Ο Πλάτωνας, ο μύθος του σπηλαίου και οι επαΐοντες
Γράφει ο Θανάσης Μπαντές
Ο μύθος του σπηλαίου είναι λίγο – πολύ γνωστός. Άνθρωποι δεμένοι στα χέρια, στα πόδια και στον αυχένα, αδυνατώντας να στρέψουν το βλέμμα πέρα από τον τοίχο της σπηλιάς, παρακολουθούν τις σκιές που προβάλλονται θεωρώντας ότι αυτός είναι ο μοναδικός κόσμος. Πίσω τους καίει μια φωτιά κι από ένα άνοιγμα που υπάρχει κατά μήκος ολόκληρης της σπηλιάς υπάρχει δρόμος όπου περνούν διάφοροι άνθρωποι που κρατάν αντικείμενα κάθε είδους. Οι σκιές των ανθρώπων αυτών αντανακλώνται στον τοίχο κι αποτελούν τον αισθητό κόσμο των δεσμωτών, ενώ οι ήχοι που ακούγονται από τους ανθρώπους του δρόμου, που, όπως είναι φυσικό, άλλοι μιλούν κι άλλοι προχωρούν σιωπηλοί, ολοκληρώνουν την ψευδαίσθηση των δεσμωτών, δίνοντάς τους την αποτελειωτική αίσθηση της πληρότητας. Βρισκόμαστε δηλαδή μπροστά στον ορισμό του ανθρώπινου εγκλωβισμού, σε μια καθηλωτική εικόνα της ανθρώπινης άγνοιας που μετατρέπεται στην έσχατη δουλεία, καθώς η σιγουριά του φυσιολογικού που εξασφαλίζεται είναι ο ασφαλέστερος δρόμος της υποταγής. Η παράξενη αυτή αλληγορία είναι το καταστάλαγμα της πλατωνικής πεποίθησης του κόσμου των ιδεών, του μοναδικού αληθινού κόσμου που ξεπερνά όλες τις αισθήσεις και που μόνο οι μυημένοι μπορούν να αντιληφθούν, αφού τα απαίδευτα πλήθη είναι καταδικασμένα στην άγνοια. Κι αυτό ακριβώς είναι οι δεσμώτες μέσα στην αλληγορία του σπηλαίου, οι απαίδευτοι άνθρωποι, που φυσικά αποτελούν και τη συντριπτική πλειοψηφία. Τα δεσμά είναι η άγνοιά που τους καθηλώνει στην απραξία, αλλά και οι αισθήσεις που τους παραπλανούν. Οι σκιές είναι τα απεικάσματα της πραγματικότητας, που, φυσικά, δεν αξίζουν τίποτε μπροστά στον αληθινό κόσμο των ιδεών. Ολόκληρη η σπηλιά είναι ο κίβδηλος κόσμος των αισθήσεων, η πνευματική φυλακή των απαίδευτων ανθρώπων. Οι άνθρωποι του δρόμου, που αντανακλώνται ως σκιές, είναι οι ιδέες και φυσικά ο κόσμος έξω από τη σπηλιά είναι ο αληθινός κόσμος, ο κόσμος των ιδεών, με τον ήλιο να αποτελεί το αγαθό που μόνο ως θείο μπορεί να εκληφθεί. Η προσέγγιση του αγαθού γίνεται μόνο με την απαλλαγή των δεσμών, δηλαδή με τη μύηση στον κόσμο των ιδεών, δηλαδή με τη γνώση της φιλοσοφίας. Και κάπως έτσι βρισκόμαστε μπροστά στη θεοποίηση της φιλοσοφίας, της μοναδικής αληθινής γνώσης που μπορεί να οδηγήσει στην αλήθεια.
Ο φιλόσοφος είναι ο άνθρωπος που σπάει τα δεσμά, ανεβαίνει τον ανηφορικό δρόμο και φτάνει στον αληθινό κόσμο έξω από τη σπηλιά. Η θέαση του αγαθού, του ήλιου, τον τυφλώνει. Η πρώτη του σκέψη είναι να ξαναγυρίσει στο ασφαλές ημίφως της σπηλιάς. Όταν όμως συνηθίσουν τα μάτια του στο εκτυφλωτικό φως, όταν αντικρίσει το μαγικό κόσμο των αληθινών χρωμάτων, θυμάται με λύπη εκείνους τους δεσμώτες και δεν θέλει να επιστρέψει. Το αληθινό φως των ιδεών της φιλοσοφίας είναι η διασφάλιση της υπεροχής του έναντι των απαίδευτων και το καθήκον του είναι ξεκάθαρο. Οφείλει να κατέβει πίσω στη σπηλιά και να προσπαθήσει να οδηγήσει τους απαίδευτους στον αληθινό κόσμο. Οφείλει δηλαδή να θυσιάσει την προσωπική του ευτυχία για το καλό του συνόλου και μάλιστα διακινδυνεύοντας ακόμα και τη ζωή του, αφού γνωρίζει καλά εκ των προτέρων ότι τα απαίδευτα πλήθη είναι πολύ πιθανό να μην τον πιστέψουν, να τον λοιδορήσουν και να τον εξοντώσουν, όπως άλλωστε συνέβη και με τον Σωκράτη. Η άγνοια του πλήθους λειτουργεί ως μέγιστη ισχυρογνωμοσύνη – η απεχθής ισχυρογνωμοσύνη της κατωτερότητας – που όμως ο φιλόσοφος οφείλει να συγχωρήσει θυσιάζοντας τα πάντα. Βρισκόμαστε μπροστά στον φιλόσοφο – μάρτυρα, θρησκευτικού τύπου, που όχι μόνο κατέχει τη γνώση, αλλά και τη μέγιστη ηθική αρετή και είναι έτοιμος για την υπέρτατη θυσία. Εξάλλου η ίδια η ιδέα της κατοχής της μοναδικής αλήθειας κρύβει θρησκευτικές διαστάσεις, αφού η πεποίθηση του μοναδικού είναι η άλλη όψη του θείου. Πρόκειται για τον απόλυτο μηχανισμό της προσωπικής εξύψωσης, που αναγκαστικά σκεπάζει τα πλήθη που χρήζουν διαφωτίσεως. Η θυσία λειτουργεί ως επισφράγιση της υπεροχής. Γι’ αυτό η επιστροφή του φιλοσόφου στη σπηλιά μόνο ως διακυβέρνηση μπορεί να μεταφραστεί. Κι αυτή ακριβώς είναι η οπτική του Πλάτωνα για τη διακυβέρνηση της πολιτείας. Οι φιλόσοφοι ασκούν εξουσία – οι φύλακες άρχοντες και οι φύλακες επίκουροι – ενώ η συντριπτική πλειοψηφία των απαίδευτων είναι οι χειρώνακτες, που φυσικά αποκλείονται από κάθε μορφή εξουσίας. Μιλάμε για μια ξεκάθαρη δικτατορία του πνεύματος, στο όνομα της γνώσης του κόσμου των ιδεών που καθιστά κατώτερες όλες τις αισθήσεις. Κι αυτό βέβαια υπό τη μορφή της έσχατης αδιαλλαξίας, αφού οι φιλόσοφοι, ακόμη κι αν αρνηθούν πρέπει να εξαναγκαστούν να κυβερνήσουν, καθώς το γενικό συμφέρον προέχει αδιαπραγμάτευτα έναντι οποιουδήποτε ατομικού.
Ο Πλάτωνας θεοποιώντας το φιλόσοφο θεωρεί, από θέση αρχής, ότι συνδυάζει και τις γνώσεις και το ηθικό ανάστημα να διαχειριστεί την εξουσία. Όμως, η – από θέση αρχής – καταλληλότητα ενός προσώπου για τη διαχείριση της εξουσίας είναι η ολοφάνερη όψη του ολοκληρωτισμού που επιβάλλεται και καθαγιάζεται με αναπόδεικτα δόγματα. Γιατί η ηθικότητα του φιλοσόφου πρέπει να αποδειχθεί καθώς η γνώση, από μόνη της, δεν ταυτίζεται με την ηθική. Η προάσπιση του ομαδικού συμφέροντος, όσο θεμιτή κι αν ακούγεται, οφείλει να τεκμηριωθεί επακριβώς καθώς όλες οι δικτατορίες του κόσμου βασίστηκαν ακριβώς πάνω σ’ αυτή τη λογική. Αν δεχτούμε τον αριστοτελικό σκοπό της πόλης που είναι η ευδαιμονία τότε πώς μπορεί να ευδαιμονήσει η πλατωνική πολιτεία που στηρίζεται απολύτως στον καταναγκασμό; Ο ίδιος ο νόμος παρουσιάζεται περισσότερο εκφοβιστικός παρά απελευθερωτικός. Όταν πρεσβεύεται η πειθώς και η ανάγκη, δηλαδή η βία καταλαβαίνουμε ότι βρισκόμαστε μπροστά στην αδιαπέραστη κρατική ακαμψία που έχει αποφασίσει για μας πριν από μας και που όποιος αμφισβητήσει θα υποστεί κυρώσεις. Η ίδια η έννοια της μοναδικής αλήθειας και των μυημένων κατόχων που πρέπει να επιβληθούν είναι ασφυκτική. Είναι η ασφυξία του ανελεύθερου που διοχετεύεται προς όλες τις κατευθύνσεις, ακόμα και προς τους ίδιους τους φιλοσόφους που πιθανόν να μην θέλουν να κυβερνήσουν. Είναι η αποθέωση του αυταρχισμού. Εξάλλου και οι παιδαγωγικές απόψεις του Πλάτωνα ήταν αυταρχικές, αφού καθιστούσαν το μαθητή παθητικό δέκτη και το δάσκαλο μοναδικό κάτοχο της γνώσης, απορρίπτοντας κάθε μορφή συμμετοχής. Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο αναπαράγεται και η σχέση του φιλοσόφου με τον πολίτη.Η ίδια η έννοια της μοναδικής αλήθειας και των μυημένων κατόχων που πρέπει να επιβληθούν είναι ασφυκτική. Είναι η ασφυξία του ανελεύθερου που διοχετεύεται προς όλες τις κατευθύνσεις, ακόμα και προς τους ίδιους τους φιλοσόφους που πιθανόν να μην θέλουν να κυβερνήσουν. Είναι η αποθέωση του αυταρχισμού.
Τελικά παρακολουθούμε τη διαστρέβλωση της φιλοσοφίας, που από μηχανισμός αναζήτησης εννοιών και απελευθερωτικός σύντροφος του ανθρώπινου πνεύματος γίνεται δεσποτική – καταπιεστική συνθήκη στα πλαίσια μιας δήθεν κοινωνικής ευδαιμονίας. Η πεποίθηση της ανωτερότητας του φιλοσόφου δεν είναι παρά η συγκαλυμμένη περιφρόνηση προς τους ανθρώπους που τελικά ματαιώνει όλες τις φιλοσοφίες, αφού φιλοσοφία ξεκομμένη από τον άνθρωπο στερείται κάθε νοήματος. Η περιφρόνηση του Πλάτωνα προς το πλήθος είναι ολοφάνερη ακόμα και στην κριτική των καλλιτεχνικών έργων που απαιτούσε να γίνεται μόνο από τους ειδικούς και που έφριττε από τις κριτικές των πολλών. Στους «Νόμους» του μιλούσε για «αμούσους βοάς πλήθους» και κατήγγειλε ότι «τά θέατρα εξ’ αφώνων φωνήεντ’ εγένοντο» (το κοινό του θεάτρου απέκτησε – δυστυχώς – φωνή, από άφωνο που ήταν πρώτα). Κι εδώ δεν μιλάμε για την καταγγελία της ανθρώπινης ανευθυνότητας που εκφράζεται με την επικίνδυνη παντογνωσία της ασχετοσύνης. Εδώ μιλάμε για την βαθύτερη πεποίθηση του υποδεέστερου που οφείλει να σιωπά. Για την απαξίωση της γνώμης μπροστά στον επαΐοντα. Για την απαίτηση της υπεροχής, που μόνο η κατοχή της μοναδικής αλήθειας μπορεί να νομιμοποιήσει. Ε λοιπόν, αυτές οι μοναδικές αλήθειες είναι οι πιο επικίνδυνες γιατί στην ουσία είναι το δεκανίκι του πιο απάνθρωπου φανατισμού. Και κάπως έτσι φτάνουμε στην αλήθεια των σοφιστών, που με τόσο μένος πολέμησε ο Πλάτωνας, δηλαδή στην άρνηση κάθε αλήθειας και στην αναγκαιότητα της πειθούς για τη δική μας αλήθεια.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου