«Μηδέν και μηδενισμός. Προκαταβολικά πρέπει να ειπωθεί ότι εκείνος που δεν έχει καμία σχέση με το μηδενισμό είναι ο Νίτσε. Εάν ο ευρωπαϊκός μηδενισμός σημαίνει την άρνηση και την παρακμή, τον εκφυλισμό, τη σήψη, τη φθορά, και την απαισιοδοξία, το πνεύμα του Νίτσε είναι σε όλα αυτά το ακριβώς αντίθετο. Η ομολογία είναι ρητή και γίνεται με το στόμα του ίδιου του Νίτσε:
"Αναιρώ, όπως δεν αναίρεσε ποτέ κανείς, και είμαι εντούτοις το αντίθετο ενός αρνητικού πνεύματος. Είμαι ο χαρούμενος μαντατοφόρος στο βαθμό που κανείς δεν υπήρξε ως τώρα, και κατέχω την έννοια μιας τόσο ψηλής αποστολής, που κανείς δεν έφτασε να συλλάβει ως σήμερα• οι ελπίδες ξαναρχίζουν με μένα*** ."
Το γεγονός ότι του φόρτωσαν ό,τι ακριβώς δεν έχει, και ό,τι καταμήνυσε στους άλλους, πηγάζει από την ψυχολογία του κλέφτη, που φωνάζει για να φοβηθεί ο νοικοκύρης.
Ο βαθμός κατανόησης του προσωκρατικού πνεύματος από το Νίτσε είναι ευθέως ανάλογος με το βαθμό παρανόησης του Νίτσε από το σύγχρονο πνεύμα. Όση, δηλαδή, φυσικότητα και ρώμη είδε ο Νίτσε στο στοχασμό των Προσωκρατικών, τόση αρρώστεια και επιτήδευση είδε ο σύγχρονος άνθρωπος στο στοχασμό του Νίτσε. Το πράγμα έχει και την αιτία και την ερμηνεία του.
Η αιτία εντοπίζεται στη διαφορά και στην αντίθεση ανάμεσα στην προσωκρατική και στη σύγχρονη αντίληψη αναφορικά με τη βουλητική δύναμη που χρειάζεται, προκειμένου να αντιμετωπίσει ο άνθρωπος με φυσικό τρόπο – που είναι ο μόνος ορθός – τη φυσική πραγματικότητα.
Οι Προσωκρατικοί συντονίζουνται με τη σκληρότητα του κόσμου. Στην κτηνωδία της φύσης, σαν μόνο ισοδύναμο, αντιτάσσουν τη σταθερότητα του ανθρώπου. Πρόκειται για μια σκληρότητα όχι απάνθρωπη – όπως παρανοώντας και παρανοϊκά χαρακτήρισαν τη σκληρότητα του Νίτσε – αλλά κατεξοχήν ανθρώπινη. Υπάρχει άλλος συγγραφέας που νά ‘χει δώσει σε βιβλίο του τον τίτλο
Ανθρώπινο, πολύ ανθρώπινο!**
Η σκληρότητα του Νίτσε είναι του εξής τύπου: αν είναι, προκειμένου να στεριώσει το γεφύρι, να πεθάνει η όμορφη γυναίκα του πρωτομάστορα, τότε να πεθάνει• αν είναι, προκειμένου να μη μεταδοθεί στην πόλη η πανούκλα που κομίζει, να βουλιάξει το καράβι, τότε να βουλιάξει• αν είναι, προκειμένου να μην ατιμασθεί από την αραπιά, να καεί το Μισολόγγι, τότε να καεί.
Αυτή, βέβαια, η διαλεκτική του είτε… είτε δεν αποκλείει και την άλλη του τόσο… όσο. Και από τη σκοπιά αυτή ο Νίτσε θα μας έλεγε:
Μπροστά στο λιοντάρι αν θέλεις να σωθείς, και προ παντός να σώσεις το φιλότιμό σου, άλλος τρόπος από το να γίνεις θηριοδαμαστής δεν υπάρχει. Να βρεις τρόπο δηλαδή να το παλέψεις, και αν φτάνεις να το ημερώσεις, χωρίς ούτε να το βάλεις στα πόδια αγνάντια του, ούτε να το κλείσεις στο κλουβί με παγίδες και λάκκους.
Το έξοχα έξοχο, συνεχίζει ο Νίτσε, και τότε ο άνθρωπος γίνεται Άνθρωπος – Übermensch είναι η νέα λέξη, με την οποία ο Νίτσε πλούτισε την ανθρώπινη γλώσσα – θά ‘ταν να σπρώξεις στο κλουβί, και να μπεις μέσα ο ίδιος.
Είναι γνωστό ότι ο Νίτσε το πρότυπο του ανθρώπου που σάρκωσε το ιδεώδες της βούλησης για δύναμη τό ‘βλεπε στο Βοναπάρτη. Και είναι γνωστή ακόμη η φράση του Κουτούζωφ προς τον τσάρο Αλέξανδρο, όταν ο Ναπολέων σφηνώθηκε στα δόντια του ρωσικού χειμώνα.
– Ο Βοναπάρτης κλείστηκε μαζί με την αρκούδα στο κλουβί, και σφάληξε πίσω του την πόρτα. Καλά είναι τώρα!
Ο άνθρωπος του Νίτσε είναι ο τύπος του Βοναπάρτη που πρέπει εντούτοις να νικήσει το ρωσικό χειμώνα. Εάν η ανύψωση του ανθρώπου σε τέτοιο ύψος βουλητικής δύναμης φαίνεται δεινή, είναι μύριες φορές χειρότερα τα δεινά που τον περιμένουν, εφόσον συνεχίζει το δρόμο της απάτης που τραβάει. Αυτή είναι η λογική συνέπεια της φυσικής αφετηρίας του Νίτσε. Και κατά τούτο ο Νίτσε γίνεται προφήτης κακών για τους ανθρώπους. Εκήρυξε, όπως λένε, τον ευρωπαϊκό μηδενισμό.
Μα τι θά ‘πρεπε ν’ ακούσουμε ακόμη, όταν βλέπουμε να καίγεται το σπίτι μας, και μεις δεν εννοούμε να ξεπορτίσουμε, για να μη γίνουμε τάχατες ανέστιοι!
Απέναντι σ’ αυτή τη στάση του Νίτσε, την αυθεντική δηλαδή ερμηνεία του στοχασμού των Προσωκρατικών, ο σύγχρονος άνθρωπος έχει υιοθετήσει τη στάση του δειλού κυνηγού με τα ναρκοβόλα – τα ναρκωτικά άλλωστε είναι η σημαία ευκαιρίας του καιρού μας – που έκλεισε το λιοντάρι στο κλουβί – κι όπου λιοντάρι διάβαζε φύση – και κάθεται απέξω και το περιπαίζει, όπως από τον αψηλό του τόπο το γνωστό ερίφιο κορόιδευε το λύκο του Αισώπου.
Αλλά κάτω από τέτοιους αφύσικους όρους οι εκδοχές είναι δύο: ή το λιοντάρι θα ψοφήσει οπότε θα ψοφήσουμε κι εμείς, ή θα σπάσει το κλουβί οπότε θα γιομίσει ο κόσμος με όσα κόκκαλα δεν εχώρεσε η περιγραφή του Ιεζεκιήλ:
Καὶ ἔθηκέ με ἐν μέσῳ τοῦ πεδίου, καὶ τοῦτο ἦν μεστὸν ὀστέων ἀνθρωπίνων***.»Δημήτρης Λιαντίνης - "Homo Educandus".