Η αισθητική είναι ο παράγοντας που επηρεάζει περισσότερο την άποψη που σχηματίζει κανείς για διάφορες καταστάσεις ή πρόσωπα. Σύμφωνα
με τον Κίρκεγκωρ το αισθητικό στάδιο που περνά κάθε άνθρωπος είναι
συνδεδεμένο με το νόημα της ζωής και της ευτυχίας. Οι εμπειρίες του
ίδιου από την περίοδο εκείνη της ζωής του το βοηθούν να δώσει τον ορισμό
του αισθητικού ανθρώπου. Πρόκειται για τον άνθρωπο εκείνο που ζει
αποκλειστικά τις στιγμιαίες απολαύσεις των ηδονών.
Το πρότυπο του αισθητικού ανθρώπου είναι ο Δον Ζουάν. Όμως το αδιάκοπα επαναλαμβανόμενο κυνήγι των ηδονών από τον αισθητικό άνθρωπο δημιουργεί σ’ αυτόν το αίσθημα της ανίας και μετά της ματαιότητας και ύστερα του κενού. Προσπαθώντας να επιτύχει κανείς το «αισθητικό στάδιο» της ζωής του πολλές φορές τον οδηγεί σε έκλυτο, ανήθικο, βίο. Συνεπώς το αισθητικό στάδιο δεν μπορεί να αλληλοεξαρτάται από το ηθικό στάδιο.
Το πρόβλημα της αισθητικής φιλοσοφίας απασχολεί τους ανθρώπους εδώ και είκοσι πέντε αιώνες. Τόσο το ωραίο, που αποτελεί την κυρίαρχη έννοια της αισθητικής φιλοσοφίας, όσο και η τέχνη, μέσω της οποίας αναπαρίσταται το ωραίο, αντιμετωπίστηκαν με αδιάφορους τρόπους. Πολλοί φιλόσοφοι , όπως ο Πλάτωνας, είχανε αρνητική άποψη απέναντι στην αισθητική της τέχνης, γιατί υποστηρίζανε πως υποβαθμίζει την αλήθεια και την αρετή.
Σε αντίθεση με τον Πλάτωνα, ο Καντ ασχολήθηκε με την αισθητική και το διαχωρισμό του ωραίου και του υψηλού. Ο Καντ υιοθέτησε τη διάκριση μεταξύ δύο εννοιών, του ωραίου και του υψηλού επιχειρώντας να δώσει τις βασικές διαφορές τους. Διέκρινε τέσσερα τέτοια σημεία.
Το ωραίο είναι συνυφασμένο με την έννοια του σχήματος. Το ωραίο έχει πάντοτε κάποιο σχήμα, και γι’ αυτό προκαλεί την αίσθηση ότι έχει κάποια όρια, ότι περιορίζεται στο χώρο. Αντίθετα, ένα αντικείμενο που χαρακτηρίζεται από την έννοια του υψηλού μας δίνει την εντύπωση του απεριόριστου, ενός αντικειμένου που δεν περιορίζεται σε κάποιο σημείο και γι’ αυτό φαίνεται να μην έχει σχήμα.
Η δεύτερη διαφορά είναι η εξής: το υψηλό, όποτε ερχόμαστε αντιμέτωποι με αντικείμενα που υπάγονται στην έννοιά του, μας προκαλεί έντονα αισθήματα, που ίσως φτάσουν τα όρια του δέους και του φόβου. Αντίθετα, το ωραίο ασκεί στο μυαλό μας ανακούφιση κάνοντάς μας να αισθανόμαστε άνετα απέναντί του.
Το τρίτο σημείο, στο οποίο εντοπίζεται η διαφορά του ωραίου από το υψηλό, είναι πως ενώ το ωραίο μας δίνει την εντύπωση ότι βρίσκεται υπό τον έλεγχό μας, το υψηλό, εξαιτίας του μεγέθους του, φαίνεται να μην μπορεί να περιοριστεί στη φαντασία μας και να δαμαστεί από τις δυνάμεις του μυαλού μας.
Η τέταρτη διαφορά μεταξύ των δύο εννοιών είναι η εξής: το ωραίο, καθώς υπακούει σε κανόνες δεοντολογίας, υπάγεται μέσα στην κανονικότητα της φύσης. Αντίθετα, το υψηλό, ξεφεύγοντας από κάθε περιοριστικό όρο, μας δημιουργεί την αίσθηση ότι δεν υπόκειται στη σκοπιμότητα της φύσης.
Ο Καντ διέκρινε 4 ορισμούς του «ωραίου». Συγκεκριμένα: ανιδιοτέλεια, καθολικότητα, σκοπιμότητα χωρίς σκοπό και αναγκαιότητα.
Ανιδιοτέλεια: Μεταξύ δύο ευχάριστων συναισθηματικών καταστάσεων υπάρχει ποιοτική διαφορά. Στην πρώτη περίπτωση η απόλαυση είναι προϊόν. Στη δεύτερη περίπτωση, όμως, η αιτία της ικανοποίησής μου βρίσκεται αλλού, πέρα από την όψη του κτιρίου του ίδιου- στη σκέψη. Από τα δύο αυτά είδη απολαύσεων συναφής προς το ωραίο είναι μόνον η ανιδιοτελής τέρψη, εκείνη που δεν παραπέμπει σε τίποτε άλλο πέρα από το αντικείμενο που, βλέποντάς το, μου προκαλεί ευχαρίστηση.
Καθολικότητα: Η Καθολικότητα που χαρακτηρίζει την αισθητική κρίση για το ωραίο είναι το βασικό κριτήριο, για να την αντιδιαστείλλει κανείς από άλλες κρίσεις με τις οποίες εκφράζει απλές επιθυμίες, ορέξεις ή διαθέσεις.
Σκοπιμότητα χωρίς σκοπό: είναι το τρίτο χαρακτηριστικό της αισθητικής έννοιας του ωραίου, που, όπως λέει ο Καντ, φαίνεται σαν μία παραδοξολογία.
Αναγκαιότητα: Το τέταρτο γνώρισμα της έννοιας του ωραίου είναι η αναγκαιότητα η οποία χαρακτηρίζει τις κρίσεις μας για τα αντικείμενα που μας προκαλούν αισθητική απόλαυση. Φυσικά ο Καντ παρατηρεί ότι η αναγκαιότητα του ωραίου δεν υπαγορεύεται από κάποιο νόμο ή κανόνα στον οποίο οφείλει κανείς να υπακούει.
Η αισθητική είναι γενικά ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζει κανείς γεγονότα ή ανθρώπους. Όμως είναι κάτι εντελώς υποκειμενικό, γιατί διαφορετική άποψη έχει κάποιος για κάτι που θεωρεί αισθητικά ωραίο ή αισθητικά άσχημο. Άρα, η αισθητική εξαρτάται από την κρίση του καθενός.
Βιβλιογραφία.
1) Βιβλίο Φιλοσοφίας της Β΄ Λυκείου.
2) Σχολική Εγκυκλοπαίδεια με θέμα την «Αισθητική».
Αμαλία Κ. Ηλιάδη-telescope
Το πρότυπο του αισθητικού ανθρώπου είναι ο Δον Ζουάν. Όμως το αδιάκοπα επαναλαμβανόμενο κυνήγι των ηδονών από τον αισθητικό άνθρωπο δημιουργεί σ’ αυτόν το αίσθημα της ανίας και μετά της ματαιότητας και ύστερα του κενού. Προσπαθώντας να επιτύχει κανείς το «αισθητικό στάδιο» της ζωής του πολλές φορές τον οδηγεί σε έκλυτο, ανήθικο, βίο. Συνεπώς το αισθητικό στάδιο δεν μπορεί να αλληλοεξαρτάται από το ηθικό στάδιο.
Το πρόβλημα της αισθητικής φιλοσοφίας απασχολεί τους ανθρώπους εδώ και είκοσι πέντε αιώνες. Τόσο το ωραίο, που αποτελεί την κυρίαρχη έννοια της αισθητικής φιλοσοφίας, όσο και η τέχνη, μέσω της οποίας αναπαρίσταται το ωραίο, αντιμετωπίστηκαν με αδιάφορους τρόπους. Πολλοί φιλόσοφοι , όπως ο Πλάτωνας, είχανε αρνητική άποψη απέναντι στην αισθητική της τέχνης, γιατί υποστηρίζανε πως υποβαθμίζει την αλήθεια και την αρετή.
Σε αντίθεση με τον Πλάτωνα, ο Καντ ασχολήθηκε με την αισθητική και το διαχωρισμό του ωραίου και του υψηλού. Ο Καντ υιοθέτησε τη διάκριση μεταξύ δύο εννοιών, του ωραίου και του υψηλού επιχειρώντας να δώσει τις βασικές διαφορές τους. Διέκρινε τέσσερα τέτοια σημεία.
Το ωραίο είναι συνυφασμένο με την έννοια του σχήματος. Το ωραίο έχει πάντοτε κάποιο σχήμα, και γι’ αυτό προκαλεί την αίσθηση ότι έχει κάποια όρια, ότι περιορίζεται στο χώρο. Αντίθετα, ένα αντικείμενο που χαρακτηρίζεται από την έννοια του υψηλού μας δίνει την εντύπωση του απεριόριστου, ενός αντικειμένου που δεν περιορίζεται σε κάποιο σημείο και γι’ αυτό φαίνεται να μην έχει σχήμα.
Η δεύτερη διαφορά είναι η εξής: το υψηλό, όποτε ερχόμαστε αντιμέτωποι με αντικείμενα που υπάγονται στην έννοιά του, μας προκαλεί έντονα αισθήματα, που ίσως φτάσουν τα όρια του δέους και του φόβου. Αντίθετα, το ωραίο ασκεί στο μυαλό μας ανακούφιση κάνοντάς μας να αισθανόμαστε άνετα απέναντί του.
Το τρίτο σημείο, στο οποίο εντοπίζεται η διαφορά του ωραίου από το υψηλό, είναι πως ενώ το ωραίο μας δίνει την εντύπωση ότι βρίσκεται υπό τον έλεγχό μας, το υψηλό, εξαιτίας του μεγέθους του, φαίνεται να μην μπορεί να περιοριστεί στη φαντασία μας και να δαμαστεί από τις δυνάμεις του μυαλού μας.
Η τέταρτη διαφορά μεταξύ των δύο εννοιών είναι η εξής: το ωραίο, καθώς υπακούει σε κανόνες δεοντολογίας, υπάγεται μέσα στην κανονικότητα της φύσης. Αντίθετα, το υψηλό, ξεφεύγοντας από κάθε περιοριστικό όρο, μας δημιουργεί την αίσθηση ότι δεν υπόκειται στη σκοπιμότητα της φύσης.
Ο Καντ διέκρινε 4 ορισμούς του «ωραίου». Συγκεκριμένα: ανιδιοτέλεια, καθολικότητα, σκοπιμότητα χωρίς σκοπό και αναγκαιότητα.
Ανιδιοτέλεια: Μεταξύ δύο ευχάριστων συναισθηματικών καταστάσεων υπάρχει ποιοτική διαφορά. Στην πρώτη περίπτωση η απόλαυση είναι προϊόν. Στη δεύτερη περίπτωση, όμως, η αιτία της ικανοποίησής μου βρίσκεται αλλού, πέρα από την όψη του κτιρίου του ίδιου- στη σκέψη. Από τα δύο αυτά είδη απολαύσεων συναφής προς το ωραίο είναι μόνον η ανιδιοτελής τέρψη, εκείνη που δεν παραπέμπει σε τίποτε άλλο πέρα από το αντικείμενο που, βλέποντάς το, μου προκαλεί ευχαρίστηση.
Καθολικότητα: Η Καθολικότητα που χαρακτηρίζει την αισθητική κρίση για το ωραίο είναι το βασικό κριτήριο, για να την αντιδιαστείλλει κανείς από άλλες κρίσεις με τις οποίες εκφράζει απλές επιθυμίες, ορέξεις ή διαθέσεις.
Σκοπιμότητα χωρίς σκοπό: είναι το τρίτο χαρακτηριστικό της αισθητικής έννοιας του ωραίου, που, όπως λέει ο Καντ, φαίνεται σαν μία παραδοξολογία.
Αναγκαιότητα: Το τέταρτο γνώρισμα της έννοιας του ωραίου είναι η αναγκαιότητα η οποία χαρακτηρίζει τις κρίσεις μας για τα αντικείμενα που μας προκαλούν αισθητική απόλαυση. Φυσικά ο Καντ παρατηρεί ότι η αναγκαιότητα του ωραίου δεν υπαγορεύεται από κάποιο νόμο ή κανόνα στον οποίο οφείλει κανείς να υπακούει.
Η αισθητική είναι γενικά ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζει κανείς γεγονότα ή ανθρώπους. Όμως είναι κάτι εντελώς υποκειμενικό, γιατί διαφορετική άποψη έχει κάποιος για κάτι που θεωρεί αισθητικά ωραίο ή αισθητικά άσχημο. Άρα, η αισθητική εξαρτάται από την κρίση του καθενός.
Βιβλιογραφία.
1) Βιβλίο Φιλοσοφίας της Β΄ Λυκείου.
2) Σχολική Εγκυκλοπαίδεια με θέμα την «Αισθητική».
Αμαλία Κ. Ηλιάδη-telescope