Δευτέρα 7 Ιανουαρίου 2013

0

Eφήμερε άνθρωπε...


«Κυνηγούσε, λέει η αφήγηση*, ο βασιλιάς Μίδας αγρίμια στα όρη της Μακεδονίας. Εκεί, αποσταμένος, έγειρε στη ρίζα ενού δρυ να συνεφέρει. Τότες ήταν που είδε δίπλα του το Σιληνό να κοιμάται.
Έχω την ευκαιρία, συλλογίστηκε ο ξύπνιος βασιλιάς. Και πιάνει το δαίμονα, και τον δένει με το σκοινί, να μη φύγει. Λέει:
- Εγώ θα σ’ απολύσω, αλλά πρώτα να μου ειπείς.
- Πες το μου, να στο ειπώ, κι απέ να μ’ αφήσεις να φύγω, του λέει ο αρχισάτυρος. Κι ούτε χρειαζόταν να με δέσεις, για να σου ειπώ.
- Εξήγα μου, λοιπόν. Εσύ που κρέμεσαι ανάμεσα ουρανού και γης, και γνωρίζεις πράγματα που δεν τα φτάνει ανθρώπου νους. Εξήγα μου, γιατί χρόνους τώρα τυραννιέμαι, και πάω να κρεπάρω.

Ποιο είναι το μεγαλύτερο στον άνθρωπο καλό;

Ο Σιληνός αλαφιάστηκε. Τον συνεπήρε το ξάφνιασμα, ιδιοτρόπησε, κοίταξε πέρα.
- Λύσε με να πηγαίνω, του λέει, και τράβα στο καλό σου. Ρωτάς πράγματα που δεν απαντιούνται.
Ο Μίδας εστάθηκε.
- Κι αν δε μου αποκριθείς, του λέει, σ’ αυτό που σ’ ερωτώ, δεν έχεις λευτεριά. Εδώ στο δέντρο θα μείνεις δεντρωμένος. Όσο να σε λύσει ο λιμός, και να σε κατελύσει ο λύκος.
Θύμωσε τότε ο δαίμονας. Τίναξε βίαια τα χέρια του ψηλά, πέσανε τα δεσμά. Έστρεψε και κοίταξε τον άνθρωπο βλοσυρά, κι όλα τα γύρω μυρίσανε θειάφι. Το θείο συνεπήρε τον τόπο. Ο Μίδας, του πάρθηκε η μιλιά, κι έπεσε κατά γης. Και τότε ο Σιληνός, ο κορυφαίος στα όργια και ο σύντροφος του Διονύσου, τον επετίμησε:
- «Δαίμονος ἐπιπόνου και τύχης χαλεπῆς ἐφήμερον σπέρμα, τί μὲ βιάζεσθε λέγειν, ἃ ὑμῖν ἄρειον μὴ γνῶναι;» («εφήμερε άνθρωπε, τέκνο της κακής τύχης και του πόνου, γιατί με πιέζεις να σου πω αυτά που θα ήταν προτιμότερο να μη γνώριζες;)
μ’ ερωτάς, συνεχίζει,
«τί ἐστὶ το βέλτιστον τοῖς ἀνθρώποις, καί τί τῶν πάντων αἱρετώτατον»• μάθε το λοιπόν, και σκάσε:

«μετ᾿ ἀγνοίας γὰρ τῶν οἰκείων κακῶν ἀλυπότατος ὁ βίος. Άριστον γὰρ πᾶσι καὶ πάσαις τὸ μὴ γενέσθαι. Δεύτερον δε τὸ γενομένους ἀποθανεῖν ὡς τάχιστα»**. («η ζωή θα ήταν καλλίτερη, αν δεν γνώριζε ὁ καθένας τις συμφορές και τις θλίψεις του… το καλλίτερο απ’ όλα τα αγαθά για άνδρες και γυναίκες θα ήταν να μην είχαν ποτέ γεννηθεί. Το αμέσως επόμενο καλό για αυτούς που γεννήθηκαν θα ήταν να πεθάνουν όσο πιο γρήγορα γίνεται»)

Εντελώς ομοιότυπη για τον πεσσιμισμό των ελλήνων με τις δημοτικές μαρτυρίες του Ομήρου, του Αριστοτέλη και του Πλουτάρχου, είναι και η προσωπική κατάθεση του Σοφοκλή που γίνεται με το στόμα του χορού στο βασιλιά Οιδίποδα:
μὴ φῦναι τὸν ἅπαντα νικᾷ λόγον•
τὸ δ’ ἐπεὶ φανῇ,
βῆναι κεῖσ' ὁπόθεν περ ἥκει
πολὺ δεύτερον ὡς τάχιστα.
(Το πιο καλύτερο απ’ όλα θε να ‘τανε
να μην είχε κανείς γεννηθεί,
ή μια που ήρθε στο φως,
να γυρνά κείθ’ όπου ήρθε μια ώρα πιο μπρος***).»
________________________________________
* Rose V., Aristotelis qui ferebantur Librorum Fragmenta, Lipsiae 1886, 40, 1481b
** Πλουτάρχου, Παραμυθητικός προς Απολλώνιον, 115 d.
*** Σοφοκλέους, Οιδίπους επί Κολωνώ, 1224. Μετάφρ. Γ. Γρυπάρη. Εκτός από το Σοφοκλή είναι και πολλοί άλλοι έλληνες που μιλάνε με την ίδια πεσιμιστική σφοδρότητα. Ο Πλάτων λ.χ., ο Ευριπίδης, ο Βακχυλίδης, ο Θέογνις.
_____________________________
Δημήτρης Λιαντίνης - "Τα Ελληνικά".

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου