31. Επιστρέφοντας λοιπόν στην ερευνά μας, θέτουμε το ερώτημα: Τι καθορίζει τη θέληση μας κατά το πράττειν; Μετά από επανεξέταση του ζητήματος , είμαι σε θέση να υποθέσω ότι η θέληση δεν καθορίζεται, όπως γενικώς θεωρείται, από το μέγιστο αγαθό στο οποίο αποβλέπει κανείς μελλοντικά, αλλά μάλλον από μια (και δη την πλέον επείγουσα τις περισσότερες φορές) ανησυχία, από την οποία κυριαρχείται κανείς σε παρόντα χρόνο. Αυτη η ανησυχία είναι που καθορίζει αποτελεσματικά τη θέληση και μας θέτει στην τροχιά των τελούμενων από μας πράξεων. Αυτη την ανησυχία μπορούμε να την ονομάσουμε επιθυμία πρόκειται για την ανησυχία, την οποία προ καλεί στο νου η έλλειψη ενός αγαθού.
[...]
35. Η άποψη ότι το αγαθό, το μέγιστο αγαθό, καθορίζει τη θέληση φαίνεται ν’ αποτελεί τόσο καθιερωμένο και κατασταλαγμένο κανόνα, που συγκεντρώνει τη γενική συναίνεση όλων των ανθρώπων, ώστε δεν είναι καθόλου απορίας άξιον το γεγονός ότι το εξέλαβα κι εγώ ως δεδομένο όταν πρώτο-δημοσίευσα τις σκέψεις μου επί του ζητήματος. Φαντάζομαι δε ότι οι περισσότεροι θα μου συγχωρήσουν ευκολότερα την παράλειψη μου εκείνη μάλλον παρά το σημερινό μου εγχείρημα να απομακρυνθώ από μια τόσο διαδεδομένη γνώμη. Είμαι όμως υποχρεωμένος, μετά από αυστηρότερη έρευνα, να συμπεράνω ότι το αγαθό, το μέγιστο αγαθό, ακόμη κι αν γίνει κατανοητό και παραδεκτό ως τέτοιο, δεν καθορίζει τη θέληση μας παρά μόνο από τη στιγμή που η έλλειψη του θα προκαλέσει την ανησυχία μας, κάνοντάς το επιθυμητό. Όσο κι αν πείσετε έναν άνθρωπο ότι η αφθονία πλεονεκτεί έναντι της φτώχειας, όσο κι αν τον κάνετε να διαπιστώσει και να εμπεδώσει το γεγονός ότι οι όμορφες απολαύσεις της ζωής είναι καλύτερες από την άθλια μιζέρια, εντούτοις, ενόσω ο άνθρωπος αυτός είναι ευχαριστημένος με τη φτώχεια και δεν βρίσκει τίποτε σ’ αυτήν που να του προκαλεί ανησυχία, δεν πρόκειται να προβεί σε καμία κίνηση, η θέληση του δεν θα προσανατολιστεί ποτέ σε κάποια πράξη, η οποία θα τον έβγαζε από την κατάσταση όπου βρίσκεται. Όσο κι αν έχει πειστεί κάποιος για τα πλεονεκτήματα της αρετής, ότι δηλαδή αυτή είναι αναγκαία σ’ έναν άνθρωπο με υψηλούς στόχους σ’ αυτό τον κόσμο η προσβλέπει στον μελλοντικό κόσμο ως τροφή ζωής εντούτοις, μέχρι να φτάσει εκείνος να πεινά και να διψά για την ηθική ακεραιότητα, μέχρι να αισθανθεί ανήσυχος από την έλλειψη της, η θέληση του δεν θα τον προσανατολίσει σε καμία πράξη επιζήτησης αυτού του, ομολογουμένως, μέγιστου αγαθού. Οποιαδήποτε άλλη ανησυχία αισθάνεται όμως, θα οδηγήσει τη θέληση του σε άλλες πράξεις.
[...]
38. Αν η θέληση καθοριζόταν απλώς από το κατά πόσο το αγαθό παρουσιάζεται θεωρητικά στη διάνοιά μας ως μεγαλύτερο η μικρότερο (αυτη είναι η κατάσταση στην οποία βρίσκεται κάθε απόν αγαθό' κι αυτη είναι κατά την ισχύουσα άποψη προς την οποία κινείται και από την οποία εκπορεύεται η θέληση), τότε δεν βλέπω πώς θα ηταν ποτέ δυνατόν να χωριστεί το αγαθό από τις άπειρες και αιώνιες χαρές των ουρανίων, άπαξ και οι τελευταίες προτάθηκαν και θεωρήθηκαν δυνατές. Διότι κάθε απόν αγαθό θεωρείται ότι καθορίζει τη θέληση, εφόσον της προταθεί και τεθεί υπόψη της• κι εκείνη μας θέτει σε δράση, έστω κι αν το αγαθό είναι απλώς δυνατό και όχι απολύτως εξασφαλισμένο οπότε είναι αναπόφευκτο το συμπέρασμα ότι το απεί ρως μεγαλύτερο δυνατό αγαθό θα έπρεπε κανονικά και μόνιμα να καθορίζει τη θέληση σε όλες τις διαδοχικές πράξεις, τις οποίες αυτη διατάσσει και τότε θα έπρεπε να πορευόμαστε σταθερά και αδιάκοπα προς τους ουρανούς. Αυτη θα ηταν η κατάσταση του νου και η κανονική τάση της θέλησης καθ’ όλες τις αποφάσεις της, αν αυτη καθοριζόταν από εκείνο το οποίο θεωρούμε και στο οποίο αποβλέπουμε ως το μέγιστο αγαθό. Στην εμπειρία όμως οποιοσδήποτε είναι σε θέση να δει ότι τα πράγματα δεν είναι έτσι.
[...]
41. Αν τεθεί ακολούθως το ερώτημα “τι είναι εκείνο που κινεί τη θέληση”, απαντώ: η ευτυχία και μόνο. Ευτυχία και δυστυχία είναι τα ονόματα δύο άκρων, των οποίων όμως δεν γνωρίζουμε τα ακροτατα όρια, αφού πρόκειται για πράγματα που το μάτι δεν έχει δει, το αυτί δεν έχει ακούσει και η καρδιά του ανθρώπου δεν έχει συλλάβει. Έχουμε όμως πολύ ζωντανές εντυπώσεις για ορισμένους βαθμούς αμφότερων αυτών των καταστάσεων εντυπώσεις που δημιουργηθηκαν αφενός από διάφορες στιγμές απόλαυσης και χαράς, και αφετέρου βασάνων και θλίψης, τα οποία χάριν συντομίας θα συμπεριλάβω υπό τα ονόματα της ηδονης και του πόνου της οδύνης, είτε πρόκειται για ηδονές και πόνους του σώματος είτε του πνεύματος. Ή, για να πούμε την αλήθεια, είναι όλα ηδονές και πόνοι του πνεύματος, αν και μερικά γεννώ νται στο νου από τη σκέψη ενώ άλλα στο σώμα από ορισμένες μεταβολές της κίνησης.
42. Η ευτυχία επομένως, στην πληροτητά της, είναι η υπέρτατη ηδονη, την οποία μπορούμε να έχουμε και η δυστυχία, ο έσχατος πόνος. O δε ελάχιστος βαθμός αυτού, το οποίο μπορούμε να ονομάσουμε ευτυχία, είναι εκείνος ο βαθμός απουσίας πόνου και παρουσίας ηδονης, χωρίς τον οποίο κανείς δεν μπορεί να είναι ικανοποιημένος. Επειδή λοιπόν η ηδονη και ο πόνος προκα λούνται με την επενέργεια ορισμένων πραγμάτων είτε στο νου μας είτε στο σώμα μας και σε διαφορετικούς βαθμούς, έπεται πως οτιδήποτε είναι σε θέση να μας προκαλέσει ηδονη είναι αυτό που ονομάζουμε καλό και οτιδήποτε είναι σε θέση να μας προκαλέσει πόνο το λέμε κακό, για κανέναν άλλο λόγο παρά μόνο για την ικανότητά του να μας προκαλεί ηδονη και πόνο, στα οποία και συνίστανται η ευτυχία και η δυστυχία μας αντιστοίχως...
43. Μολονότι αυτό είναι που ονομάζουμε καλό και κακό και μολονότι κάθε καλό αποτελεί αντικείμενο της επιθυμίας γενικά, εντούτοις κάθε καλό, ακόμη και αν διαπιστωθεί και γίνει παραδεκτό ως τέτοιο, δεν κινεί κατ’ ανάγκην την επιθυμία κάθε ιδιαίτερου ανθρώπου παρά μόνο στο βαθμό που θεωρείται ότι συνιστά αναγκαίο μέρος της δικής του ευτυχίας. Κάθε άλλο καλό, όσο μεγάλο κι αν είναι < φαίνεται, δεν διεγείρει τις επιθυμίες ενός ανθρώπου, ο οποίος δεν το βλέπει ως μέρος της ευτυχίας εκείνης, με την οποία, όπως επί του παρόντος πιστεύει, μπορεί να είναι ικανοποιημένος. Όλοι επιδιώκουν και επιθυμούν σταθερά ο,τι αποτελεί μέρος της ευτυχίας τους υπ’ αυτη την έννοια. Τα υπόλοιπα πράγματα που αναγνωρίζονται ως καλά, μπορεί να τα αντιμετωπίζει κανείς χωρίς επιθυμία, να τα παρακάμπτει και να είναι ευχαριστημένος ακόμη και χωρίς αυτά.
44. O καθένας, νομίζω, μπορεί να παρατηρήσει στον εαυτό του και στους άλλους ότι το μεγαλύτερο ορατό αγαθό δεν εγείρει πάντα τις επιθυμίες του ανθρώπου σε ανάλογο βαθμό με το μέγεθος που το ίδιο εμφανίζεται < αναγνωρίζεται ότι διαθέτει, ενώ από την άλλη, η παραμικρή ενόχληση μας κινητοποιεί και μας αναγκάζει να εργαστούμε προκειμένου ν’ απαλλαγούμε απ’ αυτήν. O λόγος είναι προφανής από την ίδια τη φύση της ευτυχίας και της δυστυχίας μας. Κάθε παρών πόνος, όποιος κι αν είναι, αποτελεί μέρος της παρούσας δυστυχίας μας. Όμως κάθε απόν αγαθό δεν αποτελεί πάντα αναγκαίο μέρος της παρούσας ευτυχίας μας ούτε η απουσία του αποτελεί μέρος της δυστυχίας μας. Αλλιώς θα έπρεπε να είμαστε απείρως και μονίμως δυστυχείς, εφόσον άπειρες είναι οι διαβαθμίσεις της ευτυχίας που δεν διαθέτουμε. Αφού λοιπόν απομακρυνθεί κάθε ανησυχία, αρκεί ακόμη και μια μέτρια δόση αγαθού για να ικανοποιηθεί ο άνθρωπος.
[...]
47. Εφόσον υπάρχουν μέσα μας τόσες ανησυχίες, πάντα πιεστικές και έτοιμες να καθορίσουν τη θέληση, είναι φυσικό, όπως είπα ηδη, οι μεγαλύτερες και πιεστικότερες απ’ αυτές να καθορίζουν τη θέληση ως προς την αμέσως επόμενη πράξη μας. Έτσι συμβαίνει περισσότερες πολλές φορές αλλά όχι πάντα. Διότι, όπως δείχνει και η εμπειρία, ο νους διαθέτει στις περισσότερες περιπτώσεις τη δύναμη να αναστέλλει την πραγματοποίηση και την ικανοποίηση της καθεμιάς από τις επιθυμίες του, κι επομένως έχει την ελευθερία να αναλογιστεί τα αντικείμενα της επιθυμίας του, να τα εξετάσει από όλες τις πλευρές και να τα συγκρίνει με άλλα. Σ’ αυτό έγκειται η ελευθερία που διαθέτει ο άνθρωπος, από τη μη ορθη χρησιμοποίηση της οποίας προέρχεται όλο το πλήθος των διαφόρων λαθών, σφαλμάτων και πταισμάτων, στα οποία υποπίπτουμε κατά τη διαγωγή του βίου μας και κατά την επίπονη επι ζητηση της ευτυχίας, όταν επισπεύδουμε την οριστικοποίηση της θέλησης μας και τη δεσμεύουμε πολύ πρόωρα, πριν ακόμη εξετάσουμε τα πράγματα με τη δέουσα προσοχή. Για να το αποφύγουμε αυτό, έχουμε όπως μπορεί ο καθένας να διαπιστώνει καθημερινά, πειραματιζόμενος με τον εαυτό του τη δύναμη να αναστείλουμε την επιδίωξη της μιας η της άλλης επιθυμίας. Αυτό μου φαίνεται ότι αποτελεί την πηγη κάθε ελευθερίας• σ’ αυτό φαίνεται να συνίσταται εκείνο που ονομάζουμε (ανακριβώς, κατά τη γνώμη μου) ελεύθερη θέληση. Διότι κατά την αναστολή αυτη της οποιασδηποτε επιθυμίας, πριν αποφασίσει η θέληση σχετικά με την πράξη και πριν από την τέλεση της πράξης (που ακολουθεί την απόφαση), έχουμε την ευκαιρία να εξετάσουμε, να επιθεωρήσουμε και να κρίνουμε το καλό η το κακό, το οποίο πρόκειται να κάνουμε: και όταν, μετά τη δέουσα εξέταση, έχουμε πλέον κρίνει, θα έχουμε κάνει το καθήκον μας: ο,τι μπορούμε η οφείλουμε να κάνουμε επιδιώκοντας την ευτυχία μας. Δεν αποτελεί ελάττωμα αλλά αρετή της φύσης μας να επιθυμούμε, να θέλουμε και να πράττουμε σύμφωνα με το τελικό αποτέλεσμα μιας ακριβοδίκαιης εξέτασης.
48. Τούτο όχι μόνο δεν αποτελεί περιορισμό η μείωση της ελευθερίας, αλλά συνιστά μάλιστα πρόοδο και όφελος για την ελευθερία• δεν αποτελεί έκπτωση, αλλά συνιστά το σκοπό και τη χρησιμότητα της ελευθερίας μας. Όσο απομακρυνόμαστε από αυτό τον καθορισμό, τόσο πλησιάζουμε στη δυστυχία και τη δουλεία.
[...]
52. Το κρίσιμο σημείο όπου διακρίνεται η ελευθερία των έλλογων όντων κατά τη συνεχή επιζητηση και τη σταθερή επιδίωξη της αληθινης ευδαιμονίας έγκειται στο γεγονός ότι μπορούν να αναστείλουν την επιδίωξη αυτη σε ιδιαίτερες περιπτώσεις μέχρι να εποπτεύσουν και να διαμορφώσουν άποψη κατά πόσον το ιδιαίτερο αντικείμενο που αντιμετωπίζουν η επιθυμούν τη δεδομένη στιγμή βρίσκεται στο δρόμο του κυρίως σκοπού τους και αποτελεί πραγματικό μέρος του μέγιστου αγαθού γι’ αυτούς. Διότι η προδιάθεση και κλίση της φύσης τους προς την ευτυχία συνιστά γι’ αυτούς υποχρέωση και κίνητρο να προσέξουν, ώστε να μην αστοχήσουν < απολέσουν το στόχο αυτό και μ’ αυτό τον τρόπο, η ίδια κλίση τους υπαγορεύει κατ’ ανάγκην προσοχή, περίσκεψη και επιφυλακτικοτητα κατά τον προσανατολισμό των ιδιαίτερων πράξεών τους, οι οποίες αποτελούν τα μέσα για την απόκτηση της ευτυχίας. Η αυτη αναγκαιότητα που καθορίζει την επιδίωξη της πραγματικής υπέρτατης ευδαιμονίας, επιβάλλει με την ίδια δύναμη και την αναστολή, τη στάθμι ση και τον ενδελεχή έλεγχο της κάθε τυχόν επιθυμίας, προκειμένου να διαπιστωθεί κατά πόσο αυτη σχετίζεται η όχι με την αληθινη ευτυχία μας η μας αποπροσανατολίζει. Αυτό είναι, κατά τη γνώμη μου, το μεγαλύτερο προνόμιο των πεπερασμένων έλλογων όντων και θα επιθυμούσα να σκεφτεί κανείς καλά μήπως σ’ αυτό ακριβώς έγκειται το κατεξοχην πεδίο εφαρμογής και άσκησης όλης της ελευθερίας την οποία όντως διαθέτουν, είναι ικανοί να έχουν η μπορούν να αξιοποιησουν οι άνθρωποι και από την οποία εξαρ τάται η έκβαση των πράξεών τους.
[...]
54. Απ’ όσα είπαμε, είναι εύκολο να δώσουμε μια εξηγηση πώς γίνεται, και μολονότι όλοι οι άνθρωποι επιθυμούν την ευτυχία, εντούτοις τους οδηγούν συχνά οι θελήσεις τους σε τόσο αντίθετη κατεύθυνση και συνεπώς, μερικούς απ’ αυτούς, σ’ εκείνο που είναι κακό. Και ως προς τούτο, ισχυρίζομαι ότι οι διάφορες και αντίθετες επιλογές τις οποίες κάνουν οι άνθρωποι στον κόσμο δεν σημαίνουν ότι δεν επιδιώκουν όλοι τους το καλό, αλλά ότι το ίδιο πράγμα δεν είναι εξίσου καλό για κάθε άνθρωπο. Αυτη η ποικιλία επιδιώξεων δείχνει ότι ο καθένας δεν επενδύει την ευτυχία του στο ίδιο πράγμα ούτε επιλέγει τον ίδιο δρόμο προς αυτήν. Αν υποθέσουμε ότι όλες οι μέριμνες του ανθρώπου περιορίζονται σ’ αυτη τη ζωη, το γεγονός ότι ο ένας επιλέγει τη σπουδή και τη γνώση ενώ ο άλλος το κυνήγι, ο ένας την πολυτέλεια και την κραιπάλη ενώ ο άλλος την εγκράτεια και τον πλούτο, δεν συμβαίνει επειδή ο καθένας τους δεν επιδιώκει τη δικη του ευτυχία, αλλά επειδή η ευτυχία αυτη επενδύθηκε από τον καθέναν τους σε διαφορετικά πράγματα. Ήταν επομένως ορθη η απάντηση που έδωσε ένας γιατρός στον ασθενή του, ο οποίος έπασχε από ερεθισμό των ματιών του: “Αν αντλείς μεγαλύτερη απόλαυση από την οινοποσία σε σχέση μ’ εκείνη που αντλείς από τη χρηση της όρασης σου, τότε το κρασί είναι καλό για σένα• αν όμως η απόλαυση να βλέπεις είναι μεγαλύτερη για σένα από εκείνη του πιοτού, τότε το κρασί είναι κάτι ασήμαντο”.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου