Ο "Βέρθερος" είναι νεανικό επιστολογραφικό μυθιστόρημα του Γκαίτε (1749-1832) που, μόλις εκδόθηκε, το 1774, γνώρισε τεράστια επιτυχία στη Γερμανία, μεταφράστηκε σύντομα σε πολλές γλώσσες και άσκησε μεγάλη επιρροή στη ζωή, τα ήθη και τη μόδα ακόμα της εποχής, αφού υπήρξε ακόμη και κοστούμι σε στυλ Βέρθερου. Έγινε αντικείμενο μίμησης και παρωδίας και έκανε αμέσως διάσημο τον εικοσιπεντάχρονο συγγραφέα του. Ο "Βέρθερος", σύμβολο του κινήματος Sturm und Drang (Θύελλα και Ορμή), προδρόμου του ρομαντισμού, είναι η απόλυτη έκφραση της ευαισθησίας και της αναζήτησης της ελευθερίας του εγώ, μέσα από τη σύγκρουση του ανεξέλεγκτου πάθους και της παραφοράς με τον περίγυρο και τις κοινωνικές συμβάσεις.
Ο Γκαίτε, που έζησε ανάλογες εμπειρίες με τον Βέρθερο, διέθετε τη θαυματουργή ικανότητα να ταυτίζεται με τον ήρωά του στα πάθη και ταυτόχρονα να γίνεται κριτής, παίρνοντας τις αναγκαίες αποστάσεις. Το μυθιστόρημα εξέφραζε ανησυχίες της νεολαίας πριν από την επανάσταση του 1789, στην ίδια ευθεία με τις αναζητήσεις συγγραφέων όπως ο Ρίτσαρντσον, ο Ρουσσώ και ο Λέσσινγκ, στους οποίους παραπέμπει άμεσα ο Γκαίτε.
Ο Βέρθερος αγαπά παράφορα -αλλά αδυνατεί να κατακτήσει- τη Λόττε, τη μνηστή και μετέπειτα γυναίκα ενός φίλου του. Ποθεί την εξιδανικευμένη εικόνα της και ξοδεύεται ψυχικά, αδυνατώντας να προσαρμοστεί στην πραγματικότητα. Σ’ αυτό το δράμα της απουσίας, βυθίζεται στην ανία και τη μελαγχολία, ζηλεύει, κλαίει, γίνεται το έμβλημα του mal de vivre. Μοναχικός και απροσάρμοστος, φετιχιστής και νάρκισσος, αποκλεισμένος στον ερωτικό του πόθο, πληγωμένος και παράφορος, διακατέχεται από μια πνοή αφανισμού και αναζητά την αιώνια ελευθερία του θανάτου.
Μέσα από τον προβληματισμό για την απόλυτη ελευθερία των επιλογών του ατόμου ενάντια στα ήθη και στις κοινωνικές συμβάσεις, γίνεται ο συμβολικός μέγας μυθιστορηματικός αυτόχειρας του ρομαντισμού, για να τον ακολουθήσει, τριάντα χρόνια αργότερα, ο Κλάιστ, ο άλλος μέγας αυτόχειρας συγγραφέας του ρομαντισμού.
Ο "Βέρθερος" κυκλοφορεί σε νέα μετάφραση από τη Στέλλα Νικολούδη και συνοδεύεται από εκτενή εισαγωγή, εργοβιογραφία και Επίμετρο με κείμενα του Τόμας Μανν, του Ρολάν Μπαρτ κ.ά.
Αποσπάσματα από τα πάθη του νεαρού Βέρθερου:
«Αχ αυτό το κενό, αυτό το τρομακτικό κενό, που νιώθω εδώ στο στήθος! Συχνά σκέφτομαι πως αν μπορούσα μια φορά, μόνο μια φορά να τη σφίξω πάνω στην καρδιά μου, όλο αυτό το κενό θα γέμιζε.»
"Αχ! Τι είναι αυτό που νοιώθω να διατρέχει τις φλέβες μου, όταν το δάχτυλό μου αγγίζει τυχαία το δικό της, όταν τα πόδια μας συναντηθούν τυχαία κάτω από το τραπέζι! Τραβιέμαι πίσω σαν να ‘χω αγγίξει φωτιά και μια μυστική δύναμη με τραβάει πάλι μπροστά, ένας ίλιγγος καταλαμβάνει τις αισθήσεις μου. – Ω, και η αθωότητά της, η αγνότητα της ψυχής της δεν νοιώθει πόσο με βασανίζουν αυτές οι μικρές οικειότητες. Όταν, καθώς μιλάμε, ακουμπάει το χέρι της πάνω στο δικό μου, και πάνω στο άναμμα της συζήτησης με πλησιάζει έτσι που η ουράνια ανάσα της φτάνει στα χείλη μου… νομίζω πως βυθίζομαι σαν να μ’ έχει χτυπήσει κεραυνός. – Και, Βιλέλμ, αυτόν τον ουρανό, αυτήν την εμπιστοσύνη, αν ποτέ τολμήσω να… Με καταλαβαίνεις. Όχι, η καρδιά μου δεν είναι τόσο διεφθαρμένη! Αλλά αδύνατη, πολύ αδύνατη! Και μήπως αυτό δεν είναι διαφθορά";
"Είναι για μένα ιερή. Κάθε πόθος σωπαίνει ενώπιών της. Δεν ξέρω τι μου συμβαίνει όταν είμαι κοντά της νιώθω την ψυχή μου να πάλετε σε όλα μου τα νεύρα. Έχει μια μελωδία που την παίζει στο πιάνο με αγγελική δύναμη, τόσο απλά και με τόση ψυχή! Είναι το αγαπημένο της τραγούδι και το νιώθω να με ξαλαφρώνει από κάθε πόνο, κάθε σύγχυση και κάθε μαύρη σκέψη ακόμα όταν την ακούω να παίζει έστω και την πρώτη νότα".
"Τίποτα απ’ όσα έλεγαν οι αρχαίοι για τη μαγική δύναμη της μουσικής δεν μου φαίνεται τώρα απίθανο. Τι δύναμη ασκεί επάνω του αυτή η μελωδία! Και πως εκείνη ξέρει να την παίζει στην κατάλληλη στιγμή, συχνά τη στιγμή που θα ‘θελα να φυτέψω μια σφαίρα στο κεφάλι μου! Η σύγχυση και το σκοτάδι της ψυχής μου διαλύονται και αρχίζω ν’ αναπνέω πάλι πιο ελεύθερα".
"Α εσείς οι λογικοί άνθρωποι! Πάθος! Μέθη! Παραφροσύνη! Κάθεστε εκεί ήρεμοι και απαθείς, εσείς οι ενάρετοι, κατακρίνετε τον πότη, απεχθάνεστε τον τρελό, προσπερνάτε σαν τους ιερείς, και, σαν τους Φαρισαίους, ευχαριστείτε το Θεό που δεν σας έκανε όμοιους μ' εκείνους. Έχω μεθύσει πολλές φορές, τα πάθη μου ποτέ δεν απείχαν πολύ από την τρέλα και δεν μετανιώνω ούτε για το ένα ούτε για το άλλο, γιατί, στο μέτρο των δυνατοτήτων μου, έμαθα να κατανοώ ότι όλους τους ξεχωριστούς ανθρώπους, αυτούς που πραγματοποίησαν κάτι μεγάλο, κάτι που έμοιαζε ακατόρθωτο, ανέκαθεν τους θεωρούσαν μεθυσμένους και τρελούς".