O Επίκουρος (341 π.Χ. – 270 π.Χ.) ήταν αρχαίος Έλληνας φιλόσοφος και ίδρυσε δική του φιλοσοφική σχολή στην Αθήνα. Ήταν δεκαπέντε χρόνια νεώτερος από τον Μέγα Αλέξανδρο τον Μακεδόνα και γεννήθηκε επτά χρόνια ύστερα από το θάνατο του Πλάτωνα.
Ο πατέρας του καταγόταν από τον δήμο Γαργηττού, από το παλιό επιφανές Αθηναϊκό γένος των Φιλαϊδών και συμμετείχε στον αποικισμό της Σάμου. Ο Επίκουρος ανατράφηκε στην κληρουχία της Σάμου (“Επίκουρος Νεοκλέους και Χαιρεστράτης, Αθηναίος, των δήμων Γαργήττιος, γένους του των Φιλαϊδών… κληρουχησάντων Αθηναίων την Σάμον εκείθι τραφήναι” – Διογένης Λαέρτιος 10,1). Τόσο ο ευπατρίδης Πλάτων όσο και ο Επίκουρος είναι γνήσιοι Αθηναίοι και πρόλαβαν τα μεγαλεία της δημοκρατικής εποχής.
Σε ηλικία 18 ετών, μετέβη στην Αθήνα για την στρατιωτική και πολιτική του θητεία μαζί με τον κωμικό Μένανδρο. Για τα επόμενα δεκαπέντε χρόνια της ζωής του δεν έχουν διασωθεί αρκετές πληροφορίες. Αργότερα, δημιούργησε το δικό του Φιλοσοφικό Κύκλο στη Μυτιλήνη και μετά στη Λάμψακο. Επέστρεψε στην Αθήνα το 307/6 π.Χ. σε ηλικία 34 ετών, και αγόρασε μια έκταση ανάμεσα στην Αθήνα και τον Πειραιά, όπου στέγασε τη φιλοσοφική του σχολή – τον γνωστό Κήπο του Επίκουρου. Δίδαξε για 35 χρόνια ακολουθώντας ήσυχη και λιτή ζωή. Περιστοιχίζονταν από άνδρες, γυναίκες, εταίρες και δούλους, που μετείχαν ισάξια στον επικούρειο Κήπο.
Η σχολή υπήρξε φτωχή, σε αντίθεση με άλλες όπως η ακαδημία του Πλάτωνα, οι οποίες διέθεταν άφθονα οικονομικά μέσα και την υποστήριξη ισχυρών αντρών. Όσο γνωρίζουμε, ο Επίκουρος δεν εισέπραττε τακτικά δίδακτρα από τους μαθητές του. Φίλοι και οπαδοί πρόσφεραν κάποια ποσά στον Κήπο και ο ίδιος ο δάσκαλος διέθεσε την περιουσία του για την αγορά και τη συντήρηση του. Σε μια γνωστή επιστολή προς το δούλο του Μυν, ο Έλληνας φιλόσοφος αναφέρεται στην ψυχική οδύνη που προκαλεί η φτώχεια, (το κατ’ ένδειαν αλγούν), και την ταραχή του ανθρώπου που από τον πλούτο πέφτει στη φτώχεια. (Ουκ ανάξιον φόβου το κατά μετάπτωσιν ενόχλημα). Βιοποριστικά προβλήματα αντιμετώπιζαν καθώς φαίνεται και οι μαθητές του Κήπου. Ο δούλος Μυς απελευθερώνεται μετά το θάνατο του δασκάλου, σύμφωνα με τη διαθήκη του.
«Οὐκ ἔστιν ἡδέως ζῆν ἄνευ τοῦ φρονίμως καὶ καλῶς καὶ δικαίως οὐδὲ φρονίμως καὶ καλῶς καὶ δικαίως ἄνευ τοῦ ἡδέως· ὅτῳ δὲ τοῦτο μὴ ὑπάρχει͵ οὐκ ἔστι τοῦτον ἡδέως ζῆν».
«Δεν είναι δυνατό να ζει κανείς ευχάριστα, αν δεν ζει φρόνιμα, ηθικά και δίκαια, όπως και δεν μπορεί να ζει φρόνιμα, ηθικά και δίκαια, αν δεν ζει ευχάριστα».—Επίκουρος, Κύριαι δόξαι εδ.5
Ο Κήπος διαφέρει από τις άλλες φιλοσοφικές σχολές των Αθηνών (Ακαδημία, Λύκειο και Στοά), γιατί δεν αποτελεί κέντρο διεξαγωγής επιστημονικών ερευνών, αλλά πόλο έλξης προσώπων σχεδόν κάθε ηλικίας και προέλευσης που ζουν μια αυστηρά οργανωμένη ζωή ως μέλη μιας κοινότητας. Η σχολή του φιλοσόφου αποκτά πολλούς οπαδούς, τους οποίους βρίσκουμε αργότερα και στην ελληνιστική Μ. Ασία (Ιωνία), στη Συρία αλλά και στη Ρώμη (λ.χ.Φιλόδημος, Έρμαρχος, Μητρόδωρος, Διογένης Οινοανδέας, Λουκρήτιος). Για πέντε περίπου αιώνες, οι Επικούρειοι φιλόσοφοι ασχολούνται με τη λογική, τη φυσική και, ιδιαίτερα, με την ηθική και θέτουν ως σκοπό της φιλοσοφίας την αταραξία, που οδηγεί τον άνθρωπο σε ηρεμία και ψυχική γαλήνη, δηλαδή στην απελευθέρωση της ψυχής από τις κάθε είδους φροντίδες, τους φόβους και τα πάθη. Η φιλοσοφία του Επίκουρου στηρίζεται στη φιλία, που ενώνει μεταξύ τους τα μέλη της κοινότητας, η οποία πιθανόν αποτελεί το πρότυπο της πρωτοχριστιανικής κοινότητας της αγάπης [2]
Σκοπός της φιλοσοφίας είναι η αταραξία και η γαλήνη της ψυχής. Ο άνθρωπος με τις ικανότητές του είναι αρκετός για να φτιάξει την ευτυχία του, αρκεί να λείψουν οι ενοχλήσεις, οι ανησυχίες και τα εμπόδια. Στη σκέψη των Επικούρειων, η ευτυχία κατεβαίνει κυριολεκτικά από τον Ουρανό στη Γη και ορίζεται ως η σταθερή κατάσταση σωματικής ευεξίας και η βέβαιη ελπίδα ότι θα διαρκέσει. Αφού φιλόδοξα έθεσε τέτοιους στόχους, η φιλοσοφία του Επίκουρου χρειάστηκε να απαντήσει σε άλλες αντίπαλες θέσεις οι οποίες είτε ανοιχτά στέκονταν εμπόδιο και τροχοπέδη στο δρόμο προς την ανθρώπινη ευδαιμονία, είτε ισχυρίζονταν ότι έχουν συναφείς σκοπούς. Όπως είναι γνωστό, για να συγκροτηθεί μια οποιαδήποτε φιλοσοφία, μια διανοητική κατασκευή δηλαδή, πρέπει να έχει στυλωμένο το μάτι στους αντιπάλους. Τα οχλούντα για τον Επικουρισμό είναι ο διάχυτος φόβος του θανάτου, ο φόβος που προέρχεται από ορισμένους θεούς και οι φιλοδοξίες που ξεπερνούν τοφυσικό όριο, οι ματαιοδοξίες. Η επικούρεια φιλοσοφία θέλει λοιπόν να καταπολεμήσει αυτούς τους φόβους, καθώς τους θεωρεί ως τις κύριες αιτίες της δυστυχίας των ανθρώπων· ως πράξη, έχει διακηρυγμένο σκοπό της να γαληνέψει τη μπόρα της ψυχής:
«Όλες μας οι πράξεις αυτό έχουν σκοπό, να παραμερίσουν τον πόνο και την ταραχή. Όταν αυτό το καταφέρουμε, γαληνεύει η μπόρα της ψυχής, γιατί ο άνθρωπος δεν έχει πια να τρέξει και να κυνηγήσει κάτι που να συμπληρώσει την ευεξία της ψυχής και του κορμιού.» [2]
Ο καθηγητής Χαράλαμπος Θεοδωρίδης στο σπουδαίο βιβλίο του για τον Επίκουρο γράφει: «Η συνείδηση του Επίκουρου ζητεί, παραμερίζοντας κάθε σάπιο, να φτάσει σε κάτι στέρεο, που να μπορεί να σταθεί σα βάση στην ανθρώπινη ύπαρξη.Το πρωτόπλασμα αυτό στη διανόηση του παρουσιάζεται με την ακόλουθη μορφή: Ο άνθρωπος είναι κάτι μεγάλο και πολύτιμο. Την ευτυχία, τη μακαριότητα, την έχει μέσα του, φτάνει να παραμερίσει όσα τον ενοχλούν και του κάνουν κόλαση τη ζωή. ‘Όταν λείψει κάθε φροντίδα, λύπη ή χαρά, κάθε ταραχή, στην ουδέτερη κατάσταση της αταραξίας, η ευτυχία αναβλύζει από μέσα του, γεμίζει το είναι του, ξεχύνεται γύρω, απλώνεται και χαϊδεύει τα πάντα». [1] Η αξία της γνώσης στους Επικούρειους μετριέται με κριτήριο τη χρησιμότητά της για την ευδαιμονία των ανθρώπων.
Ο πολυμαθέστατος Δημόκριτος (~460 π.Χ.- 370 π.Χ.) αναφέρεται επίσης στην ψυχική γαλήνη:
“Ο άνθρωπος που θέλει να έχει ψυχική γαλήνη (ευθυμία) δεν πρέπει να κάνει πολλά, ούτε στην ιδιωτική του ούτε στη δημόσια ζωή, ούτε να επιδιώκει πράγματα που ξεπερνούν τις φυσικές του δυνάμεις. Πρέπει να προσέχει ώστε, ακόμα και αν η τύχη βρεθεί στον δρόμο του και του υποδείξει περισσότερα, αυτός να μπορεί με τη φρόνηση του να την αφήσει κατά μέρος και να μην απλώσει το χέρι του σε περισσότερα από όσα του επιτρέπουν οι δυνάμεις του. Γιατί το σωστό φορτίο είναι ασφαλέστερο από το μεγάλο φορτίο.”[2]
Το προηγούμενο απόσπασμα είναι από το βιβλίο του Περί ευθυμίης (ιωνική διάλεκτος), έργο πρακτικής ηθικής, όπου συνήθως εντάσσονται πραγματείες που δίνουν συμβουλές, λ.χ. για την υπερνίκηση της οργής, αλλά και«παραμυθίες» που έχουν ως σκοπό να γιατρέψουν τη λύπη. Η σημαντικότερη αρετή του ανθρώπου είναι η «ευθυμία», που οδηγεί σε ψυχική γαλήνη, δηλαδή κατάσταση που επιτυγχάνεται με την αυτογνωσία, με την επίγνωση των φυσικών ικανοτήτων και με τη φρόνηση.[2]
Ο καιρός της φιλοσοφίας
Είναι ωφέλιμο να φιλοσοφεί ο άνθρωπος, είτε νέος είτε σε πιο προχωρημένη ηλικία. Σε επιστολή προς το μαθητή τουΜενοικέα διαβάζουμε:
«Επίκουρος χαιρετάει τον Μενοικέα.
Ούτε όταν είναι νέος κανείς πρέπει να διστάζει να φιλοσοφεί, ούτε όταν γεράσει να μην έχει διάθεση να φιλοσοφεί. Γιατί για κανέναν δεν είναι νωρίς ή πολύ αργά, ώστε να ασχοληθεί με την υγεία της ψυχής του. Αυτός, μάλιστα, που λέει ότι δεν είναι ο καιρός της φιλοσοφίας, είναι σαν να λέει ότι έχει περάσει η ώρα ή ότι δεν υπάρχει πια χρόνος για την ευτυχία. Έτσι, λοιπόν, πρέπει και ο νέος και ο γέροντας να φιλοσοφεί — ο γέροντας για να παραμένει νέος όσο γερνάει, μέσα από τις ευχάριστες αναμνήσεις των περασμένων αγαθών, και ο άλλος, αν και νέος, να είναι μαζί και ώριμος γέρος, καθώς θα ζει χωρίς να φοβάται το μέλλον. Είναι επομένως ανάγκη να μελετάμε ό,τι φέρνει ευτυχία, αφού, όταν αυτή υπάρχει, έχουμε τα πάντα, ενώ όταν μας λείπει, κάνουμε τα πάντα για να την έχουμε.» (Επιστολή προς Μενοικέα)[1]
Οι νέοι αλλάζουν εύκολα διαθέσεις και επηρεάζονται πολύ από την τύχη, οι γέροντες μπορούν φιλοσοφώντας να αράξουν στο λιμάνι των γηρατειών:
«Ευτυχής δεν είναι ο νέος, αλλά ο γέροντας που έχει ζήσει καλά. Γιατί ο άνθρωπος που βρίσκεται στην ακμή της νιότης του είναι ευμετάβλητος και επηρεάζεται πολύ από την τύχη, ενώ ο γέροντας είναι σαν να έχει αράξει στο λιμάνι των γηρατειών, έχοντας φυλαγμένες στις αναμνήσεις του τις χαρές των αγαθών στα οποία, όταν ήταν νεότερος, δύσκολα μπορούσε να ελπίζει.»
Κριτική στον ιδεαλισμό
Η επικουρική φιλοσοφία ασκεί ανελέητη και ριζοσπαστική κριτική στη μεταφυσική παράδοση, χωρίς όμως να ξεπέφτει στην κοινή συκοφαντία, όπως αποδεδειγμένα έκαναν οι αντίπαλοί της. Οι θέσεις της είναι επιβεβλημένη απάντηση στα τρομερά πλάσματα της μεταφυσικής, στις ορφικές και πυθαγόρειες μετεμψυχώσεις, στο εν και ακίνητο ον του Ελεάτη, στην υπερουράνια θεοκρατική πολιτεία του Πλάτωνα, τις φαντασιοκοπίες του νέου Αριστοτέλη και την γενικότερη απαισιόδοξη απόρριψη της επίγειας ζωής. Ο άνθρωπος μπορούσε να ζήσει ευτυχισμένος και να στηρίζεται στις δικές του δυνάμεις. Η κοπιώδης ενασχόληση με τα φαντάσματα και την καπνίλα της μεταφυσικής θεωρείται άγονο χασομέρι.
Η Τετραφάρμακος αποτελεί την συμπύκνωση των κυριότερων διδασκαλιών του Επίκουρου αναφορικά με το πώς να ζει κανείς τη ζωή του. Μας είναι γνωστή από ένα κείμενο του Επικούρειου φιλοσόφου Φιλόδημου που διασώθηκε στην λεγόμενη βίλα των παπύρων στο Ηράκλειο της Ιταλίας (σημ. Ercolano, αρχαίο Herculaneum):
Άφοβον ο θεός, ανύποπτον ο θάνατος και ταγαθόν μεν εύκτητον, το δε δεινόν ευκαρτέρητον. [Φιλόδημος}
Το κείμενο μπορεί να αποδοθεί κι ως εξής:
Ο θεός δεν πρέπει να μάς προκαλεί φόβο, ούτε ο θάνατος να μάς φέρνει ανησυχία, τα υλικά αγαθά (ό,τι πραγματικά χρειαζόμαστε) μπορούμε να τα αποκτήσουμε με λίγο κόπο, τα δεινά και τις συμφορές της ζωής μπορούμε να τα υπομείνουμε με ευκολία.
Οι θεοί του Επίκουρου
Καμία μυστική δύναμη, κανένας Θεός δεν ανακατεύεται στη λειτουργία του κόσμου. Οι άνθρωποι μόνοι, απαλλαγμένοι από φόβους, προλήψεις, δεισιδαιμονίες και κάθε λογής φαντάσματα, μπορούν να χρησιμοποιήσουν τη φύση με σκοπό την ευτυχία τους – και πιθανότατα οι θεοί των Επικούρειων δεν θα είχαν καμιά αντίρρηση σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Οι θεοί υπάρχουν και η γνώση μας γι’ αυτούς μπορεί να είναι ξεκάθαρη και σαφής (Θεοί μεν γαρ εισίν· εναργής γαρ αυτών η γνώσις). Ούτε εκδικητικοί είναι όμως ούτε μνησίκακοι. Ζουν στην αιώνια γαλήνη τους και αφήνουν τους ανθρώπους να τα καταφέρουν ή να αποτύχουν μόνοι τους. Εναργής είναι η γνώση που μάς δίνουν οι αισθήσεις, ό,τι αντιλαμβανόμαστε. Μια εφεύρεση μπορεί να είναι προέκταση του αισθητηριακού μηχανισμού, λ.χ. το μικροσκόπιο ή το κυάλι διευρύνουν τις δυνατότητες της όρασης. Η παρέμβαση του θεού στις υποθέσεις των ανθρώπων θα ήταν άλλωστε ένδειξη αδυναμίας και ανάρμοστη στη μακαριότητά του:
«Το ευτυχισμένο και άφθαρτο ον ούτε το ίδιο έχει προβλήματα ούτε προκαλεί σε άλλον. Έτσι, ούτε την οργή γνωρίζει ούτε χάρες κάνει. Γιατί όλα αυτά χαρακτηρίζουν το αδύναμο ον.»
Οι Επικούρειοι κατάλαβαν ότι είναι δύσκολο να ζει κανείς ευτυχισμένος και ταυτόχρονα να τρέμει μήπως βρεθεί ξαφνικά και αμετάκλητα αμαρτωλός στις όχθες του Αχέροντα. Ούτε ο περιβόητος βαρκάρης θα έρθει ποτέ, ούτε τα τέρατα του κάτω κόσμου θα τον βασανίζουν αιώνια. Στην περίπτωση μας, ο μεγάλος ταραχοποιός αντίπαλος είναι ο ιδεαλισμός και ο μυστικισμός, με σημαντική ιστορική παράδοση και συχνά αξιοθαύμαστες κατασκευές. Και επειδή δεν υπάρχουν ιδέες για να συγκρουστούν μεταξύ τους, παρά τα όσα έγραψε μια διάνοια όπως ο Πλάτων, συγκρούστηκαν άνθρωποι με σάρκα και οστά. Η φιλοσοφία έγινε λοιπόν όπλο στον πολιτικό αγώνα για επικράτηση· οι ιδεαλιστές ταυτίστηκαν με τους ολιγαρχικούς, ενώ οι υλιστές, οι σοφιστές, οι Επικούρειοι και άλλοι χρεώνονται στους δημοκρατικούς. Είναι δύσκολο να δείξουμε εδώ ακριβώς με ποιους τρόπους ερμηνεύτηκαν η διαστρεβλώθηκαν πλήρως πολλές ιδέες του αρχαιοελληνικού παρελθόντος. Πολύ συχνά έγινε επιλεκτική χρήση χωρίων ή αποσπασμάτων και επιχειρήθηκε να αποσιωπηθούν όσα εμπράγματα δεδομένα δεν μπορούσαν να ταιριάξουν σε υστερότερες θεωρητικές συλλήψεις. Εάν ο Πλάτωνας και ο Σωκράτης μπορούσαν να ερμηνευτούν και να διαβαστούν εκ νέου -τη δουλειά στη Δύση την έκανε με εξαιρετικό τρόπο ο πολύς Άγιος Αυγουστίνος- ο Επίκουρος δεν χωρούσε εύκολα σε μεταφυσικά ιδεαλιστικά σχήματα. Ακόμα περισσότερο: ο επικουρισμός ήλθε ως απάντηση στις θολούρες του μυστικισμού και της οργιαστικής λατρείας που σκόρπιζαν τον τρόμο στα μυαλά των ανθρώπων.
Ο Επίκουρος είναι βεβαίως αναγκασμένος να αρνηθεί και τη θεία πρόνοια, εφόσον διδάσκει ότι δεν υπάρχει θεία τιμωρία. Ομοίως, δεν δέχεται την ύπαρξη του παραδείσου για να εξαφανίσει από το νου την κόλαση και το φόβο της αιώνιας τυραννίας. Ό,τι χάνουμε σε παρηγοριά, το κερδίζουμε ενδεχομένως σε ψυχική γαλήνη:
«Όσα πράγματα αδιάκοπα σε συμβούλευα να κάνεις, αυτά να κάνεις και γύρω από αυτά να στοχάζεσαι, θέτοντάς τα ως τις βάσεις για μια ευτυχισμένη ζωή. Πρώτα απ’ όλα, θεωρώντας ότι ο Θεός είναι ον άφθαρτο και μακάριο, όπως άλλωστε πιστεύουν και οι πολλοί, να μην του προσάπτεις τίποτα ξένο προς την αφθαρσία του και τίποτε ανάρμοστο στη μακαριότητά του. Αντίθετα, να πιστεύεις γι’ αυτόν οτιδήποτε είναι δυνατόν να διαφυλάξει την αιώνια μακαριότητά του. Γιατί οι θεοί υπάρχουν η γνώση που έχουμε γι’ αυτούς είναι ξεκάθαρη.»
Δεν είναι βέβαιον αν οι θεοί συγχώρησαν στο μεγάλο Έλληνα ένα τέτοιο τόλμημα, είναι όμως διαπιστωμένο, ότι πολλοί άνθρωποι προσπάθησαν να θάψουν τη διδασκαλία του όσο πιο βαθιά γίνεται. Για πεντακόσια και πλέον χρόνια ο Επικουρισμός στάθηκε κόκκινο πανί για τον ιδεαλισμό και κάθε λογής ηθικολόγους. Οι Αθηναίοι δημοκρατικοί των χρόνων του Επίκουρου διαισθάνονταν ότι η ιδεαλιστική φιλοσοφία υπηρετούσε εν τέλει την ολιγαρχία και τον ξένο επιδρομέα. Τα θλιβερά γεγονότα που ακολούθησαν τονΠελοποννησιακό πόλεμο δικαίωσαν αυτή την αίσθηση.
Ο φόβος του θανάτου είναι αρκετός, λένε οι Επικούρειοι, δεν χρειάζεται να προσθέσουμε και τον τρόμο της αιώνιας δοκιμασίας. Το ατέλειωτο αλισβερίσι των ψυχών μέχρι τη θέωση απορρίπτεται επίσης: η ψυχή δεν πάει σε άλλο σώμα, ο νεκρός δεν αισθάνεται ούτε χαρά ούτε λύπη, βρίσκεται όπως ήταν πριν γεννηθεί. Χρειάζεται να σεβόμαστε τους θεούς, επειδή είναι τέλεια όντα, και ταυτόχρονα να είμαστε επιφυλακτικοί απέναντι στις δοξασίες και τις διάφορες γνώμες των ανθρώπων γι’ αυτούς:
«Όμως δεν είναι οι θεοί όπως τους φαντάζεται ο πολύς κόσμος, ο οποίος δε διαφυλάσσει την αρχική τους έννοια. Και ασεβής δεν είναι όποιος δεν αποδέχεται τους θεούς των πολλών, αλλά όποιος προσάπτει στους θεούς τα όσα πιστεύουν οι πολλοί. Οι διάφορες γνώμες των πολλών για τους θεούς δεν αποτελούν αληθινή γνώση, αλλά ψευδείς δοξασίες που υποστηρίζουν ότι οι θεοί προκαλούν τις μεγαλύτερες συμφορές και προσφέρουν τα σπουδαιότερα αγαθά. Γιατί οι άνθρωποι, συνηθισμένοι πάντα στις δικές τους αρετές, αποδέχονται μόνο τους όμοιούς τους, θεωρώντας ξένο ό,τι είναι διαφορετικό.»
Η απόσταση από τον εκδικητή Θεό των Εβραίων και της Παλαιάς Διαθήκης είναι σημαντική και διανύθηκε χάρη στο ρωμαλέο ελληνικό φιλοσοφικό πνεύμα που τόλμησε να ανδρώσει το ανάστημά του μπροστά στους θεούς. Ο Προμηθέας είναι γνήσιο παιδί της αθηναϊκής δημοκρατίας. Ως πρακτική φιλοσοφική αντίληψη για τη ζωή, ο ιουδαϊκός χριστιανισμός μπόρεσε να ριζώσει στον ελληνικό κόσμο μόνον εφόσον αποδέχτηκε, θεωρητικά ή πρακτικά, επικούρειες και πλήθος άλλεςειδωλολατρικές φιλοσοφικές θέσεις. Το αποτέλεσμα φαίνεται κάποτε ιλαρόν σε όσους είναι κάπως εξοικειωμένοι με την ιστορία των ιδεών, ωστόσο η λογική ασυνέπεια μια ιδεολογικής κατασκευής σπανίως στάθηκε εμπόδιο στη διάδοση της. Ακόμα και στις μέρες μας, πλήθη Ορθόδοξων πιστών «πιστεύουν» στα ζώδια και στις καφετζούδες -«πολύ» ή «λίγο»- παρά την εξωφρενική απόσταση που προφανέστατα χωρίζει την ορθόδοξη χριστιανική διδασκαλία από τα παραμύθια για τους επτά ουρανούς και τα νεφελώδη δόγματα του ζωροαστρισμού. Έτσι ή αλλιώς, η χριστιανική διδασκαλία της αγάπης και της εγκράτειας φαίνεται να κρατάει από τη δημοκρατική παράδοση του δήμου, όπως μεταφέρθηκε στην Παλαιστίνη από τους Επικούρειους, ενώ η αντίληψη για τονπεριούσιο λαό πηγάζει περισσότερο από τα ιερατεία και την ολιγαρχία. Οι θεοί του Επίκουρου είναι δημοκρατικοί και συμβάλλουν στη συνοχή του δήμου. Όπως αναφέρεται σε επιγραφή της εποχής, οι πολίτες λατρεύουν την Αθηνά – Δημοκρατία.
Ο έρωτας
Για τον Επίκουρο ο έρωτας δεν είναι κακό, συνέργεια του σατανά, όπως φαντάστηκαν πολλοί άνθρωποι στο μεσαίωνα και τους αιώνες που ακολούθησαν, ούτε θείας προέλευσης όπως υποστήριξε ο Πλάτωνας.«Ουδέ θεόπεμπτον είναι τον έρωτα», γράφει σχετικά ο Διογένης Λαέρτιος. Ο έρωτας (σύντονος όρεξις αφροδισίων μετά οίστρου και αδημονίας) είναι μια δυνατή φυσική ορμή και ως τέτοια χρειάζεται να ικανοποιηθεί μέσα στα όρια της λογικής και της φρονιμάδας, διαφορετικά γίνεται ολέθριο πάθος, αναστατώνει το νου και την γαλήνη της ψυχής, υπονομεύει τις βασικές προϋποθέσεις της ευδαιμονίας. Ο Επίκουρος πάντως διατηρούσε ερωτικές σχέσεις και αλληλογραφία με τη νεαρή και όμορφη εταίρα Λεόντιον, η οποία ήταν μέλος του Κήπου. Ο έρωτας τυφλώνει τα μάτια του ερωτευμένου και η ζωή του είναι παιχνίδι στα χέρια της αγαπημένης. Ο σοφός δεν ανακατεύεται με παράνομες ερωτοδουλειές:
Γυναικί τε ου μιγήσεσθαι τον σοφόν ή οι νόμοι απαγορεύουσιν
Ο Επίκουρος πίστευε στο γάμο και στην οικογένεια, για όσους ήταν προετοιμασμένοι για τέτοιες ευθύνες και αποδοκίμαζε τον αμιγώς σεξουαλικό έρωτα, διότι παγιδεύει τον εραστή μέσα σ’ ένα κουβάρι περιττών αναγκών και τρωτών συναισθηματικών καταστάσεων. Το τυπικό μοντέλο: αρχικά πόθος, μετά ξεμυάλισμα, στη συνέχεια εκπλήρωση και τέλος ζήλεια ή πλήξη. Σ’ αυτή την αέναα επαναλαμβανόμενη ιστορία, πέρα από την ίδια την ερωτική πράξη δεν υπάρχει παρά η ανησυχία και η κατάπτωση.[4]
Ο Ρωμαίος Λουκρήτιος γράφει σχετικά:
“Δεν είναι ενέργεια θεϊκή ή τα βέλη της Αφροδίτης που θα μάς κάνουν να αγαπήσουμε καμιά φορά μια γυναικούλα με πολύ μέτρια ομορφιά. Με τη διαγωγή της, το φροντισμένο κορμί, με την φροντίδα της, καταφέρνει τον άντρα να μοιραστεί μαζί της τη ζωή”.
Οι επιθυμίες και η ηδονή
Η ομάδα γύρω από τον Επίκουρο, αφού αναγνώρισε ότι είναι δίκαιο και φυσικό να απολαμβάνουμε τα αγαθά και τις χαρές της ζωής, κατέταξε τις επιθυμίες σε κατηγορίες. Οι επιθυμίες κα η ικανοποίηση τους πρέπει να καλμάρουν τη βαρυχειμωνιά της ψυχής, αυτός είναι άλλωστε και ο επίγειος πρακτικός στόχος ολόκληρης της επικούρειας φιλοσοφίας. Η κατηγορία για ηδονισμό είναι η συνηθέστερη που κυκλοφορεί για τον Επίκουρο και τον Κήπο του. Στην πραγματικότητα, ο μεγάλος Έλληνας απέρριπτε τόσο τις ασωτίες όσο και τον σκληρό ασκητισμό που επέβαλαν στους πιστούς δεκάδες θρησκευτικές ομάδες. Όταν ο Επίκουρος έλεγε ότι ο άνθρωπος πρέπει να επιδιώκει την ηδονή, ουδόλως είχε στο μυαλό του μια ζωή παραδομένη στις σαρκικές και αισθησιακές απολαύσεις και τα ρωμαϊκά φαγοπότια:
«Όταν υποστηρίζουμε ότι ο σκοπός της ζωής είναι ηηδονή, δεν εννοούμε τις ηδονές των ασώτων και τις αισθησιακές απολαύσεις, αλλά εννοούμε το να μην υπάρχει πόνος στο σώμα και ταραχή στην ψυχή.» (Μένανδρος).
Αν πάλι ως ηδονή εννοούμε την αποφυγή του πόνου και την επιδίωξη της ευχαρίστησης, μάλλον ορθώς ο Επίκουρος τη βρίσκει πιο φυσική, αν τη συγκρίνουμε με την πείνα, ταλαιπωρία του σώματος και τις κάθε λογής στερήσεις. (Είναι γνωστό ότι οι Πυθαγόρειοι διακήρυσσαν την αποχή από σεξουαλικές επαφές, γυναίκες, ποτά και κάθε είδους διασκεδάσεις. Μεταξύ άλλων απαγορεύσεων, οι νεοεισερχόμενοι στη σέχτα υποβάλονταν στην δοκιμασία της διετούς σιωπής). Ο δρόμος προς την ευτυχία που προτείνει ο δάσκαλος δεν είναι μια πορεία μαρτυρίου στο δρόμο για την τελείωση της ψυχής, αλλά μια καθημερινή πρακτική επιβεβαίωση ότι αξίζει να ζούμε τη ζωή, με τις λύπες και τις χαρές της, χωρίς να μάς σκιάζει ο φόβος του θανάτου και τα κάθε λογής φαντάσματα που πλάθει το μυαλό των ανθρώπων. Ο Δάντης δικαίως επιφυλάσσει στους Επικούρειους μια χωριστή γωνιά στην κόλασή του.
«Δεν ξέρω πώς να συλλάβω το Αγαθόν, αν αφαιρέσω τις ηδονές της γεύσης, αν αφαιρέσω τις σεξουαλικές ηδονές, αν αφαιρέσω την ευχαρίστηση των ακουσμάτων και την τέρψη που προσφέρει η θέα μίας γλυκιάς μορφής.» Επίκουρος
Οι Επικούρειοι συνδέονται μεταξύ τους με μνημειώδεις φιλικούς δεσμούς, ζουν λιτά, αναγνωρίζουν πόσο λίγα είναι αυτά που χρειάζονται πραγματικά, απολαμβάνουν την κατοχή τους και τη βεβαιότητα ότι θα εξακολουθήσουν να τα κατέχουν. Αυτό τους κάνει να χαίρονται ακόμα περισσότερο, αν συμβαίνει μια πολυτέλεια (π.χ. ένα πλούσιο γεύμα) να είναι διαθέσιμη χωρίς δυσκολίες και σκοτούρες. Η πολυτέλεια δεν είναι κακό πράγμα από μόνη της, γίνεται όμως καταστροφική για την ευτυχία, όπως και κάθε επιθυμία για πράγματα που δεν είναι αναγκαία. Σημασία δεν έχει τι τρως και πίνεις αλλά με ποιους τρως και πίνεις:
«Γι’ αυτό και θεωρούμε την ηδονή αρχή και απώτερο σκοπό της ευτυχισμένης ζωής. Γιατί έχουμε αναγνωρίσει ότι είναι πρωταρχικό και έμφυτο αγαθό μέσα μας και ότι από αυτήν ξεκινάει το τι θα προτιμήσουμε και το τι θα ,αποφύγουμε, και σε αυτήν καταλήγουμε όταν αξιολογούμε κάθε αγαθό με κριτήριο την αίσθησή της. Και επειδή η ηδονή είναι το πρωταρχικό και έμφυτο αγαθό, γι’ αυτό δεν επιλέγουμε οποιαδήποτε ηδονή, αλλά μερικές φορές δεν ενδίδουμε σε πολλές ηδονές, όταν αυτές μας προκαλούν μεγαλύτερα προβλήματα. Πολλούς πόνους, μάλιστα, τους θεωρούμε προτιμότερους από τις ηδονές, εφόσον είναι μεγαλύτερη για μας η ηδονή που θα ακολουθήσει, εάν υπομείνουμε για πολύ χρόνο τους πόνους. Κάθε ηδονή λοιπόν, επειδή η φύση της μας είναι οικεία, είναι κάτι το καλό, δε συμβαίνει όμως να επιλέγουμε μια οποιαδήποτε ηδονή, όπως ακριβώς και κάθε πόνος είναι κακός, ωστόσο, από τη φύση του, δε γίνεται πάντοτε να τον αποφεύγουμε. Όλα αυτά, όμως, οφείλει να τα κρίνει κανείς συγκρίνοντας τα και αξιολογώντας προσεκτικά τι είναι συμφέρον και τι ασύμφορο. Γιατί σε ορισμένες περιπτώσεις χρησιμοποιούμε το καλό σαν κακό και, αντίστροφα, το κακό σαν καλό.» (Μετάφραση: Χάρης Λύτας)[3]
Γράφτηκε, και εν πολλοίς ανταποκρίνεται στα πράγματα, ότι η φιλοσοφία του Επίκουρου είναι απλή και η συνεισφορά του στην εξέλιξη της φιλοσοφικής σκέψης στάθηκε αμελητέα. Σε σχέση με τους γρίφους και τους χρησμούς που δίδασκαν οι ιδεαλιστές, οι δόξες του επίκουρου φαίνονται σαφείς και εύληπτες προτροπές. Είναι ίσως χρήσιμο να γνωρίσεις τον εαυτό σου (“γνῶθι σαὐτόν”), σύμφωνα με το σκοτεινό δελφικό απόφθεγμα, έχει όμως πιο πρακτικά αποτελέσματα να κατανοήσεις την εμπειρικά διαπιστωμένη αλήθεια ότι οι υπερβολικές επιθυμίες ταράσσουν τη γαλήνη της ψυχής. Το πρώτο απευθύνεται σε λίγους και μυημένους – προορισμένους άλλωστε να επανδρώσουν την ολιγαρχία, το δεύτερο αφορά το ατέλειωτο ανθρωπομάνι που ζει στα όρια της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.
Ο Δημόκριτος, πρόδρομος των Επικούρειων γράφει για ψυχική γαλήνη και σύμμετρη ζωή:
“Γιατί την ψυχική γαλήνη τη φέρνει στους ανθρώπους η συγκρατημένη διασκέδαση και η σύμμετρη ζωή. Η στέρηση και η υπεραφθονία τείνουν να μετατρέπονται στο αντίθετο τους και να προκαλούν στην ψυχή μεγάλες κινήσεις· και οι ψυχές που κινούνται σε μεγάλη έκταση δεν είναι ούτε ευσταθείς ούτε γαλήνιες /…/ Να μη δίνει μεγάλη σημασία στα όσα ζηλεύουν ή θαυμάζουν οι πολλοί και να μην τα σκέφτεται συνεχώς. Να κοιτάζει πώς ζουν οι ταλαίπωροι και να συναισθάνεται πόσο υποφέρουν [...] Γι αυτό ακριβώς δεν πρέπει κανείς να ψάχνει για πράγματα που είναι μακριά του, παρά να ικανοποιείται με τα όσα είναι κοντά του, συγκρίνοντας τη ζωή του με τη ζωή εκείνων που βρίσκονται σε χειρότερη θέση… (Δημόκριτος, απόσπ. 191)
Οι φίλοι του Κήπου θεωρούν επίσης ανώφελο και ανόητο (μωρόν) να υποβάλλεται με τη θέλησή μας το σώμα σε βάσανα και δοκιμασίες, σύμφωνα με τις πρακτικές που ακολουθούσαν οι μυστικιστικές σέχτες της εποχής και μέχρι τις μέρες μας εκατοντάδες χιλιάδες πιστοί. Κατά τον Επίκουρο, η φιλοσοφία είναι μια δραστηριότητα χρήσιμη για την ευτυχισμένη ζωή, είναι η ίδια τέχνη και χωριστή επιστήμη της ζωής.
«Φυσικές και αναγκαίες είναι όσες επιθυμίες, όταν ικανοποιηθούν, ανακουφίζουν τους πόνους, όπως το ποτό στη δίψα — όσες επιθυμίες δεν προκαλούν πόνο αν δεν ικανοποιηθούν δεν είναι αναγκαίες.»
«Πάντως, οι φυσικές επιθυμίες που δεν προκαλούν πόνο αν δεν ικανοποιηθούν — δεν είναι δηλαδή αναγκαίες —, αλλά η προσπάθεια που καταβάλλει κανείς για την ικανοποίηση τους παραμένει έντονη, γεννιούνται από ματαιοδοξία, και δεν οφείλεται στη φύση τους το ότι δεν απομακρύνονται, αλλά στη ματαιοδοξία του ανθρώπου.»
«Πραγματικός πλούτος σημαίνει το να αρκούμαστε στα λίγα. Το λίγο ποτέ δεν λείπει.» Λουκρήτιος
«Τίποτα δεν είναι αρκετό, για όποιον το αρκετό είναι λίγο.» Επίκουρος
Οι Επικούρειοι δεν ανακατεύονται άμεσα στα πολιτικά πράγματα του καιρού τους, ωστόσο ο δάσκαλος εμφανίζεται συγκαταβατικός προς όσους φλέγονται από επιθυμία να συμμετάσχουν στα κοινά:
“Όσοι φλέγονται από επιθυμία και φιλοδοξία, και δεν μπορούν να κάνουν διαφορετικά, ας ακολουθήσουν τη φυσική τους ορμή για πολιτική. Γιάτι η απραγμοσύνη θα τους ταράζει περισσότερο, όσο δεν τούς γίνεται εκείνο που ορέγονται. Πλούταρχος περί ευθυμίας”. [1]
«Ορισμένοι άνθρωποι θέλησαν να γίνουν ένδοξοι και διάσημοι, νομίζοντας ότι με αυτό τον τρόπο 8α προστατευτούν από τους άλλους ανθρώπους. Έτσι, αν η ζωή τους έγινε ασφαλής, απέκτησαν το αγαθό της φύσης αν όμως δεν έγινε ασφαλής, τότε δεν κατέχουν αυτό που, σύμφωνα με την ανθρώπινη φύση, από την αρχή επιθύμησαν.» Μήπως δεν είναι εμπειρικά διαπιστωμένο ότι υπήρξαμε ευτυχείς με πολύ λιγότερα;
Η φύση φαίνεται να συμφωνεί με τη φιλοσοφία του Επίκουρου, για την ευτυχία του ανθρώπου αρκούν τοαπόνετο σώμα και το γαλήνιο πνεύμα. Το να επιδιώκεις τη δόξα, τον πλούτο και τη δύναμη χωρίς μέτρο είναι αφύσικο, μια συνεχής πηγή ταραχών και δυσφορίας. Ακόμα και όταν ο αδύνατος γίνει δυνατός, ο θνητός άνθρωπος ποτέ δε θα γίνει παντοδύναμος ούτε θα νικήσει τους φόβους του, με πρώτο το φόβο του θανάτου. Το να είσαι αδύναμος και να θέλεις να γίνεις δυνατός είναι τουλάχιστον εξίσου οδυνηρό με το να είσαι δυνατός και να επιθυμείς την αδύνατη παντοδυναμία. Έτσι εξηγείται πιθανώς και η θρυλούμενη ελαφρά μελαγχολία των μεγάλων ανδρών και γυναικών. Αφού τα έχουν όλα, γιατί δεν αισθάνονται ευτυχισμένοι;
Ο σοφός δεν ξοδεύει τη λιγοστή και πολύτιμη ζωή του σε παρόμοιες σκέψεις:
«Θρονιασμένος στα ύφη που του ασφάλισε η μάθηση, σκύβει προς τους άλλους ανθρώπους, τους βλέπει να τρέχουν εδώ και εκεί, να ζητούν στην τύχη το δρόμο της ζωής, να τσακώνονται για την εξυπνάδα τους, για την καταγωγή τους, να ιδροκοπούν νύχτες και μέρες, με αμέτρητο κόπο, για να σκαρφαλώσουν στις κορφές του πλούτου ή ν’ αρπάξουν την εξουσία. Τα κακομοίρικα μυαλά! Οι στραβωμένες καρδιές! Σε σκοτάδια και σε κινδύνους σέρνουν τη λιγοστή ζωή που έχουν να ζήσουν. Μας το λέει φωναχτά η φύση. Για την ευτυχία μας φτάνει απόνετο σώμα και ατάραχο πνεύμα. Αν μας λείπουν στο σπίτι χρυσωμένα αγάλματα νέων, που με τις αναμμένες λαμπάδες να φωτίζουν τα νυχτερινά όργια, κι αν κιθάρες δεν κάνουν να αντιλαλήσουν οι απλόχωρες λακεταρισμένες και χρυσωμένες σάλες, έχουμε τη μαλακή χλόη δίπλα στο γάργαρο ποτάμι. Ξαπλωμένοι εκεί με φίλους, κάτω από τα κλαριά μεγάλου δέντρου, σβήνουμε την πείνα μας με λιγοέξοδο γεύμα, την ώρα που ο καλός καιρός χαμογελά και η εποχή του χρόνου σπέρνει λούλουδα στα χλωρά χόρτα.» (Λουκρήτιος) [3]
Γιατί η σάρκα φωνάζει να μην πεινάει, να μη διψάει, να μην κρυώνει· όποιος με γαλήνιο πνεύμα τα έχει αυτά και ελπίζει ότι θα τα έχει,”μπορεί να αναμετρηθεί στην ευτυχία ακόμα και με το Δία”.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου