Μια νύχτα με δυνατή βροχή και πυκνή ομίχλη, αποφάσισα να κάνω έναν μακρύ περίπατο. Θυμάμαι τα μουσκεμένα φυλλώματα, τα νερά που κυλούσαν, ένα γέρο που έκοβε ξύλα στην αυλή του. Σήκωσε τα μάτια του και με κοίταξε. ’φησα τα τελευταία σπίτια πίσω μου κι αγριεύτηκα. Ένιωσα πως πήγαινα γυρεύοντας, πως κάποιον ενοχλούσα μέσα στο σκοτάδι και τη σιωπή του. Γύρισα πίσω.
Δεν είχα το δικαίωμα να παραβιάζω τον κόσμο τους με το αδιάκριτο βλέμμα μου, με τον ξερό ήχο των βημάτων μου. “Βάδιζε απαλά γιατί βαδίζεις πάνω στα όνειρα μου…” λέει μια λαϊκή παροιμία.
Δεν είχα το δικαίωμα να παραβιάζω τον κόσμο τους με το αδιάκριτο βλέμμα μου, με τον ξερό ήχο των βημάτων μου. “Βάδιζε απαλά γιατί βαδίζεις πάνω στα όνειρα μου…” λέει μια λαϊκή παροιμία.
«Μια φορά κι έναν καιρό
υπήρχε αυτό που υπήρχε
κι αν τίποτε δεν είχε συμβεί
δεν θα είχαμε τίποτα να πούμε..»
Charles de Lint.
υπήρχε αυτό που υπήρχε
κι αν τίποτε δεν είχε συμβεί
δεν θα είχαμε τίποτα να πούμε..»
Charles de Lint.
Τί συμβαίνει στα ερημικά μέρη της Ιρλανδίας, όταν δεν είναι κανείς εκεί για να το δει;
Η πίστη στα πανίσχυρα και όμορφα ξωτικά αλλά και στις μαγευτικές νεράιδες που αποτελούν ένα ενδιάμεσο στάδιο ανάμεσα σο θεό και στους ανθρώπους, απαρτίζει ίσως το πιο σημαντικό τμήμα στη λαϊκή παράδοση της “μυστικής” Ιρλανδίας. Οι Κέλτες υπήρξαν ένας λαός που πάντοτε ήταν τυλιγμένος με μία αχλή μυστηρίου. Οι θρύλοι και η ιστορία τους θέλγουν την ανθρώπινη φύση, και την εκλύουν με αμείωτο ενδιαφέρον αποτελώντας ένα ιδιαίτερο κομμάτι της δυτικής παράδοσης στο ρου της ιστορίας.
Αξίζει να παραθέσουμε πως η λαϊκή παράδοση είναι η παρουσία ενός λαού μέσα στο χρόνο και τελικά σημαίνει την επιλογή του καλού μες τους αιώνες, έχει για απαραίτητη προϋπόθεση την επιβίωση του χθεσινού μέσα στο σημερινό, τη διάσωση του και την ύψωση σε επιταγή και κανόνα.
Η αναβίωση λοιπόν της παράδοσης των ξωτικών θα αποτελέσει μια αφύπνιση της μνήμης καθώς στρέφεται σε στοιχεία που ο καιρός ξεμάκρυνε απ’ την άμεση πραγματικότητα. Καθότι αυτός ο αναχρονισμός είναι επ’ ουσίας μεταχρονισμός, είναι μία αίσθηση του χρόνου στην αιώνια διάρκεια του, έξω απ’ τον παφλασμό της ψυχής που μας κάνουν να νιώθουμε παροδικοί.
Υπάρχει μία ευαισθησία και ολόκληρη ποίηση λοιπόν, καμωμένη στο ζήτημα αυτό, που αγγίζει τις απλές ψυχές των ανθρώπων, που ερωτεύονται τις πανέμορφες κοιλάδες, τα βουνά που ορθώνονται πίσω απ’ τις θάλασσες και τους καταπράσινους λόφους που είναι το σπιτικό των ξωτικών.
Ο κόσμος των ξωτικών συνιστά ένα συνονθύλευμα παράξενου τοπίου, ανεξερεύνητου μυστηρίου και ριζωμένης αμφιβολίας στη ψυχή μας, η οποία δεν παύει ποτέ να ονειρεύεται και να αναρωτιέται: Τί υπάρχει πέρα απ’ τον άνθρωπο;
Η πίστη στα πανίσχυρα και όμορφα ξωτικά αλλά και στις μαγευτικές νεράιδες που αποτελούν ένα ενδιάμεσο στάδιο ανάμεσα σο θεό και στους ανθρώπους, απαρτίζει ίσως το πιο σημαντικό τμήμα στη λαϊκή παράδοση της “μυστικής” Ιρλανδίας. Οι Κέλτες υπήρξαν ένας λαός που πάντοτε ήταν τυλιγμένος με μία αχλή μυστηρίου. Οι θρύλοι και η ιστορία τους θέλγουν την ανθρώπινη φύση, και την εκλύουν με αμείωτο ενδιαφέρον αποτελώντας ένα ιδιαίτερο κομμάτι της δυτικής παράδοσης στο ρου της ιστορίας.
Αξίζει να παραθέσουμε πως η λαϊκή παράδοση είναι η παρουσία ενός λαού μέσα στο χρόνο και τελικά σημαίνει την επιλογή του καλού μες τους αιώνες, έχει για απαραίτητη προϋπόθεση την επιβίωση του χθεσινού μέσα στο σημερινό, τη διάσωση του και την ύψωση σε επιταγή και κανόνα.
Η αναβίωση λοιπόν της παράδοσης των ξωτικών θα αποτελέσει μια αφύπνιση της μνήμης καθώς στρέφεται σε στοιχεία που ο καιρός ξεμάκρυνε απ’ την άμεση πραγματικότητα. Καθότι αυτός ο αναχρονισμός είναι επ’ ουσίας μεταχρονισμός, είναι μία αίσθηση του χρόνου στην αιώνια διάρκεια του, έξω απ’ τον παφλασμό της ψυχής που μας κάνουν να νιώθουμε παροδικοί.
Υπάρχει μία ευαισθησία και ολόκληρη ποίηση λοιπόν, καμωμένη στο ζήτημα αυτό, που αγγίζει τις απλές ψυχές των ανθρώπων, που ερωτεύονται τις πανέμορφες κοιλάδες, τα βουνά που ορθώνονται πίσω απ’ τις θάλασσες και τους καταπράσινους λόφους που είναι το σπιτικό των ξωτικών.
Ο κόσμος των ξωτικών συνιστά ένα συνονθύλευμα παράξενου τοπίου, ανεξερεύνητου μυστηρίου και ριζωμένης αμφιβολίας στη ψυχή μας, η οποία δεν παύει ποτέ να ονειρεύεται και να αναρωτιέται: Τί υπάρχει πέρα απ’ τον άνθρωπο;