά την αποχώρηση των ’γγλων, οπότε τελικά δημιουργήθηκε το Ισραηλινό κράτος, διχοτομήθηκε η Ιερουσαλήμ και ανεξαρτητοποιήθηκε το κράτος της Ιορδανίας.
Μέσα σε ένα τέτοιο πολεμικό κλίμα, με την ανάμιξη μυστικών υπηρεσιών και εκκλησιαστικών αρχών, τα χειρόγραφα του Κουμράν βρήκαν το δρόμο τους προς διαφορετικούς αποδέκτες. Οι πρώτοι από αυτούς ήταν ο Σύριος Μονοφυσίτης Επίσκοπος Αθανάσιος, ο καθηγητής Σουκένικ του Εβραϊκού Πανεπιστημίου, ο καθηγητής Χάρντινγκ στην Ιορδανία και ο Ιωσήφ Σάαντ, έφορος αρχαιοτήτων της Ιερουσαλήμ. Οι δύο τελευταίοι διεξήγαγαν και την πρώτη επίσημη αρχαιολογική έρευνα στο Κουμράν, στις 15 Φεβρουαρίου του 1949.
Τελικά, έπειτα από κινηματογραφικού τύπου εξελίξεις που ξεσήκωσαν τη φαντασία της τότε κοινής γνώμης, από συνολικά έντεκα σπηλιές συγκεντρώθηκαν χιλιάδες αποσπάσματα, που ανήκουν σε 600 διαφορετικά κείμενα, από τα οποία τα 150 ανήκουν στα Βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης.
Τα υπόλοιπα είναι γραμμένα στα εβραϊκά ή στα αραμαϊκά και συχνά χρησιμοποιούν κρυπτογραφικούς κώδικες, απλού τύπου. Πριν περάσουμε, όμως, στην ανάλυση των χειρογράφων, θα ήταν σκόπιμο σε αυτό το σημείο να παραθέσουμε κάποια στοιχεία από την εβραϊκή ιστορία και μέσα από αυτά να προσπαθήσουμε να κατανοήσουμε το λόγο που μια ομάδα ανθρώπων αποφάσισε στα χρόνια πριν τη γέννηση του Χριστού να απομονωθεί σε μια τόσο άγρια περιοχή του κόσμου.



Εβραϊκή Ιστορία.
Το 332 π. Χ ο Μέγας Αλέξανδρος μπήκε νικητής στην Ιερουσαλήμ, παραχώρησε αυτονομία στο ιερατείο και συνέχισε τις εκστρατείες του. Μετά το θάνατό του και έπειτα από μια περίοδο διαμάχης, οι Πτολεμαίοι κατόρθωσαν και απέσπασαν την Παλαιστίνη από τους Σελευκίδες. Πολλοί Έλληνες εγκαταστάθηκαν τότε στα παράλιά της, ενώ στο εσωτερικό αναγνώρισαν τους Ιουδαίους ως ανεξάρτητη εθνότητα με πρωτεύουσα την Ιερουσαλήμ και αυτόνομη θεοκρατικού τύπου διοίκηση, σεβόμενοι την αρχαία θρησκεία των κατοίκων.
Μετά το τέλος της διακυβέρνησης των Πτολεμαίων επανήλθαν οι Σελευκίδες, οπότε ο Αντίοχος ο Τρίτος προσάρτησε την Παλαιστίνη στο κράτος της Αντιόχειας και κατάργησε την εβραϊκή θρησκεία το 168 π. Χ. Τότε δημιουργήθηκε το κίνημα των Χασιντίμ και διαδόθηκε η Μεσσιανική Ιδέα, ο ερχομός δηλαδή ενός Θεανθρώπου απελευθερωτή. Ακολούθησε η επανάσταση των Μακκαβαίων, η οποία υπήρξε επιτυχής, οπότε ο Ιούδας ο Μακκαβαίος έδιωξε τους Έλληνες και κατέλαβε την Ιερουσαλήμ. Ωστόσο, μια μερίδα του πληθυσμού, δεν είδε με καλό μάτι την επανάσταση των Μακκαβαίων και αυτό γιατί, αν και δεν κατάγονταν από τη γενιά του Δαυίδ, αυτοανακηρυθήκαν βασιλείς της Ιουδαίας, αντίθετα από ότι προέβλεπε ο Μωσαϊκός Νόμος. Έπειτα, εγκατέστησαν μια δικτατορία, η οποία ελάχιστα διέφερε από την ξένη κατοχή και ο λαός απογοητεύτηκε.
Εκείνη την εποχή, διάφορα κινήματα αναπτύχθηκαν στην περιοχή. Οι Φαρισαίοι χαρακτηρίζονταν από τη συμμετοχή τους στα πολιτικά ζητήματα, οι Σαδδουκαίοι ήταν οι εξελληνισμένοι αριστοκράτες Εβραίοι, που επιθυμούσαν την ελληνική παρουσία, περιφρονούσαν το λαό και είχαν τη δική τους φιλοσοφία (δεν πίστευαν στην αθανασία της ψυχής, στην ανάσταση των νεκρών και στην παρέμβαση της Θείας Πρόνοιας) και οι Εσσαίοι, που θα μας απασχολήσουν περισσότερο.



Οι Εσσαίοι.
Πήραν το όνομά τους από την αραμαϊκή λέξη «ασαγιά» που σημαίνει «ευσέβεια». Θεωρούσαν, λοιπόν, τους εαυτούς τους ως ευσεβείς και η ζωή και οι αντιλήψεις τους ήταν ανάλογες. Συνήθως ζούσαν στην ύπαιθρο, οργανωμένοι σε μικρές κοινότητες, μιας και θεωρούσαν βλάσφημες τις πόλεις. Χαρακτηρίζονταν από τη μεγάλη τους ευσέβεια, την αδιαφορία τους για τη φιλοσοφία, την τήρηση αυστηρών κανόνων υγιεινής και την αποφυγή της θυσίας ζώων.

Οι περισσότεροι ερευνητές ισχυρίζονται πως οι ερημίτες του Κουμράν ανήκαν σε μια σέκτα Εσσαίων, οι οποίοι στα χρόνια της βασιλείας του Ιωάννη του Υρκανού (τέλη του 2ου π. Χ αιώνα), δυσαρεστημένοι από τη διακυβέρνηση των Μακκαβαίων, αποσύρθηκαν στην έρημο, με σκοπό να εκτελούν τα θρησκευτικά τους καθήκοντα με τον τρόπο που θεωρούσαν σωστό. Η ανάλυση των χειρογράφων και η αρχαιολογική μελέτη, μας αποκάλυψαν πως οι ερημίτες του Κουμράν κατοίκησαν στην περιοχή έως τα χρόνια της βασιλείας του Ηρώδη του Μεγάλου (31 π. Χ περίπου), οπότε και για άγνωστους λόγους εγκατέλειψαν την κοινότητα.

Η δεύτερη περίοδος εγκατάστασης αρχίζει στα χρόνια του Αρχελάου, οπότε και ανακαινίζονται οι προυπάρχουσες εγκαταστάσεις. Αργότερα, το Κουμράν πέφτει στα χέρια των Ρωμαίων, όπου εγκαθιστούν φρουρά και μετά την εγκατάλειψή του από αυτούς, ερημίτες εγκαταστάθηκαν ξανά.
Σύμφωνα με τους επιστήμονες, οι ερημίτες – Εσσαίοι του Κουμράν ονόμαζαν την κοινότητά τους «Μπριτ Χαντασσά» που σημαίνει «Νέα Διαθήκη», εξέλεγαν έναν Ηγούμενο (Πακίντ) και έναν Επιτηρητή (Μεβακέρ). Ο πρώτος είχε θρησκευτικά καθήκοντα, ο δεύτερος οργανωτικά, ενώ και οι δύο μαζί αποφάσιζαν για την καταλληλότητα των υποψηφίων ερημιτών.
Η κοινότητα ακολουθούσε δικό της ημερολόγιο, διαφορετικό από εκείνο του Ναού, ωστόσο τηρούσε το Πάσχα, τη Σκηνοπηγία, την ημέρα του Εξιλασμού και την εορτή των Εβδομάδων. Δεν ανακαλύφθηκε χώρος θυσιών στο Κουμράν, ίσως όμως να έστελναν αντιπρόσωπό τους στο Ναό, ο οποίος όμως απέφευγε τις ιεροτελεστίες, μιας και τις θεωρούσαν βλάσφημες. Οι ερημίτες ήταν αντίθετοι με το διαζύγιο και τη διγαμία, περιφρονούσαν τις γυναίκες αλλά τις χρησιμοποιούσαν για αναπαραγωγικούς σκοπούς. Μετά την τεκνοποίηση, τις επέτρεπαν να παραμείνουν στην κοινότητα, αρκεί να ντύνονταν με αντρικά ρούχα, να μη μιλάνε πολύ και να μη θυμίζουν με τη συμπεριφορά το φύλο τους.
Η κοινότητα εφάρμοζε αυστηρούς κανόνες υγιεινής. Όλοι ήταν υποχρεωμένοι να κυκλοφορούν με ένα φτυάρι (βρέθηκαν πολλά στις ανασκαφές), με τα οποία άνοιγαν λάκκους για τις σωματικές τους ανάγκες, τους οποίους έπρεπε να κλείνουν μετά.

Όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, βρέθηκε ένας σημαντικός αριθμός χειρογράφων στις 11 σπηλιές. Δυστυχώς, τα περισσότερα από αυτά δεν ήταν σε καλή κατάσταση, τόσο λόγω του χρόνου αλλά και εξαιτίας της κακομεταχείρισης, την οποία υπέστησαν από τους Βεδουίνους, όταν εκείνοι τα τεμάχισαν για να κερδίσουν περισσότερα χρήματα.


Η τοποθέτησή τους μέσα στα δοχεία, τυλιγμένα με λινά υφάσματα, ακολουθεί την πανάρχαια συνήθεια της «Γκνιζά», σύμφωνα με την οποία κείμενα που αναφέρουν το όνομα του Θεού δεν πρέπει να καταστρέφονται, ακόμα και αν χαρακτηρίζονταν ως αιρετικά.
Η ανακάλυψη των χειρογράφων αποτέλεσε ένα σημαντικό πολιτικό ζήτημα, εξαιτίας της έκρυθμης πολιτικής κατάστασης που επικρατούσε εκείνα τα χρόνια στην περιοχή. Παρά τις προσπάθειες διαφόρων, όπως ο Μητροπολίτης Αθανάσιος, να αποκομίσουν χρηματικά οφέλη, τα ξένα πανεπιστήμια δίσταζαν να τα αποκτήσουν, λόγω του ότι μπορούσαν οι περγαμηνές να χαρακτηρίζονταν ως προϊόντα αρχαιοκαπηλίας. Οι δυνάμεις που αναμετρούνταν στην περιοχή, θεωρούσαν η καθεμία πως τα χειρόγραφα της ανήκαν και επ’ ουδενί δέχονταν να πέσουν στα χέρια των αντιπάλων τους.
Ταυτόχρονα, με τη γνωστή βεβιασμένη και μη τεκμηριωμένη στάση που κράτησαν τα Μέσα Ενημέρωσης, διαδόθηκε πως τα χειρόγραφα που χρονολογούνταν από τον 2ο π.Χ έως και τον 2ο μ. Χ αιώνα, περιείχαν αναφορές που απειλούσαν το οικοδόμημα του χριστιανισμού. Πιθανώς να περιείχαν εκφράσεις που, ενώ ο χριστιανισμός θεωρούσε πως πρώτος ο Ιησούς εξέφρασε, να αποδείκνυαν πως ήταν συνηθισμένες αντιλήψεις εκείνη την εποχή. Η ανάμιξη της Εκκλησίας θεωρούνταν επιβεβλημένη μετά από αυτό και το Βατικανό προσέφερε ένα σημαντικό ποσό για να αποκτήσει τμήματα των χειρογράφων, κάτι που δεν επιθυμούσαν οι επιστήμονες, αφού αν περνούσαν τα κείμενα στη δικαιοδοσία του Βατικανού, θα τους απαγορευόταν η πρόσβαση και η μελέτη τους.
Από την άλλη πλευρά ο Σιωνισμός που πλέον είχε αποκτήσει με τη βία το δικό του κράτος, ήθελε τα χειρόγραφα αυτά να αποτελούν έκθεμα στο μουσείο της Ιερουσαλήμ, ενώ οι Ραβίνοι θύμιζαν πως η «Γκνιζά» περιλάμβανε κείμενα αιρετικά και τους ανησυχούσε η πιθανότητα να αποδείκνυαν τα κείμενα πως η εξουσία τους στηριζόταν σε αιρετικές απόψεις.
Η κάθε πλευρά, λοιπόν, είχε τους δικούς της λόγους για να ανησυχεί και να αμφιβάλει. Θα χρειαζόταν ολόκληρο βιβλίο για να αναλύσει τις περισσότερο προφανείς παρασκηνιακές διαβουλεύσεις που συνέβησαν τότε, σε μια περίοδο που έτσι κι αλλιώς, όπως είπαμε, ήταν πλήρης πολιτικοκοινωνικών εξελίξεων.
Έχουν κάτι το ανατρεπτικό τα χειρόγραφα; Δεν διέκρινα κάτι τέτοιο. Έχουν έναν σαφέστατα Μεσσιανικό και λυτρωτικό χαρακτήρα, διέπονται από δυισμό, έχουν επιρροές από την περσική μυθολογία και παράδοση, είναι έντονα εσχατολογικά και αποτελούν παραλλαγές της εβραϊκής παράδοσης. Μιλούν για έναν μεγάλο πόλεμο που θα συμβεί λίγο πριν το τέλος του κόσμου, ανάμεσα στον άρχοντα του φωτός και τον άρχοντα του σκότους, στον οποίο θα επικρατήσει ο πρώτος. Για αυτό, προτρέπει τους πιστούς να βρίσκονται σε εγρήγορση και σε διαρκή εξύμνηση του Θεού και τους συμβουλεύει να καθαρίζονται από τις αμαρτίες μέσω των εξαγνιστικών λουτρών (βάπτισμα), το οποίο από όλα τα κείμενα φαίνεται πως οι ερημίτες το θεωρούσαν εξαιρετικά σημαντικό.
Η ανακάλυψη των χειρογράφων, σε αντίθεση με διάφορες προσδοκίες, δεν είναι απειλητική για κανένα δόγμα. Αποτελεί την καταγραφή των συνηθειών, των κανόνων ζωής και του τρόπου μέσα από τον οποίο ερμήνευε τις Γραφές η σέκτα εκείνη των Εσσαίων. Είναι χρήσιμες πηγές για την αναπαράσταση της εποχής λίγο πριν το Χριστό και των ρευμάτων της σκέψης που επικρατούσαν τότε, που οδήγησαν στη διαμόρφωση της χριστιανικής σκέψης και του Μεσσιανικού Δόγματος, το οποίο απέκτησε στην πορεία εθνική χροιά. Σύμφωνα με τον Φλάβιο Ιώσηπο, Ιουδαίο ιστορικό του 1ου αιώνα, η προφητεία του παγκόσμιου ηγέτη ήταν η κινητήρια δύναμη της εξέγερσης των Ιουδαίων κατά της Ρώμης, που συνέβη το 66-70 μ. Χ. Και πως θα μπορούσε να μην είναι, όταν διαβάζουμε σε ένα από αυτά τα κείμενα το εξής.
«Οι ουρανοί και η γη θα υπακούσουν το Μεσσία του .Ο Κύριος θα επισκεφτεί τους Χασιντίμ και τους Τσαντικίμ(..) θα δοξάσει τους ευσεβείς στο θρόνο του ουράνιου βασιλείου, θα απελευθερώσει τους αιχμαλώτους, θα κάνει τους τυφλούς να δουν, θα εγείρει τους καταπιεσμένους(..) θα θεραπεύσει τους ασθενείς, θα αναστήσει τους νεκρούς..



metafysiko.gr-newsbeast.gr

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου