Ο Ενώχ θεωρείται ότι είναι ο έβδομος μετά τον Αδάμ Πατριάρχης των Εβραίων που έζησε στα χρόνια πριν από τον Κατακλυσμό. Πατέρας του Μαθουσάλα, παππούς του Λάμεχ και προπάππος του Νώε, θεωρείται από τη χριστιανική παράδοση ως ένας από τους δύο προφήτες (ο άλλος είναι ο Ηλίας), οι οποίοι δεν πέθαναν αλλά ανελήφθησαν ζωντανοί στους ουρανούς. Πιστεύεται ότι και οι δύο θα επιστρέψουν στη Γη στα χρόνια του Αντίχριστου, όπως αναφέρεται στην Αποκάλυψη του Ιωάννη και θα είναι οι τελευταίοι μάρτυρες της Πίστης πριν από τη Δευτέρα Παρουσία. (Αποκ. Ια’ 1 12).
Ωστόσο, αρκετοί αμφισβητούν την ιστορικότητα του προσώπου του Ενώχ, δεχόμενοι ότι αυτό αποτελεί συλλογικό τίτλο μιας τάξης ανθρώπων, εξελιγμένων πνευματικά, που δίδαξαν στους υπόλοιπους τις επιστήμες και τις τέχνες, όπως δέχεται το Θεοσοφικό σύστημα της Έλενας Μπλαβάτσκυ. Ο ίδιος κύκλος πιστεύει ότι συλλογικά είναι και τα ονόματα του Προμηθέα, του Ορφέα, του θεού Θωθ ή Ερμή, των Edris των μουσουλμάνων και άλλων προσώπων που αναφέρονται στη μυθολογία.
Στον Προφήτη Ενώχ αποδίδεται η συγγραφή ενός κειμένου, το οποίο περιέχει προφητείες για την έλευση του Μεσσία, για τη συντέλεια του κόσμου, μιλάει για την πτώση των αγγέλων και δίνει λεπτομερείς περιγραφές της κόλασης και του παράδεισου, των κινήσεων των πλανητών και των καιρικών φαινομένων καθώς και πολλά άλλα. Το βιβλίο αυτό, οι διδαχές του οποίου θεωρούνται ότι μεταφέρθηκαν μέσω της προφορικής παράδοσης, δεν συμπεριλαμβάνεται στα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης και λογίζεται ως απόκρυφο κείμενο, αν και πιθανώς να έχει επηρεάσει σε μεγάλο βαθμό όχι μόνο την Πεντάτευχο των Εβραίων αλλά ακόμα και την ίδια την Αποκάλυψη του απόστολου Ιωάννη και τις επιστολές των αποστόλων.
Οι πρώτοι πατέρες της εκκλησίας επηρεάστηκαν έντονα από αυτό και το εγκωμίασαν, όπως ο Άγιος Ειρηναίος, ο Ιουστίνος, ο Άγιος Κλήμης ο Αλεξανδρείας, ο Αθηναγόρας, ο απόστολος Πέτρος και ο Εβραίος ιστορικός Ιώσηπος. Παρ ‘ όλα αυτά, κανείς εξ’ αυτών δεν συμφώνησε με τη διήγηση της πτώσης των αγγέλων, όπως θα δούμε παρακάτω. Γεγονός πάντως είναι ότι δεν θεωρείται αιρετικό βιβλίο, έστω και αν δεν συμπεριλαμβάνεται στην Παλαιά Διαθήκη. Σύμφωνα με τους μελετητές το πιθανότερο είναι ότι γράφτηκε στην εβραϊκή γλώσσα, στα χρόνια της Βαβυλώνιας αιχμαλωσίας και αυτό γιατί πολλές περιγραφές του, όπως του Παλαιού των Ημερών, μοιάζουν με αντίστοιχες περιγραφές του προφήτη Δανιήλ. Σίγουρο είναι δε ότι υπέστη παραλλαγές κατά τις αντιγραφές του και ενώ ήταν πασίγνωστο στους πρωτοχριστιανικούς χρόνους, τα ίχνη του εξαφανίζονται περίπου στα τέλη του 8ου με αρχές του 9ου μ.Χ αιώνα. Οι Άγγλοι περιηγητές Bruce και Ruppel βρίσκουν ένα αντίγραφό του στην Αβυσσηνία, γραμμένο στην κοπτική γλώσσα και το 1811 γίνεται η μετάφρασή του στα αγγλικά από τον Επίσκοπο Lawrence και έπειτα και σε άλλες γλώσσες.
Όπως προαναφέρθηκε, το σημείο που ξεσήκωσε αντιδράσεις ήταν η διήγηση της πτώσης των αγγέλων. Η χριστιανική παράδοση θεωρεί πως ένας άγγελος, ο Εωσφόρος, πιθανότατα ο μέχρι τότε ανώτερος στην αγγελική ιεραρχία, λόγω της αλαζονείας του που τον έκανε να θέλει να γίνει υπεράνω του Θεού, αποστάτησε και οι άγγελοι χωρίστηκαν σε δύο παρατάξεις: σε εκείνους που τον ακολούθησαν και σε εκείνους που απάντησαν στο κάλεσμα του Αρχάγγελου Μιχαήλ «στώμεν καλώς, στώμεν μετά φόβου». Οι πρώτοι, μαζί με τον αρχηγό τους εξέπεσαν για πάντα από την ιεραρχία του Φωτός και μετατράπηκαν στους σκοτεινούς δαίμονες που από τότε επιβουλεύονται το Θείο έργο. Πάνω σε αυτή την άποψη έχουν δημιουργηθεί πολλές παραδόσεις από τη Ρωμαιοκαθολική και την Ορθόδοξη εκκλησία. Το βιβλίο του Ενώχ, όμως, έχει διαφορετική άποψη. Ας δούμε ποιά είναι αυτή.
«Και εγένετο όταν επληνθύνθησαν οι υιοί των ανθρώπων εν εκείναις ταις ημέραις εγεννήθησαν αυτοίς θυγατέραι ωραίαι και καλαί. Και εθεάσαντο αυτάς οι άγγελοι, υιοί ουρανού και είπον προς αλλήλους. Δεύτε εκλεξώμεθα εαυτοίς γυναίκας από των ανθρώπων και γεννήσωμεν εαυτοίς τέκνα. Και είπεν ο Σεμειαζάς προς αυτούς, ος ην άρχων αυτών. Φοβούμαι μη ου θελήσετε ποιήσαι το πράγμα τούτον και έσομαι εγώ μόνος οφειλέτης αμαρτίας μεγάλης. Απεκρίθησαν ουν αυτώ πάντες. Ομόσωμεν όρκω πάντες και αναθεματίσωμεν πάντες αλλήλους μη αποστρέψαι την γώμην ταύτην, μέχρις ουν αν τελέσωμεν αυτήν και ποιήσωμεν το πράγμα τούτον. Τότε ώμοσαν πάντες ομού και ανεθεμάτισαν αλλήλους εν αυτώ…»
«Και έλαβον εαυτοίς γυναίκας, έκαστος αυτών εξελέξαντο εαυτοίς γυναίκας και ήρξαντο εισπορεύεσθαι προς αυτάς και μιάνεσθαι εν αυταίς και εδίδαξαν αυτάς φαρμακείας και παοιδάς και ριζοτομίας και τας βοτάνας εδήλωσαν αυτάς. Αι δε εν γαστρί λαβούσιν ετέκοσαν γίγαντας μεγάλους εκ πηχών τρισχιλίων οίτινες κατήσθοσαν τους κόπους των ανθρώπων. Ως δε ουκ εδυνήθησαν αυτοίς οι άνθρωποι επιχορηγείν, οι γίγαντες ετόλμησαν επ’ αυτούς και κατησθίοσαν τους ανθρώπους και ήρξαντο αμαρτάνειν εν τοις πετεινοίς και τοις θηρίοις και ερπετείς και τοις ιχθύσιν και αλλήλων τας σάρκας κατεσθίειν και το αίμα έπινον. Τότε η γη ενέτυχεν κατά των ανόμων…»