Στο Διαδίκτυο «ανέβηκαν» χιλιάδες χειρόγραφα της Νεκράς Θάλασσας, που χρονολογούνται από περισσότερο από δύο χιλιετίες, όπως ανακοίνωσε χθες η ισραηλινή Αρχή Αρχαιοτήτων.
Κομμάτια από τους παλαιότερους πάπυρους της Παλαιάς Διαθήκης που έχουν εντοπιστεί μέχρι σήμερα, κυρίως των Δέκα Εντολών, του πρώτου κεφαλαίου της Γένεσης, των Ψαλμών, το βιβλίο του Ησαΐα στο σύνολο του, καθώς και απόκρυφα κείμενα περιλαμβάνονται στα χειρόγραφα αυτά.
Οι πιο σύγχρονες τεχνικές απεικόνισης, που αναπτύχθηκαν από τους ειδικούς της NASA, χρησιμοποιήθηκαν για την αρχειοθέτηση χειρογράφων που μέχρι σήμερα δεν ήταν προσβάσιμα από το κοινό, επειδή είναι πολύ εύθραυστα.
Οι μέθοδοι που χρησιμοποιούνται θα επιτρέψουν να αναλυθεί καλύτερα η κατάσταση της διατήρησης των χειρογράφων αυτών που χρονολογούνται από τον τρίτο έως τον πρώτο αιώνα π.Χ.
Ο χώρος όπου ήταν κρυμμένα τα χειρόγραφα της Νεκράς Θάλασσας (περίπου 900 Ιουδαϊκά χειρόγραφα σε πάπυρο και περγαμηνή στην αραμαϊκή, την εβραϊκή και την αρχαία ελληνική γλώσσα) τα οποία θεωρούνται μία από τις σημαντικότερες αρχαιολογικές ανακαλύψεις του εικοστού αιώνα, βρέθηκε τυχαία από ένα βοσκό το 1947 στο Κουμράν, σε μια σπηλιά κοντά στη Νεκρά Θάλασσα στη Δυτική Όχθη.
Τα παλαιότερα χειρόγραφα χρονολογούνται από τον τρίτο αιώνα π.Χ. και το πιο πρόσφατο γράφτηκε το έτος 70, τη στιγμή της καταστροφής του δεύτερου εβραϊκού Ναού από τις ρωμαϊκές λεγεώνες.
Τα περισσότερα από αυτά τα έγγραφα φυλάσσονται στο Μουσείο του Ισραήλ στην Ιερουσαλήμ, και κάποια εκτέθηκαν στο εξωτερικό, κυρίως στο Βερολίνο το 2005, αλλά η ευθραυστότητα τους θέτει περιορισμούς στο χειρισμό τους αλλά και στην έκθεση τους στο φως.
Η ανακάλυψη των χειρογράφων.
Την ‘Aνοιξη του 1947 ένας νεαρός Βεδουίνος βοσκός που ονομαζόταν Μωχάμετ Αντ Ντχιμπ, ανακάλυψε μέσα σε μια σπηλιά πήλινα δοχεία. Η σπηλιά βρισκόταν κοντά στη βορειοδυτική όχθη της Νεκράς Θάλασσας, περίπου 12 χιλιόμετρα από την Ιεριχώ, κοντά στα ερείπια του Κιρμπέτ Κουμράν. Μέσα στα δοχεία υπήρχαν φύλλα από δέρμα, συσκευασμένα σε πάνινες λινές θήκες, τα οποία οι Βεδουίνοι πούλησαν αργότερα σε κλεπταποδόχους της Βηθλεέμ. Κάπως έτσι ξεκινά η ανακάλυψη των χειρογράφων, που χαρακτηρίστηκε ως η σπουδαιότερη αρχαιολογική ανακάλυψη του προηγούμενου αιώνα.
Ιστορία.
Από τις αρχές του 20ου αιώνα, το παγκόσμιο σιωνιστικό κίνημα του Θεόδωρου Χέρτσελ είχε αναζωπυρωθεί. Το κράτος του Ισραήλ ήταν έτοιμο να δημιουργηθεί στα παλαιστινιακά εδάφη και ολόκληρη η Μέση Ανατολή βρισκόταν σε έκρυθμη κατάσταση. Οι σιωνιστές άρχισαν να αγοράζουν παλαιστινιακή γη από τους Τούρκους μεγαλοκτηματίες που την κατείχαν, διώχνοντας τους Παλαιστίνιους δουλοπάροικους των Τούρκων.
Η διακυβέρνηση της Παλαιστίνης αποφασίστηκε τελικά να δοθεί στους Βρετανούς, οι οποίοι ήταν ευνοϊκά διακείμενοι στη δημιουργία του Ισραηλινού κράτους, σε αντίθεση με τους ’ραβες που δεν επιθυμούσαν μια τέτοια εξέλιξη. Οι συμπλοκές που ήταν σε καθημερινή βάση, έδωσαν τη θέση τους σε πραγματικές μάχες μετά την αποχώρηση των ’γγλων, οπότε τελικά δημιουργήθηκε το Ισραηλινό κράτος, διχοτομήθηκε η Ιερουσαλήμ και ανεξαρτητοποιήθηκε το κράτος της Ιορδανίας.
Μέσα σε ένα τέτοιο πολεμικό κλίμα, με την ανάμιξη μυστικών υπηρεσιών και εκκλησιαστικών αρχών, τα χειρόγραφα του Κουμράν βρήκαν το δρόμο τους προς διαφορετικούς αποδέκτες. Οι πρώτοι από αυτούς ήταν ο Σύριος Μονοφυσίτης Επίσκοπος Αθανάσιος, ο καθηγητής Σουκένικ του Εβραϊκού Πανεπιστημίου, ο καθηγητής Χάρντινγκ στην Ιορδανία και ο Ιωσήφ Σάαντ, έφορος αρχαιοτήτων της Ιερουσαλήμ. Οι δύο τελευταίοι διεξήγαγαν και την πρώτη επίσημη αρχαιολογική έρευνα στο Κουμράν, στις 15 Φεβρουαρίου του 1949.
Τελικά, έπειτα από κινηματογραφικού τύπου εξελίξεις που ξεσήκωσαν τη φαντασία της τότε κοινής γνώμης, από συνολικά έντεκα σπηλιές συγκεντρώθηκαν χιλιάδες αποσπάσματα, που ανήκουν σε 600 διαφορετικά κείμενα, από τα οποία τα 150 ανήκουν στα Βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης.
Τα υπόλοιπα είναι γραμμένα στα εβραϊκά ή στα αραμαϊκά και συχνά χρησιμοποιούν κρυπτογραφικούς κώδικες, απλού τύπου. Πριν περάσουμε, όμως, στην ανάλυση των χειρογράφων, θα ήταν σκόπιμο σε αυτό το σημείο να παραθέσουμε κάποια στοιχεία από την εβραϊκή ιστορία και μέσα από αυτά να προσπαθήσουμε να κατανοήσουμε το λόγο που μια ομάδα ανθρώπων αποφάσισε στα χρόνια πριν τη γέννηση του Χριστού να απομονωθεί σε μια τόσο άγρια περιοχή του κόσμου.
Εβραϊκή Ιστορία.
Το 332 π. Χ ο Μέγας Αλέξανδρος μπήκε νικητής στην Ιερουσαλήμ, παραχώρησε αυτονομία στο ιερατείο και συνέχισε τις εκστρατείες του. Μετά το θάνατό του και έπειτα από μια περίοδο διαμάχης, οι Πτολεμαίοι κατόρθωσαν και απέσπασαν την Παλαιστίνη από τους Σελευκίδες. Πολλοί Έλληνες εγκαταστάθηκαν τότε στα παράλιά της, ενώ στο εσωτερικό αναγνώρισαν τους Ιουδαίους ως ανεξάρτητη εθνότητα με πρωτεύουσα την Ιερουσαλήμ και αυτόνομη θεοκρατικού τύπου διοίκηση, σεβόμενοι την αρχαία θρησκεία των κατοίκων.
Μετά το τέλος της διακυβέρνησης των Πτολεμαίων επανήλθαν οι Σελευκίδες, οπότε ο Αντίοχος ο Τρίτος προσάρτησε την Παλαιστίνη στο κράτος της Αντιόχειας και κατάργησε την εβραϊκή θρησκεία το 168 π. Χ. Τότε δημιουργήθηκε το κίνημα των Χασιντίμ και διαδόθηκε η Μεσσιανική Ιδέα, ο ερχομός δηλαδή ενός Θεανθρώπου απελευθερωτή. Ακολούθησε η επανάσταση των Μακκαβαίων, η οποία υπήρξε επιτυχής, οπότε ο Ιούδας ο Μακκαβαίος έδιωξε τους Έλληνες και κατέλαβε την Ιερουσαλήμ. Ωστόσο, μια μερίδα του πληθυσμού, δεν είδε με καλό μάτι την επανάσταση των Μακκαβαίων και αυτό γιατί, αν και δεν κατάγονταν από τη γενιά του Δαυίδ, αυτοανακηρυθήκαν βασιλείς της Ιουδαίας, αντίθετα από ότι προέβλεπε ο Μωσαϊκός Νόμος. Έπειτα, εγκατέστησαν μια δικτατορία, η οποία ελάχιστα διέφερε από την ξένη κατοχή και ο λαός απογοητεύτηκε.
Εκείνη την εποχή, διάφορα κινήματα αναπτύχθηκαν στην περιοχή. Οι Φαρισαίοι χαρακτηρίζονταν από τη συμμετοχή τους στα πολιτικά ζητήματα, οι Σαδδουκαίοι ήταν οι εξελληνισμένοι αριστοκράτες Εβραίοι, που επιθυμούσαν την ελληνική παρουσία, περιφρονούσαν το λαό και είχαν τη δική τους φιλοσοφία (δεν πίστευαν στην αθανασία της ψυχής, στην ανάσταση των νεκρών και στην παρέμβαση της Θείας Πρόνοιας) και οι Εσσαίοι, που θα μας απασχολήσουν περισσότερο.
Οι Εσσαίοι.
Πήραν το όνομά τους από την αραμαϊκή λέξη «ασαγιά» που σημαίνει «ευσέβεια». Θεωρούσαν, λοιπόν, τους εαυτούς τους ως ευσεβείς και η ζωή και οι αντιλήψεις τους ήταν ανάλογες. Συνήθως ζούσαν στην ύπαιθρο, οργανωμένοι σε μικρές κοινότητες, μιας και θεωρούσαν βλάσφημες τις πόλεις. Χαρακτηρίζονταν από τη μεγάλη τους ευσέβεια, την αδιαφορία τους για τη φιλοσοφία, την τήρηση αυστηρών κανόνων υγιεινής και την αποφυγή της θυσίας ζώων.