Είναι 12 Νοέμβρη του 1999 και ο Λευκός Οίκος των Ηνωμένων Πολιτειών γιορτάζει. Μαζί του πανηγυρίζουν χιλιάδες επενδυτές και τραπεζίτες στην Αμερική, αλλά και ολόκληρο τον πλανήτη. Είναι η μέρα που υπογράφεται ο νόμος για την... “Μοντερνοποίηση του Οικονομικών Υπηρεσιών”, ή αλλιώς Gramm-Leach-Bliley Act.
Πρόεδρος των ΗΠΑ ήταν ο Δημοκρατικός Μπιλ Κλίντον, ο τελευταίος πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών που βομβάρδισε ευρωπαϊκό έδαφος.
Από τον Μάρτιο του 1999 όλα τα μέσα ενημέρωσης του πλανήτη στρέφονται
στην Σερβία, το Μαυροβούνιο και το Κόσοβο, για τον πόλεμο των 77 ημερών
που, όπως ανακοίνωσαν ο Μπιλ Κλίντον και ο Τόνι Μπλερ, αποτέλεσε έναν “ανθρωπιστικό πόλεμο για την προστασία αμάχων από την εθνοκάθαρση του Σέρβου Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς”.
Την ίδια στιγμή στην άλλη όχθη του Ατλαντικού, σχηματιζόταν ένας κολοσσός τερατωδών διαστάσεων. Ήταν Οκτώβριος του 1998 και λίγο πριν τα ΝΑΤΟϊκά αεροσκάφη σφυροκοπήσουν το Βελιγράδι και δεκάδες ακόμη πόλεις και χωριά, σχηματιζόταν το... “too big to fail” μεγαθήριο που ακούει στο όνομα Citigroup.
Η εμπορική τράπεζα Citicorp ανακοινώνει τη συγχώνευση της με την ασφαλιστική κοινοπραξία Travelers Group και το αμερικανικό υπουργείο οικονομικών βρίσκεται μπροστά σε ένα τεράστιο δίλημμα: Να ακυρώσει μία από τις μεγαλύτερες συγχωνεύσεις στην ιστορία της αμερικανικής οικονομίας ή να κάνει τα στραβά μάτια.
Το 2008 ο Άλαν Γκρίνσπαν, πρόεδρος της Αμερικανικής Ομοσπονδιακή τράπεζας από το 1987 ως το 2006 δηλώνει σε τηλεοπτική του συνέντευξη ότι “η FED είναι υπεράνω του νόμου. Ούτε η κυβέρνηση, ούτε ο ίδιος ο Πρόεδρος των ΗΠΑ δεν μπορούν να παρέμβουν στο έργο της. Όσοι την διοικούν είναι υπόλογοι μονάχα στον ίδιο τους τον εαυτό”.
10 χρόνια πριν, το 1998, ο Άλαν Γκρίνσπαν από τη θέση του προέδρου της FED λαμβάνει μία απόφαση που θα σημαδέψει την παγκόσμια οικονομία για την επόμενη δεκαπενταετία: την προσωρινή παύση του νόμου Glass - Steagall, για την διευκόλυνση της δημιουργίας του τραπεζικού κολοσσού της Citigroup.
Πίσω στο μακρινό 1932 οι ΗΠΑ, αλλά και ολόκληρος ο πλανήτης, βρίσκονται υπό την απειλή της ολοκληρωτικής διάλυσης. Η οικονομική κρίση που μαστίζει την παγκόσμια οικονομία έχει βυθίσει την Ευρώπη στη σκιά του φασισμού και του ναζισμού, την ώρα που η Αμερική βιώνει ένα πρωτοφανές και άνευ προηγουμένου χρηματοπιστωτικό κραχ. Η ανεργία ξεπερνά κάθε φαντασία και η κατάσταση μοιάζει μη αναστρέψιμη.
Είχαν ήδη συμπληρωθεί τρία χρόνια από την κατάρρευση του Χρηματιστηρίου της Wall Street. Ένα κενό αναπτυξιακό ράλι 9 συνεχόμενων ετών σταμάτησε στις 24 Οκτώβρη του 1929. Ήταν η “Μαύρη Πέμπτη” της αμερικανικής οικονομίας, όταν μέσα σε μία μόλις μέρα εξαφανίστηκε το 11% της συνολικής αξίας των μετοχών. Είχε προηγηθεί η κατάρρευση του βρετανικού χρηματιστηρίου, υπό το βάρος συγκλονιστικών αποκαλύψεων διαφθοράς στις τάξεις μερικών από τους μεγαλύτερους επενδυτές της εποχής.
Η εμπιστοσύνη των επενδυτών στην αμερικανική αγορά χάθηκε. Όλα τα χρηματιστήρια της Δύσης βλέπουν τις αξίες των μετοχών να εξαφανίζονται και την πραγματική τους οικονομία να μετατρέπεται σε άχρηστα χαρτιά.
Το χάος των τριών χρόνων της κρίσης, έρχονται να καλύψουν δύο νομοσχέδια σχεδιασμένα από τους Δημοκρατικούς Carter Glass και Henry Steagall. Το Τραπεζικό νομοσχέδιο του 1932 επιτρέπει στην Αμερικανική Ομοσπονδιακή Τράπεζα την άμεση έκδοση χρήματος με εγγυητή το αμερικανικό κράτος και τα αποθέματα χρυσού του, αλλά και τον άμεσο δανεισμό έως και 5 εκατομμυρίων δολαρίων των συστημικών ή μικρότερων τραπεζών, κάτω από σχετικά ευνοϊκές συνθήκες.
Επειδή, όμως, το χρηματιστηριακό τζογάρισμα της δεύτερης δεκαετίας του 20ου αιώνα έδωσε στην αμερικανική ηγεσία ένα πολύ καλό μάθημα διαχείρισης ακραίων καταστάσεων οικονομικής κρίσης, ο νομοθέτης παίρνει μία ακόμη πολύ σημαντική απόφαση. Να διαχωρίσει τις εμπορικές από τις επενδυτικές τράπεζες. Καμία εμπορική τράπεζα δεν θα έχει πλέον το δικαίωμα να κερδοσκοπεί με τα λεφτά των καταθετών της.
Είναι η αρχή του λεγόμενου New Deal, της απόφασης του τότε προέδρου των ΗΠΑ, Φράνκλιν Ρούσβελτ, να προχωρήσει σε τεράστιες κρατικές επενδύσεις μετατρέποντας την, μέχρι τότε, ασταθή αμερικανική οικονομία, σε παγκόσμιο κυρίαρχο.
Κάποιοι λένε ότι ο νόμος Glass - Steagall κέρδισε τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Το μόνο σίγουρο είναι ότι οι Αμερικανοί οικονομικοί παράγοντες και τραπεζίτες βλέπουν να γεννιέται μπροστά τους ένα καινούριο αμερικανικό θαύμα ανίκανοι να απλώσουν τα χέρια τους μέχρι εκεί που επιθυμούν.
Την ίδια στιγμή στην άλλη όχθη του Ατλαντικού, σχηματιζόταν ένας κολοσσός τερατωδών διαστάσεων. Ήταν Οκτώβριος του 1998 και λίγο πριν τα ΝΑΤΟϊκά αεροσκάφη σφυροκοπήσουν το Βελιγράδι και δεκάδες ακόμη πόλεις και χωριά, σχηματιζόταν το... “too big to fail” μεγαθήριο που ακούει στο όνομα Citigroup.
Η εμπορική τράπεζα Citicorp ανακοινώνει τη συγχώνευση της με την ασφαλιστική κοινοπραξία Travelers Group και το αμερικανικό υπουργείο οικονομικών βρίσκεται μπροστά σε ένα τεράστιο δίλημμα: Να ακυρώσει μία από τις μεγαλύτερες συγχωνεύσεις στην ιστορία της αμερικανικής οικονομίας ή να κάνει τα στραβά μάτια.
Το 2008 ο Άλαν Γκρίνσπαν, πρόεδρος της Αμερικανικής Ομοσπονδιακή τράπεζας από το 1987 ως το 2006 δηλώνει σε τηλεοπτική του συνέντευξη ότι “η FED είναι υπεράνω του νόμου. Ούτε η κυβέρνηση, ούτε ο ίδιος ο Πρόεδρος των ΗΠΑ δεν μπορούν να παρέμβουν στο έργο της. Όσοι την διοικούν είναι υπόλογοι μονάχα στον ίδιο τους τον εαυτό”.
10 χρόνια πριν, το 1998, ο Άλαν Γκρίνσπαν από τη θέση του προέδρου της FED λαμβάνει μία απόφαση που θα σημαδέψει την παγκόσμια οικονομία για την επόμενη δεκαπενταετία: την προσωρινή παύση του νόμου Glass - Steagall, για την διευκόλυνση της δημιουργίας του τραπεζικού κολοσσού της Citigroup.
Πίσω στο μακρινό 1932 οι ΗΠΑ, αλλά και ολόκληρος ο πλανήτης, βρίσκονται υπό την απειλή της ολοκληρωτικής διάλυσης. Η οικονομική κρίση που μαστίζει την παγκόσμια οικονομία έχει βυθίσει την Ευρώπη στη σκιά του φασισμού και του ναζισμού, την ώρα που η Αμερική βιώνει ένα πρωτοφανές και άνευ προηγουμένου χρηματοπιστωτικό κραχ. Η ανεργία ξεπερνά κάθε φαντασία και η κατάσταση μοιάζει μη αναστρέψιμη.
Είχαν ήδη συμπληρωθεί τρία χρόνια από την κατάρρευση του Χρηματιστηρίου της Wall Street. Ένα κενό αναπτυξιακό ράλι 9 συνεχόμενων ετών σταμάτησε στις 24 Οκτώβρη του 1929. Ήταν η “Μαύρη Πέμπτη” της αμερικανικής οικονομίας, όταν μέσα σε μία μόλις μέρα εξαφανίστηκε το 11% της συνολικής αξίας των μετοχών. Είχε προηγηθεί η κατάρρευση του βρετανικού χρηματιστηρίου, υπό το βάρος συγκλονιστικών αποκαλύψεων διαφθοράς στις τάξεις μερικών από τους μεγαλύτερους επενδυτές της εποχής.
Η εμπιστοσύνη των επενδυτών στην αμερικανική αγορά χάθηκε. Όλα τα χρηματιστήρια της Δύσης βλέπουν τις αξίες των μετοχών να εξαφανίζονται και την πραγματική τους οικονομία να μετατρέπεται σε άχρηστα χαρτιά.
Το χάος των τριών χρόνων της κρίσης, έρχονται να καλύψουν δύο νομοσχέδια σχεδιασμένα από τους Δημοκρατικούς Carter Glass και Henry Steagall. Το Τραπεζικό νομοσχέδιο του 1932 επιτρέπει στην Αμερικανική Ομοσπονδιακή Τράπεζα την άμεση έκδοση χρήματος με εγγυητή το αμερικανικό κράτος και τα αποθέματα χρυσού του, αλλά και τον άμεσο δανεισμό έως και 5 εκατομμυρίων δολαρίων των συστημικών ή μικρότερων τραπεζών, κάτω από σχετικά ευνοϊκές συνθήκες.
Επειδή, όμως, το χρηματιστηριακό τζογάρισμα της δεύτερης δεκαετίας του 20ου αιώνα έδωσε στην αμερικανική ηγεσία ένα πολύ καλό μάθημα διαχείρισης ακραίων καταστάσεων οικονομικής κρίσης, ο νομοθέτης παίρνει μία ακόμη πολύ σημαντική απόφαση. Να διαχωρίσει τις εμπορικές από τις επενδυτικές τράπεζες. Καμία εμπορική τράπεζα δεν θα έχει πλέον το δικαίωμα να κερδοσκοπεί με τα λεφτά των καταθετών της.
Είναι η αρχή του λεγόμενου New Deal, της απόφασης του τότε προέδρου των ΗΠΑ, Φράνκλιν Ρούσβελτ, να προχωρήσει σε τεράστιες κρατικές επενδύσεις μετατρέποντας την, μέχρι τότε, ασταθή αμερικανική οικονομία, σε παγκόσμιο κυρίαρχο.
Κάποιοι λένε ότι ο νόμος Glass - Steagall κέρδισε τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Το μόνο σίγουρο είναι ότι οι Αμερικανοί οικονομικοί παράγοντες και τραπεζίτες βλέπουν να γεννιέται μπροστά τους ένα καινούριο αμερικανικό θαύμα ανίκανοι να απλώσουν τα χέρια τους μέχρι εκεί που επιθυμούν.