Η ζωή του Τολστόι είναι
ένα θρυλικό έργο τέχνης από μόνη της. Θα μπορούσε να καταγραφεί ως ένα
μυθιστόρημα, το ίδιο ενδιαφέρον όπως και το “Πόλεμος και ειρήνη”.
Ο Τολστόι είναι πιθανόν ο μόνος ρώσος
λογοτέχνης με τέτοια φήμη στη Δύση. Όμως δεν ήταν μόνο συγγραφέας. Ήταν και
φιλόσοφος, και ιδρυτής καινούργιας θρησκείας, και θρυλικός στάρετς με γενειάδα
που χειμώνα καλοκαίρι περπατούσε ξυπόλητος. Και πρωταγωνιστής ανεκδότων. Και
προφήτης. Και πνευματικός δάσκαλος. Ακόμη και “καθρέφτης της ρωσικής
επανάστασης”, όπως τον αποκάλεσε ο Λένιν.
Στα νιάτα του, ο Τολστόι εκπαίδευε τον εαυτό του τόσο πολύ, λες και ήθελε να γίνει σούπερμαν. Δεν λυπόταν καθόλου τον εαυτό του. Κρατούσε στα μακριά του χέρια βαριά λεξικά, αυτομαστιγωνόταν με τριχιά στη γυμνή του πλάτη. Ασκούσε τη θέληση, ήθελε να γίνει ο κύριος comme il faut, ο αληθινός αριστοκράτης. Μιλούσε άψογα γαλλικά, πρόσεχε τις κυρίες, έπαιζε χαρτιά και συχνά έχανε. Μια φορά περπατούσε με τον αδελφό του στο δρόμο, και συνάντησαν έναν κύριο. Ο Τολστόι είπε περιφρονητικά στον αδελφό του: “Φαίνεται ότι αυτός ο κύριος είναι πραγματικά άχρηστος!” - “Γιατί;” - “Δεν φοράει γάντια!” Έτσι. Χωρίς γάντια ίσον άχρηστος.
Όταν επέστρεψε στην Αγία Πετρούπολη, άρχισε
να εκδίδει τα έργα του. Η αναγνώριση ήρθε σχεδόν αμέσως, και μάλιστα στο
υψηλότερο επίπεδο. Η χήρα του αυτοκράτορα Νικόλαου Α' έκλαιγε όταν διάβαζε τα
“Διηγήματα της Σεβαστούπολης”. Ο Αλέξανδρος Γ' διέταξε να μεταφραστεί αυτό το
βιβλίο στα γαλλικά. Και ο Τολστόι ξαφνικά διαπράττει το απροσδόκητο:
Εγκαταλείπει την κοσμική ζωή και φεύγει στο χωριό. Δημιουργήθηκε η εντύπωση ότι
η αγροτική ζωή τον ενδιέφερε περισσότερο από τη λογοτεχνία. Η χωρικοί τον
αγαπούσαν, αλλά τον θεωρούσαν αφέντη με παραξενιές. Έλεγαν: “Πας καμιά φορά στον
αφέντη να πάρεις εντολές, και τον βλέπεις κρεμασμένο από τα γόνατα σ' ένα
παλούκι, με το κεφάλι κάτω, τα μαλλιά να κρέμονται, το πρόσωπο κόκκινο. Και δεν
ξέρεις τι να κάνεις, τις εντολές να ακούς ή να θαυμάζεις;” Αυτές ήταν η ασκήσεις
γυμναστικής που έκανε ο Τολστόι.
Αναλάμβανε αυτοπροσώπως με όλες τις αγροτικές εργασίες. Θέριζε, όργωνε, δίδασκε στα παιδιά των χωρικών. Το σχολείο του Τολστόι είχε ιδιότυπη οργάνωση. Δεν υπήρχαν καθόλου βιβλία, τετράδια και εργασίες κατ' οίκον. Πήγαινε με τα παιδιά στο δάσος, και εκεί συζητούσαν για τη ζωή, τους έλεγε ιστορίες, απαντούσε στις ερωτήσεις τους.
Παντρεύτηκε την Σόφια Μπερς. Σχεδόν κάθε χρόνο αποκτούσαν κι από ένα παιδί. Η Σόφια Αντρέγεβνα ήταν μια γυναίκα μοναδική. Όχι μόνο άντεχε τον δύσκολο χαρακτήρα του Τολστόι, αλλά τον βοηθούσε κιόλας. Τέσσερις ή, σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή, επτά φορές κατέγραψε σε χειρόγραφο τον “Πόλεμο και ειρήνη”, τον άκουγε, και μάλιστα έδινε συμβουλές. Μια πραγματική σύζυγος λογοτέχνη.
Είχε περίσσεια ενέργεια. Μάθαινε αρχαία ελληνικά και εβραϊκά, διάβαζε κινέζους σοφούς, επιδίωκε να κυκλοφορεί με ποδήλατο. Ποτέ δεν κλεινόταν στο δικό του καβούκι. Φρόντιζε χωρικούς, στρατιώτες, αστέγους. Την εποχή του λιμού στις κεντρικές περιφέρειες, συγκέντρωνε χρήματα υπέρ των πασχόντων. Άνθρωποι που υπέφεραν, έφταναν στην Γιάσναγια Πολιάνα απ' όλη την χώρα. Ήξεραν ότι ο Τολστόι θα τους βοηθήσει. Έτσι ο Τολστόι απέκτησε ηθικό κύρος, προσωποποιημένη τιμιότητα και ευσπλαχνία. Όπως αργότερα ο Γκάντι ή ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ.
Ωστόσο ο ίδιος ο Τολστόι δεν μοίρασε την περιουσία του και δεν εγκατάλειψε το κτήμα του. Είχε αρκετή επίγνωση αυτής της αντίφασης, και μάλιστα τον βασάνιζε αρκετά. Ο ίδιος έγραψε: “Πρέπει, άραγε να πεθάνω χωρίς να έχω ζήσει έστω μια χρονιά εκτός αυτής της παράλογης, ανήθικης οικίας, χωρίς να έχω ζήσει έστω μια χρονιά συνειδητά, ανθρώπινα, δηλαδή στο χωριό, όχι σε κτήμα, αλλά σ' ένα σπίτι ανάμεσα στους εργάτες, να τρέφομαι και να ντύνομαι σαν αυτούς, χωρίς ντροπή, μεταφέροντας σε όλους την αλήθεια του Χριστού, την οποία ο ίδιος γνωρίζω”.
Μετά την επανάσταση του 1905, άρχισε η περίοδος της τρομοκρατίας στη χώρα. Χιλιάδες άνθρωποι φυλακίζονταν και εξορίζονταν για τα πιστεύω τους, όμως κανείς δεν τόλμησε να πειράξει τον Τολστόι. Απέστελλε επιστολές σε υπουργούς, όπου έλεγε ότι η ρίζα του κακού βρίσκεται μες στον ίδιο, τον Τολστόι, ότι είναι παράλογο να τιμωρούνται οι οπαδοί της διδασκαλίας του, και ο ίδιος να παραμένει ανέγγιχτος. Επεδίωκε τον ρόλο του πάσχοντος. Είχε ενοχές για την ευημερία του. “Τίποτε δε θα μπορούσε να με ικανοποιήσει τόσο πολύ και να μου φέρει τόση χαρά”, έγραφε, “όπως το να με βάλουν φυλακή, μια καλή, πραγματική φυλακή. Βρώμικη, κρύα και νηστική. Αυτό θα μου έφερνε, στα γεράματά μου, αληθινή χαρά και ικανοποίηση”. Η θέση του όμως ήταν εξέχουσα, και κανείς δεν τολμούσε να τον πειράξει.
Θεωρούσε τους δικούς του, τρελούς, και
εκείνοι επίσης τον θεωρούσαν τρελό. Η γυναίκα του συμβούλευε να πάει σε ιαματικά
λουτρά, να θεραπεύσει τη νευρασθένειά του. Τον αγαπούσε αληθινά, αλλά δεν τον
κατανοούσε καθόλου. Πώς μπορείς να απαρνηθείς χρήματα, χωράφια, δικαιώματα για
τα λογοτεχνικά σου έργα; Όταν εκείνος προσπαθούσε να φύγει, αυτή απειλούσε με
αυτοκτονία. Μια φορά όντως πήγε να πηδήξει κάτω απ' το τρένο, σαν την Άννα
Καρένινα. Με κόπο της άλλαξαν γνώμη. Τότε δήλωσε ότι αν ο Τολστόι αρχίσει να
μοιράζει την περιουσία, ο ίδιος θα βρεθεί υπό κηδεμονία. Θα τον έκλειναν σε
τρελοκομείο. Και η περιουσία θα έμενε στα χέρια της οικογένειας.
Όμως τελικά έφυγε. Μια νύχτα, κρυφά απ' όλους. Άφησε στην γυναίκα του ένα γράμμα, όπου σημείωσε ότι δεν μπορεί πια να ζει σ' αυτή την πολυτέλεια που τον τριγυρίζει, ότι θέλει να περάσει τα τελευταία του χρόνια μέσα σε απομόνωση και γαλήνη. Στο τρένο κρυολόγησε. Αρρώστησε βαριά, και στον σταθμό Αστάποβο τον κατέβασαν από το τρένο. Ο Τολστόι πέρασε τις τελευταίες ώρες τις ζωής του σε απόλυτη σύγχυση. Έλεγε: “Οι μουζίκοι, οι μουζίκοι πώς πεθαίνουν. Έτσι, φαίνεται, θα πεθάνω εγώ μες στις αμαρτίες μου...” Πριν ξεψυχήσει, κοιτώντας μπροστά του, είπε: “Δεν καταλαβαίνω τι να κάνω!” Και τα έσχατα λόγια του ήταν τα εξής: “Υπάρχει πλήθος ανθρώπων στον κόσμο, κι εσείς κοιτάτε έναν Λέοντα”.
rbth.gr
Στα νιάτα του, ο Τολστόι εκπαίδευε τον εαυτό του τόσο πολύ, λες και ήθελε να γίνει σούπερμαν. Δεν λυπόταν καθόλου τον εαυτό του. Κρατούσε στα μακριά του χέρια βαριά λεξικά, αυτομαστιγωνόταν με τριχιά στη γυμνή του πλάτη. Ασκούσε τη θέληση, ήθελε να γίνει ο κύριος comme il faut, ο αληθινός αριστοκράτης. Μιλούσε άψογα γαλλικά, πρόσεχε τις κυρίες, έπαιζε χαρτιά και συχνά έχανε. Μια φορά περπατούσε με τον αδελφό του στο δρόμο, και συνάντησαν έναν κύριο. Ο Τολστόι είπε περιφρονητικά στον αδελφό του: “Φαίνεται ότι αυτός ο κύριος είναι πραγματικά άχρηστος!” - “Γιατί;” - “Δεν φοράει γάντια!” Έτσι. Χωρίς γάντια ίσον άχρηστος.
Τέσσερις πόλεμοι
Η δίψα του για νέες εμπειρίες τον οδήγησε
στον πόλεμο. Κι εκεί απέκτησε περισσότερες απ' ό,τι θα περίμενε. Μια φορά, στον
Καύκασο, εξερράγη χειροβομβίδα μπροστά απ' τα πόδια του. Στα βουνά, παρά λίγο να
βρεθεί αιχμάλωτος των Τσετσένων. Έτρεχε με το άλογό του σαν λυσσασμένος, και
κατάφερε να ξεφύγει. Μετά τον Καύκασο, πήγε στον Δούναβη να πολεμήσει τους
Τούρκους, και από 'κει στην Σεβαστούπολη. Η Ρωσία βρισκόταν συνέχεια σε πόλεμο,
πολεμούσε και ο Τολστόι. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι τα βιβλία του είναι
γεμάτα πόλεμο.Ποια θα ήταν η σχέση του Τολστόι με το Internet;
O δισέγγονος του Λέοντα Τολστόι και διευθυντής του μουσείου Γιάσναγια Πολιάνα, Βλαντ'ιμιρ Τολστόι, μιλάει στην RBTH για τη σχέση του μεγάλου συγγραφέα με την τεχνολογική πρόοδο, αλλά και για την τεράστια παιδεία του.Αναλάμβανε αυτοπροσώπως με όλες τις αγροτικές εργασίες. Θέριζε, όργωνε, δίδασκε στα παιδιά των χωρικών. Το σχολείο του Τολστόι είχε ιδιότυπη οργάνωση. Δεν υπήρχαν καθόλου βιβλία, τετράδια και εργασίες κατ' οίκον. Πήγαινε με τα παιδιά στο δάσος, και εκεί συζητούσαν για τη ζωή, τους έλεγε ιστορίες, απαντούσε στις ερωτήσεις τους.
Παντρεύτηκε την Σόφια Μπερς. Σχεδόν κάθε χρόνο αποκτούσαν κι από ένα παιδί. Η Σόφια Αντρέγεβνα ήταν μια γυναίκα μοναδική. Όχι μόνο άντεχε τον δύσκολο χαρακτήρα του Τολστόι, αλλά τον βοηθούσε κιόλας. Τέσσερις ή, σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή, επτά φορές κατέγραψε σε χειρόγραφο τον “Πόλεμο και ειρήνη”, τον άκουγε, και μάλιστα έδινε συμβουλές. Μια πραγματική σύζυγος λογοτέχνη.
Είχε περίσσεια ενέργεια. Μάθαινε αρχαία ελληνικά και εβραϊκά, διάβαζε κινέζους σοφούς, επιδίωκε να κυκλοφορεί με ποδήλατο. Ποτέ δεν κλεινόταν στο δικό του καβούκι. Φρόντιζε χωρικούς, στρατιώτες, αστέγους. Την εποχή του λιμού στις κεντρικές περιφέρειες, συγκέντρωνε χρήματα υπέρ των πασχόντων. Άνθρωποι που υπέφεραν, έφταναν στην Γιάσναγια Πολιάνα απ' όλη την χώρα. Ήξεραν ότι ο Τολστόι θα τους βοηθήσει. Έτσι ο Τολστόι απέκτησε ηθικό κύρος, προσωποποιημένη τιμιότητα και ευσπλαχνία. Όπως αργότερα ο Γκάντι ή ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ.
Παντοτινός επαναστάτης
Όταν μπήκε στην έκτη του δεκαετία, βίωσε
μια βαθιά κρίση. Και δημιουργική, και ψυχική. Ο Τολστόι είχε πια απογοητευτεί
από τη λογοτεχνία, τον πολιτισμό, τους ανθρώπους. Με άλλα λόγια, είχε κουραστεί.
Του έρχονταν σκέψεις για αυτοκτονία. Δεν υπάρχει αρμονία στον κόσμο, ο δυνατός
καταπιέζει τον αδύναμο, ο κόσμος αναλώνει τη ζωή του σε ανούσιες ασχολίες.
Πονούσε η ψυχή του να το βλέπει. Αλλά δεν μπορούσε να το αγνοεί. Και τότε
γεννιέται το “τολστόβστβο”, άρχισε να κηρύττει την ταπεινότητα και τη μη
αντιπαράθεση με βία στο κακό. Αυτές ήταν οι δύο κεντρικές θέσεις της νέας του
θρησκείας. Η ουσία ήταν απλή: Να μοιράσεις την περιουσία, να πας στους απλούς
ανθρώπους, να υπομένεις τις στερήσεις, να ζεις μια ταπεινή ζωή.Ωστόσο ο ίδιος ο Τολστόι δεν μοίρασε την περιουσία του και δεν εγκατάλειψε το κτήμα του. Είχε αρκετή επίγνωση αυτής της αντίφασης, και μάλιστα τον βασάνιζε αρκετά. Ο ίδιος έγραψε: “Πρέπει, άραγε να πεθάνω χωρίς να έχω ζήσει έστω μια χρονιά εκτός αυτής της παράλογης, ανήθικης οικίας, χωρίς να έχω ζήσει έστω μια χρονιά συνειδητά, ανθρώπινα, δηλαδή στο χωριό, όχι σε κτήμα, αλλά σ' ένα σπίτι ανάμεσα στους εργάτες, να τρέφομαι και να ντύνομαι σαν αυτούς, χωρίς ντροπή, μεταφέροντας σε όλους την αλήθεια του Χριστού, την οποία ο ίδιος γνωρίζω”.
Μετά την επανάσταση του 1905, άρχισε η περίοδος της τρομοκρατίας στη χώρα. Χιλιάδες άνθρωποι φυλακίζονταν και εξορίζονταν για τα πιστεύω τους, όμως κανείς δεν τόλμησε να πειράξει τον Τολστόι. Απέστελλε επιστολές σε υπουργούς, όπου έλεγε ότι η ρίζα του κακού βρίσκεται μες στον ίδιο, τον Τολστόι, ότι είναι παράλογο να τιμωρούνται οι οπαδοί της διδασκαλίας του, και ο ίδιος να παραμένει ανέγγιχτος. Επεδίωκε τον ρόλο του πάσχοντος. Είχε ενοχές για την ευημερία του. “Τίποτε δε θα μπορούσε να με ικανοποιήσει τόσο πολύ και να μου φέρει τόση χαρά”, έγραφε, “όπως το να με βάλουν φυλακή, μια καλή, πραγματική φυλακή. Βρώμικη, κρύα και νηστική. Αυτό θα μου έφερνε, στα γεράματά μου, αληθινή χαρά και ικανοποίηση”. Η θέση του όμως ήταν εξέχουσα, και κανείς δεν τολμούσε να τον πειράξει.
“Υπάρχει πλήθος ανθρώπων στον κόσμο, κι εσείς
κοιτάτε έναν Λέοντα”
Όμως τελικά έφυγε. Μια νύχτα, κρυφά απ' όλους. Άφησε στην γυναίκα του ένα γράμμα, όπου σημείωσε ότι δεν μπορεί πια να ζει σ' αυτή την πολυτέλεια που τον τριγυρίζει, ότι θέλει να περάσει τα τελευταία του χρόνια μέσα σε απομόνωση και γαλήνη. Στο τρένο κρυολόγησε. Αρρώστησε βαριά, και στον σταθμό Αστάποβο τον κατέβασαν από το τρένο. Ο Τολστόι πέρασε τις τελευταίες ώρες τις ζωής του σε απόλυτη σύγχυση. Έλεγε: “Οι μουζίκοι, οι μουζίκοι πώς πεθαίνουν. Έτσι, φαίνεται, θα πεθάνω εγώ μες στις αμαρτίες μου...” Πριν ξεψυχήσει, κοιτώντας μπροστά του, είπε: “Δεν καταλαβαίνω τι να κάνω!” Και τα έσχατα λόγια του ήταν τα εξής: “Υπάρχει πλήθος ανθρώπων στον κόσμο, κι εσείς κοιτάτε έναν Λέοντα”.
rbth.gr