Ο κώδων της μετά θάνατον ζωής
Το 1848, τη χρονιά που ο Νικολάι Γκόγκολ επέστρεψε στη Ρωσία μετά από δέκα χρόνια παραμονής στην Ευρώπη, ήταν ήδη διάσημος. Η φράση «βγήκαμε όλοι απ' το παλτό του Γκόγκολ», αποδιδόμενη από κάποιους στον Ντοστογιέφσκι κι από άλλους στον Τουργκένιεφ, είναι απολύτως δίκαια. Ο συγγραφέας του “Επιθεωρητή”, της “Μύτης”, του “Παλτού” και υπεράνω όλων, των “Νεκρών Ψυχών”, φώτισε νέες ατραπούς στον ρωσικό πεζό λόγο και την παγκόσμια λογοτεχνία.  Ο Γκόγκολ, θεωρούμενος και ως ο ιδρυτής της ιστορικής Φυσικής Σχολής της ρωσικής πεζογραφίας, προχώρησε ακόμη πιο πέρα, όντας ο πρώτος που μας έδωσε ρωσικά έργα υπερρεαλισμού και γκροτέσκο.
Το φθινόπωρο του 1851, ο Γκόγκολ, δια βίου ανέστιος, εγκαταστάθηκε στη Μόσχα, στην έδρα του κόμητος Αλεξάντρ Τολστόι, στη οδό Νικίτσκι (σήμερα μουσείο). Εκεί συνέχιζε την συγγραφή του δευτέρου μέρους του μεγάλου του πονήματος- των “Νεκρών Ψυχών”. Έχοντας διεισδύσει σε βάθος στην επικράτεια του μέγιστου Δάντη και της λογοτεχνικής κληρονομιάς της Αναγέννησης, ο συγγραφέας θέλησε να δημιουργήσει την δική του “Θεία Κωμωδία”, στην οποία, μέχρι τούδε, κατά το πρώτο μέρος των “Νεκρών Ψυχών”, αποκαρδιωμένος, μόνο την “Κόλαση” είχε καταφέρει να ανασυστήσει. Καλά κρυμμένα πίσω απο το αβίαστο χαμόγελο των παράδοξων χαρακτήρων του, κείτονται τα πάθη της ανθρώπινης κατάστασης. Κι όμως, το κοινό προσλάμβανε τα έργα του ως εξωφρενικές κωμωδίες. Κατά το δεύτερο μέρος των “Νεκρών Ψυχών”, ο Γκόγκολ θέλησε να δημιουργήσει το “Καθαρτήριο” και την “Παράδεισο”. Αυτήν τη φορά ανέλαβε το καθήκον να φτιάξει ένα ποιητικό έργο στο οποίο οι χαρακτήρες είναι πρόσωπα ενάρετα και συγκροτημένα, παράδειγμα ηθικό για την πλειονότητα των ρώσων. Προφανώς δεν το πέτυχε.

Στη Μόσχα, ο Γκόγκολ συναναστρεφόταν τον φιλικό του κύκλο. Δύο απ' τους στενότερους φίλους του, ο φιλόσοφος Αλεξέι Χομιακόφ κι ο ποιητής Νικολάι Γιαζίκοφ, είχαν σχέση συγγενική, μιας και η Αικατερίνη, αδελφή του Γιαζίκοφ, ήταν σύζυγος του Χομιακόφ. Η Αικατερίνη, ευφυέστατη, ευγενής, γενναιόδωρη, μετείχε επίσης του κύκλου τους. Αλίμονο, τον Γενάρη του 1852 χάθηκε μέσα σε τρεις μέρες, προσβεβλημένη από τύφο, μόλις στα τριανταπέντε της. Ο Γκόγκολ ήταν συντετριμμένος απ' τον χαμό της, κι ακόμη καταβεβλημένος απέναντι στο φάσμα του δικού του τέλους.
Μετά την αποτυχία του στον δεύτερο τόμο των “Νεκρών Ψυχών” και τον θάνατο της Αικατερίνης, περιέπεσε στην οικεία του κατάθλιψη, αναζητώντας καταφύγιο στην πίστη. Έκαψε όλα τα μέχρι τότε γραπτά του (κάποια, παρόλα αυτά, σώθηκαν απ' τις φλόγες), πράξη που ικανοποίησε τον πνευματικό του, πατέρα Ματβέι Κονσταντίνοφσκι, ακραίων ορθόδοξων πεποιθήσεων, που αντιμετώπιζε την συγγραφή ως έργο του διαβόλου.
Τον ίδιο Φλεβάρη, κατά την διάρκεια της Μάσλενιτσα (εβδομαδιαίος εποχιακός εορτασμός, συνώνυμος της Αποκριάς, όπου άπαντες πέφτουν με τα μούτρα στο φαγοπότι), ο Γκόγκολ απέστη της μόνης του ηδονής μετά την γραφή, του εδέσματος, υπακούοντας ήδη στην περίοδο της ιερής νηστείας. Απ' την στιγμή που την διέκοψε, πέρασε σε πλήρη φυσιολογική και διανοητική κατάπτωση. Κομπογιαννίτες γιατροί συνέστησαν λουτρά και βδέλλες προς θεραπεία του. Θα βύθιζαν το κορμί του σε καυτή μπανιέρα, λούζοντάς του ταυτόχρονα το κεφάλι με κανάτες παγωμένο νερό. Κατόπιν, καθόσον κλινήρης, θα απέθεταν μισή ντουζίνα διψασμένες βδέλλες στην μεγάλη του μύτη. Θα πρέπει να ένοιωσε αβίωτο πόνο, όμως οι βασανιστές του τον είχαν χειροπόδαρα δεμένο.
Ο μύθος θέλει τον Γκόγκολ να είναι επιρρεπής σε κρίσεις λήθαργου και φοβόταν πολύ πως σε κάποια απ' αυτές θα τον περνούσαν για πεθαμένο και θα τον έθαβαν ζωντανό. Κατά τις σχετικές διαδόσεις ήθελε το φέρετρό του να διαθέτει οπή εξαερισμού κι ένα σκοινί συνδεδεμένο με κώδωνα πάνω στην επιφάνεια, ώστε να καλέσει σε βοήθεια άμα ξυπνήσει στον τάφο. Τίποτε απ' όλα αυτά δεν συνέβη, όμως. Πριν κλείσει τα σαραντατρία, παρέδωσε την ψυχή του στον Κύριο, το πρωί της εικοστής πρώτης Φεβρουαρίου του 1852. Ετάφη στο κοιμητήριο της Μονής Ντανίλοβσκι.
Σαμπάνια και στρείδια για το αντίο
Ήταν δύο τα χαράματα, πριν την αυγή στις δύο Ιουλίου του 1904, όταν ο  Αντόν Τσέχοφ ζήτησε απ' τη γυναίκα του, Όλγα Κνίπερ, επειγόντως να καλέσει τον γιατρό. Έσπευσε πάραυτα στους δύο ρώσους του γειτονικού δωματίου, ζητώντας τους να φέρουν τον γιατρό άρον-άρον γιατί ο άντρας της είχε πέσει σε ντελίριο. Το ζεύγος βρίσκονταν στην λουτρόπολη Μπαντενβάιλερ της Γερμανίας. Διάσημος συγγραφέας, φυματικός, ακολουθούσε την θεραπεία ειδικού πνευμονολόγου. Καθώς ο ίδιος ο Τσέχοφ, όμως, διέθετε ιατρική παιδεία, είχε και επίγνωση της βαρύτητας της κατάστασης της υγείας του. Η έγνοια του για τους αδύναμους, πραγματικότητα στον βίο και το έργο του, δεν σήμαινε και συστηματική φροντίδα για την ίδια του την ασθένεια.
Όταν ο Δρ. Σβόρερ μπήκε στο δωμάτιο, ο ίδιος ο Τσέχοφ τον πληροφόρησε: “Ich sterbe” (πεθαίνω). Ο γιατρός του έκανε ένεση καμφοράς, για ν' ανεβάσει το σφυγμό του, αλλά χωρίς αποτέλεσμα, κι έτσι ζήτησε να φέρουν φιάλη οξυγόνου. “Ποιος ο λόγος”, ρώτησε ο Τσέχοφ. “Δεν έχει νόημα. Μέχρι να φτάσει, θα' χω πεθάνει.” Ο Δρ. Σβόρερ, συνειδητοποιώντας πως το τέλος πλησιάζει, τηλεφώνησε για ένα μπουκάλι εξαιρετικής σαμπάνιας. “Πόσα ποτήρια;” ρωτήθηκε. “Τρία ποτήρια”, φώναξε ο γιατρός. “Και κάνε γρήγορα, άκουσες”; Ο Τσέχοφ πήρε το ποτήρι της ευγενέστερης Moet, που του πρόσφερε η Όλγκα, σχολιάζοντας: “Πάει πολύς καιρός πού' χω να πιώ σαμπάνια.” Κι άδειασε το ποτήρι, γέρνοντας στο πλάι ξέπνοος. “Αυτό ήταν”, είπε ο γιατρός. Η Όλγα θα ανακαλούσε αυτές τις στιγμές στις αναμνήσεις της: “Δεν ακουγόταν φωνή, ούτε και ήχος. Βασίλευε μόνον η ομορφιά, η γαλήνη και το μεγαλείο του θανάτου”.
Όλες οι προπαρασκευές είχαν ολοκληρωθεί για την διακομιδή της σορού του μεγάλου συγγραφέα στην Μόσχα. Καθώς ήταν καλοκαίρι, φόρτωσαν το φέρετρο του Τσέχοφ στο φορτηγό βαγόνι μιας αμαξοστοιχίας που μετέφερε οστρακοειδή, ένα παράδοξο που οι αναμένοντες την άφιξη του νεκρού, φίλοι και συγγενείς, δεν είχαν φανταστεί. Μια  στρατιωτική μπάντα που βρισκόταν στο σταθμό, άρχισε να παιανίζει ένα πένθιμο εμβατήριο. Όλοι σκέφτηκαν πως οι αρχές, θέλησαν να αποτίσουν φόρο τιμής προς τον μεγάλο δραματουργό, που λίγους μόλις μήνες πριν διέπρεπε με το διασημότερο έργο και κύκνειο άσμα του, τον “Βυσσινόκηπο”. Αναλογιστείτε την έκπληξη του κοινού που ανάμενε, όταν συνειδητοποίησε πως το εμβατήριο δεν προοριζόταν για τον Τσέχοφ, αλλά για τον στρατηγό Κέλερ, που είχε σκοτωθεί στην Μαντζουρία και που το φέρετρό του κατέφθανε με άλλη αμαξοστοιχία.
Ακόμη κι αν φέρνουν θλίψη, τέτοια κωμικοτραγικά περιστατικά που σημάδεψαν το τέλος του Τσέχοφ, η ειρωνεία της μοίρας ποτέ δεν θ' άγγιζε εκείνον που η γραφή του ήταν τόσο εμποτισμένη με την ειρωνεία, που τυλίγει τον ίδιο τον βίο.

 gr.rbth