Τρίτη 8 Ιανουαρίου 2013

0

Άλλαν Πέρσυ: «Νίτσε: 99 Μαθήματα Καθημερινής Φιλοσοφίας»


Η μοίρα των ανθρώπων είναι φτιαγμένη  από ευτυχισμένες στιγμές, όλων η ζωή τις έχει, αλλά όχι από ευτυχισμένες εποχές


Η ευτυχία είναι εύθραυστη και φευγαλέα, επειδή μπορεί να τη ζήσει κανείς μόνο σε ορισμένες στιγμές. αν μπορούσαμε να την απολαμβάνουμε αδιάκοπα, θα  έχανε όλη την αξία της, αφού μπορούμε να την αντιληφθούμε μονάχα ως αντίθεση. Έπειτα από μια εβδομάδα με συννεφιά, η ηλιόλουστη μέρα μάς φαίνεται σαν θαύμα της Δημιουργίας. Κατά τον ίδιο τρόπο, αισθανόμαστε τη χαρά πιο λαμπερή όταν βγαίνουμε από το πηγάδι της θλίψης. τα δυο συναισθήματα αλληλοσυμπληρώνονται και χρειάζονται το ένα το άλλο, γιατί ούτε η μελαγχολία είναι αιώνια ούτε θα μπορούσαμε να υποφέρουμε εκατό χρόνια ευτυχία.

Ένας από τους παράγοντες του στρες της σύγχρονης κοινωνίας είναι ακριβώς αυτό: το να πιστεύουμε ότι έχουμε την υποχρέωση να είμαστε ευτυχισμένοι πάντα και παντού. Η άρνηση της θλίψης προκαλεί τη διάδοση της κατανάλωσης αντικαταθλιπτικών και των θεραπειών, όπως και τη σπατάλη σε πράγματα που δε χρειαζόμαστε. μοιάζει σαν να πρέπει να νιώθουμε ντροπή αν δεν έχουμε ένα μόνιμο χαμόγελο χαραγμένο στο πρόσωπό μας. αντίθετα προς αυτή την ψευδή και παιδαριώδη οπτική γωνία, ο Νίτσε μας υπενθυμίζει πως η ευτυχία δίνεται μόνο σε αναλαμπές, κι όταν εμείς προσπαθούμε να τη διαιωνίσουμε καταστρέφουμε ακόμα και τις στιγμές αυτές, που μας βοηθούν να προχωράμε στον μακρύ και βασανιστικό δρόμο της ζωής.

Το γεγονός ότι νιώθουμε τόσο ευχάριστα στη φύση οφείλεται στο ότι αυτή δεν έχει γνώμη για μας

οι άνθρωποι του 21ου αιώνα είμαστε ξεκομμένοι από τη φύση κι αυτό συχνά μας κάνει να αισθανόμαστε σαν εξωγήινοι στον ίδιο μας τον πλανήτη. ακόμα κι αν πιστεύουμε ότι η παιδεία και ο πολιτισμός έχουν αναπληρώσει το πιο ζωώδες και ενστικτώδες μέρος του εαυτού μας, εξακολουθούμε να χρειαζόμαστε την επαφή με το φυσικό μας περιβάλλον.

για να σβήσουμε εικόνες άγχους που οφείλονται στην υπερβολική εργασία και σε αρκετά παρατεταμένη παραμονή στη ζούγκλα της πόλης, μια απόδραση δύο τριών ημερών κοντά στη φύση μπορεί να είναι περισσότερο αποτελεσματική από το να στουμπωθούμε με φάρμακα.

με την ευωδιά της εξοχής, τον καθαρό αέρα, την ησυχία τη διακοπτόμενη μόνο από μικρά πλασματάκια που βουίζουν και τιτιβίζουν τριγύρω μας, ξαναβρίσκουμε τη δική μας φύση, την εγκαταλειμμένη πολύ μακριά.

Κι όπως τονίζει ο Νίτσε, στην πόλη οφείλουμε να υποδυόμαστε κάποιο ρόλο, επειδή μας ενδιαφέρει πολύ το τι σκέφτονται οι άλλοι για μας. αντίθετα, όταν επιστρέφουμε στη φύση, μπορούμε να επιτρέπουμε στον εαυτό μας την πολυτέλεια να είμαστε εμείς οι ίδιοι. Δε χρειάζεται να ντυνόμαστε, να μιλάμε ή να ενεργούμε με έναν ιδιαίτερο τρόπο. αρκεί το να αφηνόμαστε να μας οδηγεί εκείνη στον πυρήνα του εαυτού μας, όπου μας περιμένει μια πηγή ηρεμίας.



Οφείλει κανείς να πληρώσει για την αθανασία, κι οφείλει να πεθάνει πολλές φορές ενώ συνεχίζει να ζει

ο Νίτσε μας υπενθυμίζει ότι δεν υπάρχει ένας μόνο  θάνατος κατά τη διάρκεια της ύπαρξης ενός ανθρώπου. Κατά τη διάρκεια της ζωής, ολοκληρώνουμε φάσεις και είναι χρήσιμο να πεθαίνουμε –συμβολικά– για να μπορούμε να γεννιόμαστε στο επόμενο στάδιο.



αυτά τα άλματα από τη μια ζωή στην επόμενη, οι φυλές που είναι πιο προσκολλημένες στη γη τα αποκαλούν «διαβατήριες τελετές», μια στιγμή μετάβασης που ο πολιτισμός μας σήμερα πάει να τη χάσει. ο ανθρωπολόγος Ζουζέπ μαρία Φερίκγκλα σχολιάζει επ’ αυτού: «Η πρώτη κοινωνία, πέρα από θρησκευτικό ζήτημα, ήταν παραδοσιακά μια μυητική τελετουργία: μια συμβολική πύλη που οδηγούσε από την παιδική ηλικία στην εφηβεία. με την πρώτη κοινωνία των αγοριών, τους αγόραζαν τα πρώτα τους μακριά παντελόνια, κι αυτό τα μεταμόρφωνε πλέον σε μικρούς άντρες. συνέπιπτε δε με τις πρώτες άδειες να βγαίνουν έξω μόνα τους, παρόλο που ήταν μονάχα για να αγοράσουν ψωμί. για τον ίδιο λόγο, ο νονός συνήθιζε να τους ανοίγει έναν τραπεζικό λογαριασμό.

επίσης, κατά την πρώτη κοινωνία, χάριζαν στα παιδιά το πρώτο τους ρολόι, πράγμα που σήμαινε ενήλικο έλεγχο του χρόνου».

μια καλή άσκηση για να συνειδητοποιήσουμε τις  ζωές που υπάρχουν μέσα σε αυτήν τη ζωή είναι να καταγράψουμε σε ένα χαρτί τις διάφορες φάσεις που ολοκληρώσαμε και αν υπήρξε κάποια διαβατήρια τελετή από τη μια φάση στην άλλη. Κι έπειτα μπορούμε να κάνουμε στον εαυτό μας τη μεγάλη ερώτηση: Ποια είναι η επόμενη ζωή στην οποία θέλω να γεννηθώ;

Συνδέουμε τη δυστυχία με τόση ευγένεια (σαν να ήταν το να νιώθουμε ευτυχισμένοι σημάδι χυδαιότητας, έλλειψης φιλοδοξίας) που, αν πούμε σε κάποιον «Μα τι ευτυχισμένος που είστε!», κατά γενικό κανόνα θα διαμαρτυρηθεί

Δεν είναι κοινοτοπία αν πούμε ότι οι φαινομενικά πιο πρωτόγονοι λαοί εμφανίζουν έναν ζωτικό ρυθμό πιο υψηλό απ’ ό,τι η δυτική κοινωνία του σήμερα. Πολλοί αναρωτιούνται γιατί αυτοί που δεν έχουν τίποτα, ή σχεδόν τίποτα, μπορούν να είναι σε καλύτερη ψυχική διάθεση από εκείνους που συγκεντρώνουν κοπιαστικά περιουσίες κάθε είδους. μήπως η διαμαρτυρία, όπως επισημαίνει ο Νίτσε, είναι διακριτικό του πολιτισμού μας; στις τυπικές συζητήσεις σε εργασιακά κέντρα, στα καφενεία και στις τραπεζαρίες, τα παράπονα δεν τελειώνουν: Βλέπουμε τη δυστυχία στην άνοδο των επιτοκίων, στο κόστος της ζωής, στον θόρυβο και στη ρύπανση που μαστίζει τις πόλεις. μπορεί να μην κάνουμε τίποτα για να τα διορθώσουμε όλα αυτά, αλλά μας αρέσει να ασκούμαστε στο άθλημα του παραπόνου. Κι αυτό καταλήγει να μεταφράζεται σε άγχος και στρες.

μια ενδιαφέρουσα επισήμανση:  το στρες δεν το δημιουργούν οι εξωτερικές περιστάσεις που βιώνουμε αλλά η ερμηνεία που δίνουμε στις περιστάσεις αυτές. Ίσως το μυστικό της ευτυχίας να είναι αυτό: Να πάψουμε να ανησυχούμε από παράγοντες και στατιστικές που δεν εξαρτώνται από μας και να το ρίχνουμε πιο πολύ στην πλάκα.

Ο θησαυρός μας βρίσκεται στην κυψέλη της γνώσης μας. Και πάντα προς τα εκεί πηγαίνουμε, αφού είμαστε φτερωτά έντομα της φύσης και συλλέκτες του μελιού του νου


Όπως ο Sοπενχάουερ, έτσι και ο Νίτσε ενδιαφέρθηκε στη νεότητά του για το φάσμα των ανατολικών φιλοσοφιών που συγκλίνουν στην ίνδία. Κληρονόμος μιας μακράς πνευματικής παράδοσης προσανατολισμένης στο γνώθι σαυτόν, ο Rαμάνα Mαχάρσι υπήρξε ίσως ο τελευταίος «μεγάλος γκουρού» που εργάστηκε με το όργανο που μας κάνει ανθρώπους: τον νου.

O Rαμάνα ενθάρρυνε τους μαθητές του να σχηματίζουν την ερώτηση «Ποιος είμαι εγώ;». μόλις έμαθε ότι είχε προχωρημένο καρκίνο, καθησύχασε τους μαθητές του λέγοντάς τους: «Δεν πρόκειται να πάω πουθενά. Πού θα μπορούσα να πάω;».

O Νίτσε συγκρίνει την κατάκτηση της νόησης με μια μέλισσα που πετάει προς την κυψέλη για να πλάσει το πιο αγνό μέλι, ενώ ο μαχάρσι περιέγραφε με αυτό τον τρόπο το ταξίδι προς το εσώτερο του καθενός: «Όπως ο αλιεύς μαργαριταριών δένει μια πέτρα στη μέση του και βυθίζεται στον πάτο της θάλασσας για να τα περισυλλέξει, έτσι και ο καθένας μας πρέπει να οπλίζεται με απάρνηση όλων, να βουτάει στο εσωτερικό του εαυτού του και να αποκτά το μαργαριτάρι του εαυτού του».

Και για να βρει κανείς το μαργαριτάρι αυτό, δε χρειάζεται να πάει προσκυνητής στην ίνδία ούτε να επιδοθεί σε περίπλοκες πνευματικές ασκήσεις. Φτάνει να κοιτάξει μέσα του με ηρεμία.

Η πιο πρόστυχη λέξη και το πιο χυδαίο γράμμα είναι καλύτερα και ευγενέστερα από τη σιωπή

Oι περισσότεροι ψυχολογικοί πόλεμοι ξεκινούν από αυτό που δεν ειπώνεται παρά από αυτό που έχει ειπωθεί. ας φέρουμε στον νου μας την εξής σκηνή: ο α θύμωσε με τον Β και του έκοψε την κουβέντα από τότε που ο τελευταίος ξέχασε να του ευχηθεί για τα γενέθλιά του. αρχικά ο α μπορεί να θέλησε να του πει «Άκου, μήπως δεν ξέρεις τι μέρα ήταν χτες;», όμως, καθώς η αμέλεια του Β τον πλήγωσε –στην πραγματικότητα ήταν απλώς ένα κενό μνήμης–, αποφάσισε να τον πληρώσει με το ίδιο νόμισμα: τη σιωπή. ο Β τελικά θύμωσε με τον α επειδή έπαψε ξαφνικά να απαντάει στα τηλεφωνήματά του, ενώ τη μοναδική φορά που κατάφερε να του μιλήσει έδειχνε δυσαρεστημένος είναι μια κατάσταση παιδαριώδης αλλά πολύ πιο συνηθισμένη απ’ ό,τι μπορεί να φανταστεί κανείς.

Πόσα ζευγάρια θυμώνουν από παρεξηγήσεις που κάνουν μέρες ή μήνες να βγουν στο φως; Άραγε, δε βρίσκεται στην έλλειψη επικοινωνίας η ρίζα πολλών συγκρούσεων που προκαλούνται στη δουλειά;

Tο να μη λέμε τα πράγματα εγκαίρως αποτελεί έναν σημαντικό παράγοντα στρες για τους γύρω μας, καθώς δημιουργεί πληθώρα ερμηνειών που καταλήγουν εναντίον μας.

O Νίτσε, ο οποίος δεν ήταν βεβαίως από εκείνους που μάλλιαζε η γλώσσα τους, μας διδάσκει ότι είναι καλύτερα να εκφράζουμε αυτό που αισθανόμαστε –ακόμα κι αν δε βρίσκουμε τα κατάλληλα λόγια– παρά να προσβάλλουμε τον άλλον με τη σιωπή μας.



 «…Σχετικά με τις βεβαιότητες που σμιλεύουν την πραγματικότητα μας, υπάρχει ένα σύγχρονο αφήγημα, ‘Η παραμυθένια επιχείρηση’, που μιλάει για τον κίνδυνο ν’ αφεθούμε να φυλακιστούμε από τις πεποιθήσεις μας, όπως προειδοποιεί ο Νίτσε.

Υπήρχε κάποτε ένας άντρας που έμενε δίπλα σ’ έναν δημόσιο δρόμο και πούλαγε κάτι νοστιμότατα κουλούρια. Η δουλειά πήγαινε τόσο καλά, που ο άντρας αυτός ούτε άκουγε ραδιόφωνο, ούτε διάβαζε εφημερίδες, ούτε έδινε μεγάλη σημασία στην τηλεόραση. Τόσο καλά πήγαινε η δουλειά του, που μπόρεσε να επενδύσει σε διαφήμιση. Ο κόσμος αγόραζε τα κουλούρια του. Και κάθε φορά πήγαινε όλο και καλύτερα και κάθε φορά επένδυε περισσότερα στη δουλειά του.

Το καλοκαίρι τον επισκέφτηκε ο γιός του, που είχε γυρίσει από το πανεπιστήμιο όπου έκανε το μεταπτυχιακό του σχετικά με τη διοίκηση επιχειρήσεων. Ο γιός, βλέποντας όλο το άνοιγμα σε μέσα, εδάφη και κουλούρια, του είπε:

-Πατέρα, δεν ακούς ραδιόφωνο και δε διαβάζεις εφημερίδες; Βρισκόμαστε σε τεράστια κρίση. Όλο αυτό βουλιάζει.

Ο πατέρας σκέφτηκε: “Ο γιός μου έχει κάνει σπουδές. Είναι πληροφορημένος. Ξέρει για τι πράγμα μιλάει.”

Έτσι, αγόρασε λιγότερα υλικά για να μειώσει την παραγωγή κουλουριών. Μείωσε πολλά έξοδα και φρέναρε τη διαφημιστική του επένδυση. Οι πωλήσεις λιγόστευαν μέρα τη μέρα κι έπειτα από λίγο καιρό η επιχείρηση άρχισε να είναι ελλειμματική. Ο άντρας τηλεφώνησε στον γιό του στο πανεπιστήμιο και του είπε:

 -Είχες δίκιο γιέ μου. Είμαστε βυθισμένοι σε πολύ μεγάλη κρίση.»

O άνθρωπος που θα πίστευε τον εαυτό του ως απόλυτα καλό, θα ήταν πνευματικά ηλίθιος.

Αν η συνείδηση μας κάνει ανθρώπους, τότε και η ατέλεια είναι ένα διακριτικό χαρακτηριστκό του είδους μας. Οι άνθρωποι περνάμε σχεδόν τον περισσότερο χρόνο μας διορθώνοντας λάθη – φτάνει να διαβάσει κανείς μια οποιδήποτε εφημερίδα- παρά φτιάχνοντας πράγματα αξίας.

Η αποδοχή του στοιχείου αυτού του ανθρώπινου χαρακτήρα μας βοηθάει να είμαστε ταπεινοί και ακόμα πιο σημαντικό, μας κάνει να συνειδητοποιήσουμε το τεράστιο πεδίο που έχουμε μπροστά μας για βελτίωση. Κάθε αποτυχία ή λάθος μας διδάσκει παράλληλα πως θα επιτύχουμε το καλύτερο. Τα άκαμπτα άτομα, που προσπαθούν να τα κάνουν όλα καλά, υποφέρουν από πριν συνέπειες των ατελών πράξεων τους. Συνηθίζουν να ενοχοποιούν τους άλλους για ό,τι τους βγαίνει άσχημα και χάνουν την ψυχραιμία τους όταν κάποιος τους επισημάνει ένα σφάλμα που μπορεί να έχουν κάνει.

Η πνευματική συμβολή που μας δίνει ο Νίτσε είναι αυτή: Δεν μπορούμε να φιλοδοξούμε να είμαστε πάντα καλοί και να τα κάνουμε όλα καλά, αρκεί απλώς η διάθεση να κάνουμε σήμερα τα πράγματα λίγο καλύτερα απ΄ ό,τι τα κάναμε χτες.

Οι Ιάπωνες έχουν μία λέξη, wabi-sabi, που προσδιορίζει την τέχνη της ατέλειας, σε αυτό που είναι ανολοκλήρωτο, ακανόνιστο και πρόσκαιρο υπάρχει ομορφιά και ζωή, γιατί εμπεριέχει τη λαχτάρα της φύσης να τελειοποιήσει τον εαυτό της.

by Αντικλείδι

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου