Σάββατο 5 Απριλίου 2014

0

Κόλαση και Παράδεισος: Υπάρχουν;



«Στην παγκόσμια μυθολογία και ιστορία μπορούμε να αναγνωρίσουμε παρόμοιες “αρχετυπικές”  ιστορίες ηρωικής έκστασης και ουράνιας ανάβασης,  αλλά και δαιμονικής, μαρτυρικής κατάβασης στο σκότος και την κόλαση», υπογραμμίζει η N. Bush (2002), συμπεριλαμβάνοντας στον κατάλογό τής τις περιπτώσεις του Ορφέα, του Ηρακλή, της Περσεφόνης, του Κρίσνα αλλά και του Ιησού. Πρόκειται, όμως, για αλληγορίες ή για «αληθινές» περιπτώσεις παροδικής πνευματικής μετάβασης στον παράδεισο ή την κόλαση αντίστοιχα; Ο επιστημονικός χώρος μελέτης των περιθανάτιων εμπειριών (Near-Death Studies) καλείται να δώσει μια απάντηση στο πανανθρώπινο ερώτημα αναφορικά με τη ζωή μετά το θάνατο.
Ιστορική αναδρομή
Ο όρος «περιθανάριες εμπειρίες» (Near-Death Experiences, NDEs), γνωστές και ως «οράματα της νεκρικής κλίνης» (Knoblauch, Schmied, & Schnettler, 2001), χρησιμοποιείται στη διεθνή επιστημονική βιβλιογραφία αναφερόμενος σε ορισμένες  ιδιαίτερα έντονες, παράδοξες και συχνά ακατάληπτες και υπερβατικές εμπειρίες επαφής με μια διάσταση που συχνά προσλαβάνεται ως «μεταθανάτια ή υπερ-κόσμια», οι οποίες τείνουν να «απασχολούν» περίπου το 4% του πληθυσμού (Knoblauch, Schmied, & Schnettler, 2001)∙ Συχνότερα  συμβαίνουν σε ετοιμοθάνατα ή «κλινικά νεκρά» άτομα  (ΝDErs) (Agrillo, 2005∙  Knoblauch, Schmied, & Schnettler, 2001), αλλά και σε άτομα που βιώνουν παροδικές οξείες ψυχολογικές ή σωματικές τραυματικές καταστάσεις, όπως είναι μια πτώση από βουνό ή ένα οξύ αλλεργικό επεισόδιο  (Greyson & Bush, 1992∙ Long & Perry).
Ιστορικά, για πρώτη φορά το 1975 ο γιατρός R. Moody αναφέρθηκε στα φαινομενολογικά χαρακτηριστικά των περιθανάτιων εμπειριών, χωρίς όμως να συμπεριλαμβάνει οποιαδήποτε αρνητική νύξη (Bonenfant, 2001). Στα πλαίσια αυτά, μια «τυπική» περίπτωση περιθανάτιας εμπειρίας σκιαγραφείται και παγιώνεται ως εξής:  (1) Αίσθηση εγκατάλειψης του φυσικού σώματος / εξω-σωματική εμπειρία/ πανοραμική αντίληψη, (2) όξυνση των αισθήσεων, (3) είσοδος σε ένα τούνελ, (4) συνάντηση με το «φως», τα φωτεινά όντα ή άλλους θανόντες, (5) ταχεία ανασκόπηση της πρωθύστερης ζωής, (6) διαταραγμένη αίσθηση του χρόνου, (7) απόκτηση πληροφοριών, γνώσης ή «φώτισης», (8) εμφάνιση ενός εμποδίου ή φραγμού,  (9) ακούσια ή εκούσια επιστροφή στο φυσικό σώμα, (9) πιθανή ριζική ψυχο-πνευματική μεταστροφή ακολουθούσα την ανάκτηση των αισθήσεων (Greyson & Bush, 1992 ∙ Long & Perry) .
Συμπερασματικά, οι σχετικές εμπειρίες που φαίνεται να ακολουθούν αυτό το μοτίβο, τείνουν να περιγράφονται από την πλειοψηφία των ατόμων ως θετικές, «απολύτως αληθινές» και «παραδείσιες» (Long & Perry).
Από την άλλη πλευρά, όμως, ένα μικρότερο αλλά καθόλου ευκαταφρόνητο ποσοστό ατόμων που μοιάζουν να πέρασαν στην «αντίπερα όχθη» και να επέστρεψαν, τείνει να περιγράφει με δέος και αποστοφή μια σειρά εμπειριών που τις χαρακτηρίζει εφιαλτικές ή ακόμα και διαβολικές (Inwin & Bramwell, 1998).
 «Διαβολικές» περιθανάτιες εμπειρίες (Hellish NDEs, Negative NDEs)
Πρώτος ο καρδιολόγος Maurice Rawlings επεσήμανε την περίπτωση αρνητικών περιθανάτιων εμπειριών το 1978 (Bonenfant, 2001). Στην πράξη, ο όρος «διαβολικές περιθανάτιες εμπειρίες» αναφέρεται σε σχετικές περιθανάτιες εμπειρίες φόβου και τρόμου για τον άνθρωπο που τις βιώνει (Bonenfant, 2001), και φαίνεται να αναδύεται ως ορολογία από διάσπαρτες περιπτωσιολογικές μελέτες τη δεκαετία του ’80.
Πιο συγκεκριμένα, με βάση τα αποτελέσματα μίας έρευνας που διεξήχθη στην Αμερική το 1982, τα βασικά φαινομενολογικά χαρακτηριστικά των «αρχετυπικών περιθανάτιων εμπειριών της κόλασης» μοιάζουν να είναι τα ακόλουθα: (1) Αρνητικές και ανησυχητικές παρουσίες, (2) μια άβολη αίσθηση συναισθηματικής ή νοητικής δυσαρέσκειας ή ανησυχίας, (3) ένα αίσθημα σύγχυσης σε σχέση με την εμπειρία, (4) ένα αίσθημα προδοσίας ή εγκατάλειψης στην έσχατη καταστροφή και (5) ένα αίσθημα τρόμου αναφορικά με το αμετάκλητο του επερχόμενου θανάτου (Bonenfant, 2001).
Επιπρόσθετα, η ψυχολόγος Margot Grey (1985) αναφέρεται σε μια κατηγορία εμπειριών που αποκαλεί «παραπέμπουσες στην κόλαση», και οι οποίες συνοδεύονται από: (1) ένα αίσθημα φρικτού πανικού (2) την παρουσία φρικτών οντοτήτων που είναι είτε αόρατες, είτε δίχως πρόσωπο, ή με το πρόσωπο καλυμμένο από κουκούλες, (3) μια αίσθηση φρικτού ψύχους ή ανυπόφορης ζέστης, (4) φωνές που υποδηλώνουν φρικτά μαρτύρια, κ.α. (Bonenfant, 2001).
Συμπερασματικά,  οι εμπειρίες αυτές μοιάζουν συναφείς αλλά ποιοτικά αντίθετες σε σχέση με τις θετικές/ παραδείσιες εμπειρίες, ακολουθώντας συχνά την εξής δομή:
(1) Αίσθημα τρόμου ή πανικού
(2) Αίσθηση εγκατάλειψης του φυσικού σώματος/ εξω-σωματική εμπειρία
(3) Είσοδος σε ένα σκοτεινό τούνελ
(4) Κάθοδος σε ένα σκοτεινό, τρομερό μέρος
(5) Αίσθημα ανυπαρξίας ή κενού, ή συναναστροφή με διαβολικές οντότητες (Greyson & Bush, 1992).
Τέλος, μία ακόμα περίπτωση αφορά εμπειρίες που εμπλέκουν τόσο θετικά όσο και αρνητικά χαρακτηριστικά (Bonenfant, 2001), όπως η ακόλουθη.
Γεύση από κόλαση
Ο Scott ήταν έξι χρονών όταν, ξεφεύγοντας στιγμιαία από την επίβλεψη των γονιών του, έπεσε θύμα βαρύτατου τροχαίου ατυχήματος. Οταν τελικά ανέκτησε τις αισθήσεις του, εξιστόρησε με δέος στους γονείς του την ακόλουθη εμπειρία:
“O διάβολος είχε σάπιο κρέας και γλίτσα πάνω του, διεστραμμένα κόκκινα μάτια και μια βαθιά, σπηλαιώδη φωνή. Ο διάβολος μου είπε: ‘Είσαι κακός’”.
Καθ’ όλη τη διάρκεια αυτή της  εμπειρίας, ο Scott προσπαθούσε να διατηρήσει την πίστη του στο θεό. Ο Scott αναφέρθηκε επίσης σε κάτι που θα μπορούσε να χαρηκτηριστεί ως εξω-σωματική εμπειρία:
“Έβλεπα τους γονείς μου να με μεταφέρουν στο νοσοκομείο, ενώ εγώ φώναζα (νοερά) στον αδερφό μου”
- γεγονός που αργότερα ο αδερφός του επιβεβαίωσε ως «μια φωνή στο κεφάλι μου».
Ο 6χρονος, κάποια στιγμή ανέφερε επίσης ότι μεταφέρθηκε σ’ ένα φωτεινό τούνελ, και είδε τον νεκρό θείο του να φοράει ένα γκρι κοστούμι. Η μητέρα του Scott δήλωσε ότι ο θείος του ποτέ δεν φορούσε κοστούμι εν ζωή, γεγονός που ύστερα ανακάλεσε ενθυμούμενη πως εκείνος κηδεύτηκε με γκρι κοστούμι- πράγμα, όμως, το οποίο ο 6χρονος δεν γνώριζε!
Ο Scott δήλωσε ύστερα ότι βρέθηκε σ’ ένα μέρος με λαμπρό φως που πήγαζε κατ’ ευθείαν από το θεό, ενώ τόνισε πως διαισθάνθηκε και την παρουσία ενός αγγέλου. Μετά από αυτή την εμπειρία φάνηκε να αναπτύσσει μεγάλο και σταθερό ενδιαφέρον για τη θρησκεία….


Περίπτωση δεύτερη
Γυναίκα 27 ετών, μετά από ατύχημα με αυτοκίνητο
«Εβλεπα από απόσταση το σώμα μου αναίσθητο μέσα στο αμάξι. Τα δύο παιδιά μου έμπαιναν στο ασθενοφόρο. Επειτα κάποιος μου έπιασε το χέρι- έμοιαζε με το Χριστό. Υστερα, όμως, το αίσθημα γαλήνης διαδέχτηκε ένα αίσθημα φρικαλεότητας. Γύρω μου υπήρχαν άρρωστοι και ιδρωμένοι σκοτεινοί, αλυσοδεμένοι άνθρωποι που ούρλιαζαν και έκλαιγαν. Επειτα είδα τρία παιδιά να κλαίνε και να με φωνάζουν∙ δυο αγόρια και ένα κοριτσάκι. Αρκετά χρόνια αργότερα γέννησα ένα κοριτσάκι. Ηταν το ίδιο με αυτό που είχα δει στο όραμά μου» (Greyson & Bush, 1992).

Πιθανές ερμηνείες
Στο πλαίσιο αυτά, είναι εύλογο να αναρωτιόμαστε τόσο για τη γνησιότητα των εμπειριών αυτών, όσο και για τους λόγους για τους οποίους ορισμένα άτομα μοιάζουν να  ανέρχονται σε μαγευτικές, ουράνιες νοερές γεωγραφίες, ενώ άλλα να κατέρχονται σε φρικτά μέρη πόνου, τρόμου και βασανιστηρίων.
(1) Κουλτούρα, Προσδοκίες και Κοινωνικές Κατασκευές
Σύμφωνα με την συνηθέστερη ερμηνεία των σχετικών υπερβατικών, θρησκευτικών -ακόμα και παραψυχολογικών- εμπειριών, το περιεχόμενό τους είναι «κατασκευασμένο» βάσει των κοινωνικών, πολιτισμικών και θρησκευτικών προτύπων και επιδράσεων, καθώς και βάσει των στερεοτύπων που προωθούνται από τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης (ταινίες, βιβλία, αστικοί μύθοι, κ.α.) (Bonenfant, 2001 – Bush, 2002).
Επιπλέον, η ατομική ψυχοσύνθεση, προσδοκίες ή ψυχολογική διάθεση πριν το συμβάν δύνανται να επηρεάσουν το περιεχόμενο των περιθανάτιων εμπειριών.
Με βάση, λοιπόν, αυτό το μοντέλο ερμηνείας, η Atwater (1992) αναμένει αρνητικές, τρομακτικές, ακόμα και διαβολικές, περιθανάτιες εμπειρίες από άτομα που έχουν αποθέματα καταπιεσμένης οργής και όσων, γενικώς, προσδοκούν ένα είδος «μεταθανάτιας τιμωρίας».
Από την άλλη πλευρά, πάμπολλοι ερευνητές, ακόμα και σκεπτικιστές όπως η Susan Blackmore, κατακρίνουν την ερμηνεία αυτή ως υπεραπλουστευτική. Πιο συγκεκριμένα, τόσο οι προσδοκίες όσο και οι κοινωνικο-πολιτισμικές εγγραφές, φαίνεται να επηρεάζουν σε κάποιο βαθμό την ερμηνεία και νοηματοδότηση των σχετικών εμπειριών,  εντούτοις τα καθολικά, παγκόσμια και επαναλαμβανόμενα  φαινομενολογικά μοτίβα που συνθέτουν μια τυπική περιθανάτια εμπειρία (π.χ. τούνελ, φως, εξωσωματική εμπειρία κ.α.) δεν μπορούν να εξηγηθούν σε αυτή τη βάση (Blackmore, 1996 – Bush, 2002).
Επιπρόσθετα, η συστηματική περιπτωσιολογική παρατήρηση καταδεικνύει πως οι ατομικές προσδοκίες ή καταβολές δεν φαίνεται να ασκούν τόσο έντονη επίδραση, επισημαίνει εύστοχα η Bush (2002), αν αναλογιστούμε πως ορισμένοι αυτόχειρες βίωσαν, εντούτοις, «αγγελικές εμπειρίες», ενώ άλλοι άνθρωποι ορκισμένοι σ’ ένα «μεγαλόψυχο θεό», βίωσαν παρ’ όλα αυτά εμπειρίες με γεύση από κόλαση, αφήνοντάς τους έκθετους με ένα αίσθημα βαθιάς «θρησκευτικής προδοσίας».
(2) Νευροφυσιολογικά Μοντέλα ερμηνείας
Προχωρώντας, το δεύτερο επικρατέστερο μοντέλο ερμηνείας τείνει να καταδεικνύει ως κύριους υπαιτίους μια σειρά φυσιολογικών μηχανισμών, την εκδήλωση ορισμένων αποσυνδετικών διαταραχών ή τη δράση ορισμένων φαρμακευτικών ή νευροχημικών ουσιών (Bush, 2002). Στα πλαίσια αυτά, για παράδειγμα,  η εγκεφαλική ανοξία θεωρείται υπεύθυνη για ορισμένα στοιχεία των περιθανάτιων εμπειριών όπως οι εικόνες του «τούνελ» και του «φωτός», ενώ ο ερεθισμός του Κροταφικού Λοβού θεωρείται υπεύθυνος για τις παραισθήσεις, εξω-σωματικές εμπειρίες ή  τα αναφερόμενα flashbacks (Blackmore, 1996).
Από την άλλη πλευρά, γνωστό είναι και το μοντέλο των «ενδορφινών». Η ερμηνεία αυτή που προτάθηκε για πρώτη φορά το 1982 από τον Carr, στηρίζεται στην παρατήρηση πως εφόσον οι ενδορφίνες εκλύονται σε συνθήκες οξέος τραύματος και έχουν κατευναστική, παυσίπονη και ευφορική επίδραση στον οργανισμό, πιθανώς να ευθύνονται και για τα «θετικά» συναισθήματα που συνοδεύουν τις παραδείσιες περιθανάτιες εμπειρίες. Αντοστρόφως, μια προσέγγιση τείνει να αποδίδει τις «διαβολικές» περιθανάτιες εμπειρίες στην ναλοξόνη- έναν ανταγωνιστή των ενδορφινών- το ζήτημα αυτό, εντούτοις, είναι ακόμα υπό διερεύνηση (Blackmore, 1996).
Τέλος, πολλοί ερευνητές τείνουν να ερμηνεύουν τις σχετικές εμπειρίες ως «φαρμακευτική παρενέργεια»∙ εικασία, η οποία συχνά κατακρίνεται ως άστοχη, καθώς, πρώτον, περιθανάτιες εμπειρίες έχουν βιώσει και άτομα που δεν λάμβαναν φαρμακευτική αγωγή, και δεύτερον, μελέτες έχουν καταδείξει πως τα αναισθητικά ή παυσίπονα φάρμακα τείνουν συχνά να μειώνουν την πιθανότητα μιας περιθανάτιας εμπειρίας (Blackmore, 1996)!
(3) Hereafter: O Θάνατος δεν είναι το τέλος…
Στην πράξη, η πιθανότητα της ψυχικής επιβίωσης μετά το θάνατο μοιάζει τόσο μαγευτική όσο και αναπόδεικτη (Bonenfant, 2001). Επιπλέον, για ορισμένους ανθρώπους με τρομερές περιθανάτιες εμπειρίες, η πιθανότητα αυτή ίσως να μοιάζει φρικαλέα.
Στο ίδιο πλαίσιο, καμία θεωρία μέχρι τώρα δεν φαίνεται να παρέχει ικανοποιητικές εξηγήσεις αναφορικά με τους λόγους για τους οποίους ορισμένοι άνθρωποι επισκέπτονται νοερά την κόλαση και άλλοι τον παράδεισο. Θρησκευτικά δόγματα μιλούν για τη μάχη του καλού με το κακό, την εξύψωση των δικαίων και την τιμωρία των αδίκων. Στην πράξη, οι περιθανάτιες εμπειρίες μοιάζουν να υπονοούν μια πολύ συνθετότερη κατάσταση, καθώς αυτές δεν φαίνεται  να είναι συμμετρικές ή να ακολουθούν μια λογική «ανταπόκρισης» στον πρωθύστερο έντιμο ή μη βίο!
Πρόκειται λοιπόν για φαντασιώσεις, ή για «οπωσδήποτε αληθινές εικόνες», όπως επιμένει το 93% των συμμετεχόντων μιας σύγχρονης έρευνας; (Long & Perry). Κανείς απολύτως δεν μπορεί να πει με βεβαιότητα.
Ισως πράγματι, μελλοντικά,  η μελέτη του εγκεφάλου και της συνείδησης να καταφέρει να τα απορρίψει όλα αυτά ως «παρωχημένες προλήψεις». Από την άλλη πλευρά, η ανθρώπινη ιστορία μοιάζει εξ’ αρχής άρρηκτα δεμένη με αυτές τις «προλήψεις», σε σημείο τέτοιο ώστε να μας αναγκάζει πολλές φορές να υποπτευθούμε πως τα ιερά θρησκευτικά βιβλία, οι μύθοι και οι λαϊκές δοξασίες απέκτησαν περιεχόμενο στηριζόμενα σε υπαρκτές και συχνά ανεξήγητες ανθρώπινες εμπειρίες (Broughton, 2000).
Τέλος, η ίδια η πραγματικότητα ίσως να είναι πολύπλευρη, παντελώς ανεξερεύνητη και διαρκώς μεταβαλλόμενη. Σε συμφωνία με την τελευταία αυτή υπόθεση, η Bush (2002) υποπτεύεται πως τόσο το Θιβετιανό και Αιγυπτιακό βιβλίο των Νεκρών, όσο και το Ευρωπαϊκό Ars Moriendi, πιθανώς να αποτελούν «οδηγούς προετοιμασίας των πιστών» ώστε να είναι εξοικειωμένοι με τις διαφορετικές, παράδοξες και πολυποίκιλες νεκρικές περιοχές.

Who is Who: Η Μαριλένα Αβραάμ-Ρέπα είναι ψυχολόγος (Πάντειο Πανεπιστήμιο Αθηνών) με μεταπτυχιακό στην «Υπερπροσωπική Ψυχολογία και Σπουδές Συνειδητότητας» από το πανεπιστήμιο του Northampton στο Ηνωμένο Βασίλειο. Ο κλάδος της ειδικεύεται σε επιστημονικά, και συχνά περιθωριοποιημένα, ζητήματα όπως η παραψυχολογία και η πνευματικότητα, αλλά και σε πιο συμβατικά, όπως οι σύγχρονες νευροψυχολογικές προσεγγίσεις και η φιλοσοφία του νου.

Αναφορές
Agrillo, C. (2005). Near-death experience: Out-of-body and out-of-brain? Review of General Psychology , 15 (1), 1-10.
Blackmore, S. (1996). Near-death experiences. Journal of the Royal Society of Medicine , 89, 73-76.
Bonenfant, R. J. (2001). A child’s encounter with the devil: An unusual near death experience with both blissful and frightening elements. Journal of Near Death Studies , 20 (2), 87-100.
Broughton, R. S. (2000). From caveman to the second foundation: Making sense of exceptional experiences. Fundação Bial, (σσ. 69–82).
Bush, N. E. (2002). Afterward: Making meaning after a frightening near-death experience. Journal of Near-Death Studies , 21 (2), 99-132.
Greyson, B., & Bush, N. (1992). Distressing near-death experiences. Psychiatry , 55, 95-110.
Inwin, H. J., & Bramwell, B. A. (1998). The devil in heaven: A near-death experience with both positive and negative facets. Journal of Near – Death Studies , 7 (1), 38-43.
Knoblauch, H., Schmied, I., & Schnettler, B. (2001). A report on a survey of near-death experiences in Germany. Journal of Near-Death Studies , 20 (1), 15-29.
Long, J., & Perry, P. Evidence of the afterlife: The science of near-death experiences. Harper Collins e-books.
metafysiko

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου