Σάββατο 10 Νοεμβρίου 2012

0

ΕΓΩΙΣΤΙΚΟ ΓΟΝΙΔΙΟ- ΜΙΜΙΔΙΑ



I. Εισαγωγή: Τα μιμίδια δεν είναι βιολογικά αλλά καθαρά Δαρβινιστικά

Η έννοια του «μιμιδίου» που εισήχθηκε από τον Richard Dawkins το 1976 στο Εγωιστικό Γονίδιο, ορίζεται στο λεξικό της Οξφόρδης ως «ένα πολιτισμικό στοιχείο που θεωρείται ότι μπορεί να διαδοθεί με μη γενετικά μέσα, ιδιαίτερα τη μίμηση.» Υποψήφια μιμίδια περιλαμβάνουν: μια λέξη, πρόταση, σκέψη, πεποίθηση, μελωδία, επιστημονική θεωρία, εξίσωση, έναν φιλοσοφικό γρίφο, ένα θρησκευτικό τελετουργικό, μια πολιτική ιδεολογία, γεωργική πρακτική, μόδα, έναν χορό, ένα ποίημα, μια συνταγή για ένα γεύμα, μοντέλα αυτοκινήτων, τους υπολογιστές και τα κινητά τηλέφωνα. Προερχόμενο από την ελληνική λέξη μίμηση (και τη γαλλική λέξη même ή «το ίδιο»), ένα μιμίδιο υποτίθεται ότι αντιγράφεται από μυαλό σε μυαλό με τρόπο ανάλογο με ένα γονίδιο από σώμα σε σώμα.
Τα μιμίδια υπόκεινται στη φυσική επιλογή με τη Δαρβινιστική έννοια. Η διαδικασία της φυσικής επιλογής απαιτεί τα στοιχεία της να είναι μονάδες κληρονομούμενης πληροφορίας που ελέγχουν την ύλη που κωδικοποιεί αυτήν την πληροφορία, και για την οποία υπάρχει με το χρόνο μια προτίμηση η οποία ξεπερνά κατά πολύ το ρυθμό της εγγενούς αλλαγής: «Η πληροφορία μπορεί να πολλαπλασιαστεί και να επεξεργαστεί από τη φυσική επιλογή μόνο αν η τελευταία επηρεάζει την πληροφορία κατά ένα μεγαλύτερο ποσοστό από τις ανταγωνιστικές διαδικασίες όπως η γενετική μετάλλαξη και απόκλιση» (Williams 1992). Η ύλη που κωδικοποιεί την πληροφορία που επιλέγεται μπορεί να είναι το DNA ή RNA, όπως με τα γονίδια και τις πρωτεΐνες, τα ηλεκτροχημικά νευρικά δίκτυα ή τις γραπτές γλώσσες, όπως με τα μιμίδια, ή τα μη βιολογικά ηλεκτρικά κυκλώματα, όπως με τους ιούς των υπολογιστών.
Οι μονάδες της φυσικής επιλογής πρέπει να έχουν γονιμότητα. Αυτές ή οι φορείς τους πρέπει «να είναι γόνιμες και να πολλαπλασιάζονται,» διαφορετικά θα υπάρχει μικρή μορφολογική ή συμπεριφοριστική αλλαγή στην επιλογή των μονάδων εξαιτίας της έλλειψης διαφορικών στοιχείων. Οι κληρονομήσιμες αλλαγές πρέπει να αντιγραφούν με υψηλή πιστότητα, έτσι ώστε να μοιάζουν μεταξύ τους περισσότερο απ’ ό,τι οι ανεξάρτητες μορφές. Μόνο τότε μπορούν να επιλέγονται επανειλημμένα ως ευνοϊκές ή να διαγράφονται ως αχρείαστες από τη φυσική επιλογή. Οι παραλλαγές της αντιγραφής πρέπει να είναι σχετικά μακρόβιες. Πρέπει να επιζήσουν τουλάχιστον αρκετά ώστε να παραγάγουν περισσότερα αντίγραφα από τις άλλες μορφές προκειμένου να συμβάλλουν σε διαφορική καταλληλότητα ή σε αναπαραγωγική επιτυχία.
Τέλος, τα στοιχεία της φυσικής επιλογής πρέπει να ανταγωνίζονται για την επιβίωσή τους πάνω σε σπάνιες πρώτες ύλες που τα διατηρούν σε ένα δεδομένο περιβάλλον (π.χ. τα κύτταρα, οι οργανισμοί, το μυαλό, η μνήμη των υπολογιστών, κλπ.), αλλιώς δεν θα υπάρχει πίεση για επιλογή.
Μια γενική θεωρία της εξέλιξης των αντιγράφων υπό τη φυσική επιλογή απαιτεί: γονιμότητα και διαφοροποίηση, κληρονομικότητα και υψηλή πιστότητα, μακροζωία και προσαρμοστικότητα, ανταγωνιστικότητα για τους πόρους που ενισχύουν την επιβίωση. Όποτε όλοι αυτοί οι αλληλένδετοι παράγοντες είναι παρόντες, σε οποιοδήποτε περιβάλλον όπου οι νόμοι της αιτιότητας και της θερμοδυναμικής ισχύουν, διαφορετικές σειρές των αυτο- αντιγραφόμενων μορφών μπορούν να εξελιχθούν από μια ή μερικές αρχικές μορφές. Καθώς οι νέες μορφές εξελίσσονται, έτσι γίνεται και με τα περιβάλλοντα στα οποία οι μορφές συνεχώς προστίθενται και προσαρμόζονται. Η πολιτισμική εξέλιξη των ιδεών (μιμίδια), συμπεριλαμβανομένων των αλλαγών που προκαλούνται από τις ιδέες σχετικά με τα γνωστικά και κοινωνικά περιβάλλοντα στα οποία οι ιδέες προσαρμόζονται, φαίνεται ότι αποτελεί τη σωστή εικόνα.
Αν και η σχέση των μιμιδίων με τα γονίδια είναι μια σχέση αναλογίας, είναι μια μεταφορά όπως ήταν η αναλογία των Rutherford-Bohr του ατόμου με το ηλιακό σύστημα στην αρχή του περασμένου αιώνα. Η ίδια η αναλογία μιμιδίων-γονιδίων έχει σκοπό να λειτουργήσει σαν ένα ερευνητικό πρόγραμμα που θα οδηγήσει ενδεχομένως σε μια επιστήμη της «μιμητικής,» όπως η αναλογία ατόμου- ηλιακού συστήματος χρησιμοποιήθηκε από αρκετούς επιστήμονες ως υπόθεση εργασίας για να βοηθήσει στην ενοποίηση των φυσικών διαδικασιών στο μικροσκοπικό (π.χ. ηλεκτρομαγνητισμός) και στο μακροσκοπικό (π.χ. βαρύτητα) επίπεδο. Το πρώτο στάδιο της μιμητικής, τότε, είναι να διευκρινιστεί αν και πώς η αναλογία ανάμεσα στα μιμίδια και στα γονίδια στέκει κάτω από έναν επαληθεύσιμο έλεγχο. Αν η αναλογία μπορεί να είναι πληροφορικά συνεχής, τότε πρέπει να είναι σε θέση να προβλέψει αξιόπιστα τις σημαντικές και εκπληκτικές επιστημονικές ανακαλύψεις σχετικά με συγκεκριμένες αιτιακές δομές. Σε αντίθετη περίπτωση, όπως με το πλανητικό μοντέλο του ατόμου, θα πρέπει τελικά να απορριφθεί ως επιστημονική έρευνα. Ακόμα και έτσι, η αναλογία μπορεί να διατηρηθεί ως παιδαγωγική συσκευή, η οποία θα μπορούσε να εισάγει τους αμύητους σε ένα πεδίο που θα έχει αναπτυχθεί, εν μέρει, από τις αποτυχημένες προσπάθειες να κατασταθεί η αναλογία πληροφορική.

II. Τι είναι μοναδικό σχετικά με τα μιμίδια;

Ακριβώς όπως τα γονίδια ή οι ιοί αναζητούν τη γραμμική αθανασία χρησιμοποιώντας διαδοχικά, έπειτα απορρίπτοντας, οργανισμούς που τους φιλοξενούν έτσι και τα μιμίδια επιδιώκουν να διαιωνιστούν φωλιάζοντας και επωάζοντας από μυαλό σε μυαλό. Εκεί, ένα μιμίδιο συνδέεται με άλλα μιμίδια σε ένα πακέτο, ή «μιμιδιακό σύμπλεγμα (memeplex)» (Blackmore 1999). Με αυτόν τον τρόπο τα μιμίδια δρουν ώστε να αναδομήσουν την υπολογιστική αρχιτεκτονική του μυαλού.
Όπως τα γονίδια, τα μιμίδια μπορούν να περάσουν υποθετικά «κάθετα» από το γονέα στο παιδί: για παράδειγμα, στη θρησκευτική πρακτική της περιτομής. Τα μιμίδια μπορούν επίσης να αντιγραφούν «οριζόντια» από πρόσωπο σε πρόσωπο- μεταξύ ομοίων ή από τους ηγέτες στους ακόλουθους- όπως η έννοια του μιμιδίου καθαυτού. Στο εξελικτικό μας παρελθόν, όταν η επικρατούσα μετάδοση ήταν κατά πολύ κάθετη, ενώ η οριζόντια ήταν περιορισμένη σε μερικά πολιτισμικά κατασκευάσματα, η επικράτηση των μιμιδίων εξαρτιόταν σχεδόν αποκλειστικά από την καταλληλότητα του πληθυσμού που τα φιλοξενούσε. Με τη γλώσσα, οι υπολογιστικές δυνατότητες της οριζόντιας μετάδοσης εκτινάχθηκαν.
Μόλις η νέα, ταχύτερη εξέλιξη των μιμιδίων ξεκίνησε, δεν ήταν πλέον υποταγμένη στον παλαιότερο, αργό ρυθμό της γενετικής εξέλιξης, ή καν δεσμευμένη από εκείνη. Τα μιμίδια θα μπορούσαν ακόμη και να εξοντώσουν τους φορείς τους αν τους δινόταν ο χρόνος και τα μέσα για να μεταδοθούν σε νέα θύματα πριν από την καταστροφή του φορέα, όπως στις ιστορικά γνωστές περιπτώσεις των θρησκευτικών ή πολιτικών μαρτυρίων. Με το διαδίκτυο και την παγκοσμιοποίηση της μετάδοσης πληροφορίας, ο εξελικτικός ρυθμός της μιμιδιακής μεταβολής φαίνεται να βρίσκεται άλλη μια φορά στα πρόθυρα της εκθετικής αύξησης, με απρόβλεπτες εξελικτικές συνέπειες. Τώρα υπάρχει ακόμα λιγότερη πίεση στα μιμίδια να εγγυηθούν τη φυσική επιβίωση των εγκεφάλων, καθώς ολοένα και μεγαλύτερη μιμιδιακή δραστηριότητα μεταφέρεται από τη βιόσφαιρα στον κυβερνοχώρο.
Στην πραγματικότητα, όπως ο David Hull τονίζει (σχετικά με την προσωπική επικοινωνία), η μιμιδιακή διάκριση ανάμεσα στην κάθετη και στην οριζόντια μετάδοση δεν έχει ιδιαίτερη έννοια σε ό,τι αφορά τις ιδέες. Στη βασισμένη στα γονίδια βιολογική εξέλιξη, ο όρος «κάθετη» έχει να κάνει με τον τρόπο μετάδοσης των γονιδίων. Τα γονίδια μεταφέρονται μέσα στα πλαίσια των οργανισμών. Μια μητέρα περνάει τα μισά της γονίδια στα παιδιά της. Στην «οριζόντια» μετάδοση, ένας ιός μπορεί να πάρει ένα γονίδιο και να το μεταφέρει σε ένα μη συγγενικό άτομο. Από γενετική σκοπιά, δεν υπάρχει διαφορά ανάμεσα στο γονιό που διδάσκει κάτι στα παιδιά του και σε κάποιον άλλον που το κάνει. Η διαδικασία με την οποία τα γονίδια κινούνται είναι η ίδια και στις δύο περιπτώσεις. Επιπλέον, οι «εκρήξεις» πληροφορίας δεν περιορίζονται στις ιδέες. Οι βιολογικές διαδικασίες επιλογής συχνά χρειάζονται έναν τεράστιο όγκο περιττού υλικού (π.χ. σπέρμα) για έναν εντυπωσιακά μικρό βαθμό δημιουργίας και καινοτομίας. Τέλος, τουλάχιστον κάποιες διαδικασίες γενετικής εξέλιξης είναι εξίσου ή περισσότερο γρήγορες από κάθε μιμιδιακή αλλαγή. Το ανοσοποιητικό σύστημα έχει σχεδιαστεί ώστε να αντιμετωπίζει τις γρήγορες μεταλλάξεις των ιών και των βακτηρίων. Καμία εννοιολογική αλλαγή σε έναν πληθυσμό δεν ξεπέρασε ποτέ την ταχύτητα κάποιων επιδημιών. Η γρήγορη, οριζόντια μετάδοση επομένως δεν είναι μοναδική για τα μιμίδια.
III. Ο εγκέφαλος και η δόμηση της σκέψης

Για την ψυχολόγο Susan Blackmore (1999), ο ανθρώπινος εγκέφαλος, η γλώσσα και ο εαυτός εξελίχθηκαν επειδή έδωσαν πρώτιστα πλεονέκτημα στα μιμίδια και όχι στα γονίδια. Ο εγκέφαλος μεγάλωσε προκειμένου να λειτουργήσει ως μια ολοένα καλύτερη μηχανή αντιγραφής για τα μιμίδια. Εξελίχθηκε σαν ένας γενετικός τηλέτυπος κτισμένος και ελεγχόμενος από τα μιμίδια. Ομοίως, η γλώσσα επιλέχτηκε για τη μετάδοση των μιμιδίων. Η γλώσσα εξελίχθηκε σαν μια γενετική τηλεφωνική γραμμή που κτίστηκε για την επικοινωνία των μιμιδίων. Ο εαυτός, επίσης, δημιουργήθηκε από τα μιμίδια και για την αντιγραφή τους. Το «Εγώ,» με την ψευδαίσθησή του περί ελεύθερης βούλησης, είναι στην πραγματικότητα ένα οχυρό των μιμιδίων για την άμυνά τους ενάντια στην εκτόπισή τους από μάζες ατρόμητων ανταγωνιστών που εισβάλλουν από το γειτονικό κοινωνικό περιβάλλον.

Υπάρχει επίσης μια νέα θεώρηση σχετικά με την αυταπάρνηση και τη φιλικότητα. Οι ευχάριστοι τύποι που είναι διαθέσιμοι και χρήσιμοι στους άλλους έχουν περισσότερες πιθανότητες να τους επηρεάσουν. Είναι «πηγές μιμιδίων.» Άνθρωποι εσωστρεφείς είναι «καταβόθρες μιμιδίων» που άλλα μιμίδια και οι φορείς τους αποφεύγουν. Οι πηγές μιμιδίων σκορπίζουν «μιμίδια αλτρουισμού» και άλλα καλά μιμίδια (π.χ. ανοχή) καθώς και κακά μιμίδια (π.χ. πίστη) που στηρίζονται πάνω στο αλτρουιστικό μιμίδιο. Τα κακά μιμίδια που στηρίζονται στο μιμίδιο του αλτρουισμού λέγεται ότι χρησιμοποιούν το «τέχνασμα της αυταπάρνησης» για να πετύχουν το σκοπό τους στα ανυποψίαστα μυαλά. Τα κακά θρησκευτικά μιμίδια ασπάζονται το αλτρουιστικό μιμίδιο και εισχωρούν σε μυαλά για να σχηματίζουν ένα μολυσματικό μιμιδιακό σύμπλεγμα (Dawkins 1993, Lynch 1996, Dennett 1997).

IV. Η μιμητική της «εθελοτυφλίας» (Mindblind Memetics)

Για τα γονίδια, υπάρχει ένας μάλλον απλός λειτουργικός ορισμός: εκείνες οι κωδικοποιημένες από το DNA μονάδες πληροφοριών που επιζούν εξαρτημένα από την αναπαραγωγική διαίρεση, δηλαδή τη βιολογική μείωση. Οι «καθορισμένες μονάδες» μπορεί να είναι αρκετά ιδιαίτερα γνωρίσματα, όπως το φύλο, ή αρκετά συνεχή γνωρίσματα, όπως το ύψος. Τα συνεχή γνωρίσματα, στη συνέχεια, μπορούν να είναι «μείγματα» (π.χ. το ύψος και το χρώμα του δέρματος) και εξελίσσονται αν υπάρχουν αρκετά υψηλά ποσοστά μετάλλαξης για να διατηρήσουν ικανοποιητική διαφοροποίηση ώστε η φυσική επιλογή να παράγει αξιόπιστες διαφορές για την επιβίωση και αναπαραγωγή των οργανισμών. Εντούτοις, ακόμη και τα συνεχή και συνδυασμένα γνωρίσματα πρέπει να επιζήσουν κατά τη μετάδοσή τους με μια αξιόπιστα μετρήσιμη συχνότητα και πιστότητα για να παράγουν «επιλέξιμες» διαφορές στην επιβίωση και αναπαραγωγή των οργανισμών (ή ιδέες και συμπεριφορές). Είτε ασυνεχή και ψηφιακά είτε συνεχή και αναλογικά, τα επιλέξιμα γνωρίσματα πρέπει να είναι συνεκτικά σε καθορισμένες και συνεπείς αναλογίες, και όχι επειδή κάποιος επιθυμεί ή αποφασίζει να συνδυάσει αριθμούς με «λειτουργικές μονάδες» που δεν έχουν σαφή περιεχόμενα ή όρια.
Στο The Extended Phenotype ο Dawkins φάνηκε να υποχωρεί από την ισχυρή υπεράσπιση μιας επιστήμης της μιμητικής σχετικά με το μυαλό και τον πολιτισμό: «η κύρια αξία της βρίσκεται όχι τόσο στο να καταλάβουμε τον ανθρώπινο πολιτισμό όσο στο να ακονίσουμε την αντίληψη σχετικά με τη γενετική φυσική επιλογή» (1982). Ως τότε, δύο σημαντικές αντιρρήσεις είχαν προκύψει.
Καταρχήν, δεν υπήρχε κανένας συγκεκριμένος τρόπος για να καθοριστεί ποιο πράγμα είναι μιμίδιο. Δεν υπήρχε κανένα σύνολο κριτηρίων για τον καθορισμό αν οι επιλεγμένες μονάδες ή «πακέτα» πληροφορίας αποτελούσαν θεμελιώδη τμήματα του ανθρώπινου πολιτισμού. Κανένα επιτακτικό στοιχείο από την ψυχολογία δεν προέκυψε για τα μιμίδια ως σύνολα αφομοιωμένης από το μυαλό πληροφορίας, αποθηκευμένα ως ιδιαίτερες μονάδες στη μνήμη, συσσωρευμένα με τη μορφή υψηλής τάξης δομών γνώσης, και εκφρασμένα σε αναγνωρίσιμα τμήματα συμπεριφοράς. Ακόμα κι αν τα μιμίδια μπορούσαν να απομονωθούν λειτουργικά, δεν θα αποτελούσαν απαραίτητα το μέσο για τη δημιουργία μιας θεωρίας. Χωρίς έναν ορισμό ή τουλάχιστον μια συμφωνία πάνω στις λειτουργικές θεμελιώδεις μονάδες, λίγη πρόοδος ενός συσσωρευτικού επιστημονικού επιχειρήματος θα μπορούσε να γίνει.
Η δεύτερη αντίρρηση θέτει μια σοβαρότερη πρόκληση απέναντι στη μιμητική. Αντίθετα με τα γονίδια, οι ιδέες σπάνια αντιγράφονται με απόλυτη πιστότητα. Στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων, μια ιδέα υποβάλλεται σε κάποιο είδος τροποποίησης κατά τη διάρκεια της επικοινωνίας (Atran 1996, Sperber 1996). Το πραγματικό μυστήριο είναι πώς οποιαδήποτε ομάδα ανθρώπων διαχειρίζεται έναν αποτελεσματικό βαθμό συνεννόησης δεδομένου ότι ο μετασχηματισμός των ιδεών κατά τη διάρκεια της μετάδοσης είναι ο κανόνας παρά η εξαίρεση. Αν αυτός ο μετασχηματισμός (μετάλλαξη ή παρέκκλιση) έχει επιπτώσεις στην πληροφορία σε ένα μεγαλύτερο ποσοστό από ότι η υψηλής πιστότητας αντιγραφή, τότε η επιλογή ευνοϊκή ή δυσμενής δεν μπορεί να αναπτυχθεί για την αντιγραμμένη (κληρονομική) πληροφορία. Σε τέτοιες περιπτώσεις, η Δαρβινική φυσική επιλογή γίνεται αδύνατη. Επιπλέον, αντίθετα με τις γενετικές σειρές, οι κατιούσες ιδέες διασταυρώνονται και συγχωνεύονται τόσο γρήγορα και απόλυτα ώστε δεν μπορεί να υπάρξει κανένας προσδιορισμός «ειδών» ή «γενεαλογικών δέντρων» των μιμιδίων, μόνο μεταβλητά ορισμένες «επιρροές.»
Σε ένα πρόσφατο δοκίμιο, ο Dawkins (1999) αποδίδει στον Dennett (1995) και στην Blackmore (1999) ένα μεγάλο μέρος της ανανεωμένης πίστης του στη «δυνατότητα ότι το μιμίδιο θα μπορούσε μια μέρα να αναπτυχθεί σε μια κατάλληλη υπόθεση του ανθρώπινου μυαλού»- δυνατότητα που φαίνεται τώρα προσιτή. Σύμφωνα με τον Dennett (1995), αυτό που ο Ρωμαίος και η Ιουλιέττα και το West Side Story μοιράζονται μιμητικά δεν είναι το κείμενο και η «συντακτική δομή» (φαινότυπος), αλλά η υπονοούμενη ιστορία και η «σημασιολογική δομή» (γενότυπος). Ένα ενδεχομένως σοβαρό εμπόδιο σε αυτόν τον απολογισμό είναι η  διορατικότητα του Dan Sperber (1985) ότι το κλειδί για την κατανόηση πώς οι ιδέες γίνονται πολιτισμικές αναπαραστάσεις βρίσκεται όχι στην επίσημη (σημασιολογική) δομή τους, αλλά στην αιτιώδη σχέση τους με το πολυμορφικό (multimodular) μυαλό. Ο Dennett θεωρεί ότι προγενέστερες διανοητικές δομές διευκολύνουν την εγκατάσταση των μιμιδίων στον εγκέφαλο και ότι τα μιμίδια μερικές φορές «ενισχύουν και διαμορφώνουν προϋπάρχουσες δομές, αντί να παράγουν εξ ολοκλήρου νέες.»
Ο Dawkins (1976) επίσης αναγνωρίζει ότι το μυαλό έχει μια προγενέστερη γνωστική δομή, αλλά θεωρεί εκείνους που επικεντρώνονται στο ρόλο των εξελιγμένων γνωστικών ικανοτήτων σχετικά με την παραγωγή και την επιλογή των πολιτισμικών ιδεών ότι «αναζητούν επιτακτικές ερωτήσεις όπως κάνω κι εγώ.» Προερχόμενη από έναν εξελικτικό βιολόγο, αυτή είναι μια περίεργη θέση. Υπαινίσσεται μόνο τη γνωστική αρχιτεκτονική του μυαλού ως τμήμα του πεδίου προσαρμογής μέσα στο οποίο τα μιμίδια εξελίσσονται, και ύστερα ξεχνάει τη θεώρηση αυτού του πεδίου ως «επιτακτική ερώτηση.»

V. Φυσικά περιβάλλοντα του πολυμορφικού μυαλού 

Η πρόσφατη εξελικτική προσέγγιση στα γνωσιολογικά και πολιτισμικά φαινόμενα εστιάζει στα λειτουργικά επιχειρήματα που η κοινωνιοβιολογία και η αποκαλούμενη «υλιστική» ανθρωπολογία αγνοούν γενικά, δηλαδή, τους διανοητικούς μηχανισμούς που προκαλούν τη συμπεριφορά. Η έρευνα σε αυτούς τους διανοητικούς μηχανισμούς οδήγησε σε μια σύγκλιση διάφορων πρόσφατων θεωρητικών απόψεων στη γνωστική και αναπτυξιακή ψυχολογία, στην ψυχογλωσσολογία, στην εξελικτική βιολογία, και στη γνωστική και πολιτισμική ανθρωπολογία., όπως: (1) το μυαλό είναι ένας υπολογιστής (Marr 1982), (2) το μυαλό είναι ένας πολυμορφικός (multimodular) υπολογιστής (Hirschfeld& Gelman 1994), (3) οι διαφορετικές διανοητικές μονάδες (modules) είναι έμφυτες (Fodor 1983), (4) οι διανοητικές μονάδες σχεδιάστηκαν λειτουργικά από τη φυσική επιλογή για να λύσουν τα ζωτικής σημασίας προβλήματα στα προγονικά περιβάλλοντα (Barkow και λοιποί 1992), και (5) οι πεποιθήσεις και οι πρακτικές διαδίδονται, αναπτύσσονται και επιζούν κάτω από την πολιτισμική επιλογή στο βαθμό που είναι ευαίσθητες στη μορφική επεξεργασία (modular processing) (Sperber 1996). Κάθε μορφική λειτουργία (modular faculty), ή «διανοητικό όργανο,» κυβερνάται πιθανώς από ένα συγκεκριμένο σύνολο (γενετικά καθορισμένων) βασικών αρχών που ερμηνεύουν και γενικεύουν τη συμπεριφορά και τις ιδιότητες των οντοτήτων μέσα στη λειτουργική τους περιοχή (faculty domain) (Chomsky 2000).
Μια φυσικά επιλεγμένη, μορφική δομή είναι λειτουργικά εξειδικευμένη να επεξεργάζεται, ως είσοδος (input), ένα συγκεκριμένο πεδίο επαναλαμβανόμενων ερεθισμάτων. Η μονάδα (module) παράγει αυθόρμητα, ως έξοδος (output), ομάδες ερεθισμάτων σε κατηγορίες καθώς επίσης και συμπεράσματα σχετικά με τις εννοιολογικές σχέσεις μεταξύ αυτών των κατηγοριών. Η εγγενώς περιορισμένη γνωστική δομή αυτής της παραγωγής (output) σχεδιάστηκε προφανώς από τη φυσική επιλογή. Επέτρεψε στους ανθρώπους να χειριστούν προσαρμοστικά τα προγονικά περιβάλλοντα με τη γρήγορη και αποτελεσματική ανταπόκριση στις σημαντικές και στατιστικά επαναλαμβανόμενες εργασίες.
Σύμφωνα με την τρέχουσα ερμηνεία της ειδίκευσης χώρου (domain specificity), υπάρχουν κατά προσέγγιση δύο κατηγορίες εξελιγμένων γνωστικών μονάδων (cognitive modules): πρώτης τάξης αντιληπτικές μονάδες και δεύτερης τάξης εννοιολογικές μονάδες. Μια πρώτης τάξης αντιληπτική μονάδα (perceptual module) έχει αυτόματη και αποκλειστική πρόσβαση σε ένα συγκεκριμένο εύρος αισθητηριακών ερεθισμάτων. Έχει τη δική της βάση δεδομένων, και δεν επισύρει την προσοχή σε πληροφορίες που παράγονται από άλλες εννοιολογικές μονάδες. Μια αντιληπτική μονάδα συνδέεται συνήθως με μια αρκετά σταθερή νευρωνική αρχιτεκτονική, και μια γρήγορη επεξεργασία δεδομένων που δεν είναι συνειδητή. Παραδείγματα είναι μονάδες για την αναγνώριση προσώπων, την αντίληψη των χρωμάτων, τον προσδιορισμό του όγκου των αντικειμένων, και τη μορφική σύνταξη (morpho-syntax) (Fodor 1983). Μια δεύτερης τάξης εννοιολογική μονάδα λειτουργεί με μια προνομιούχο, παρά αυστηρά προσωπική, βάση δεδομένων που παρέχεται από άλλα μέρη του νευρικού συστήματος (π.χ., αισθητήριοι δέκτες ή άλλες μονάδες), και που αναφέρεται σε κάποια συγκεκριμένη γνωστική περιοχή (Atran 1990). Παραδείγματα είναι οι τομείς των folkmechanics (φολκ- μηχανική), folkbiology (φολκ- βιολογία) και folkpsychology (φολκ- ψυχολογία):
Φολκ-μηχανική (folkmechanics): Τα ανθρώπινα νεογνά αναγνωρίζουν ένα στερεό αντικείμενο ως τέτοιο όταν συμπεραίνουν ότι η συνοριακή επιφάνεια που βλέπουν είναι ένα τρισδιάστατο σώμα που διατηρεί τη συνεκτικότητα και τα όριά του όταν βρίσκεται σε κίνηση (αντίθετα από το νερό ή τη μετατόπιση της άμμου), που δεν μπορεί να καταλάβει ταυτόχρονα τον ίδιο χώρο με ένα ανάλογο αντικείμενο (αντίθετα από τις σκιές) ή να καταλάβει δύο διαφορετικές θέσεις ταυτόχρονα (αντίθετα από μια φωτιά), και ούτω καθεξής (Baillargeon 1987, Spelke 1990).
Φολκ-βιολογία (folkbiology): Οι άνθρωποι σε όλους τους πολιτισμούς εμφανίζονται να έχουν μια έννοια (folk) ειδών, καθώς επίσης και μια ταξινομία για τις σχέσεις μεταξύ των ειδών (Berling και λοιποί. 1973, Atran 1990). Αυτό υπονοεί την εννοιολογική συνειδητοποίηση ότι, για παράδειγμα, οι μηλιές και οι γαλοπούλες ανήκουν στο ίδιο θεμελιώδες επίπεδο (folk) βιολογικής πραγματικότητας, και ότι αυτό το επίπεδο πραγματικότητας διαφέρει από το κατώτερο επίπεδο που περιλαμβάνει τα άγρια δέντρα μηλιάς και τις άγριες γαλοπούλες καθώς επίσης και από το υπο- επίπεδο που περιλαμβάνει τα δέντρα και τα πουλιά. Αυτό το ταξινομικό πλαίσιο υποστηρίζει επίσης απείρως πολλά συστηματικά και βαθμονομημένα συμπεράσματα όσον αφορά την κατανομή γνωστών ή αγνώστων ιδιοτήτων μεταξύ των ειδών (Coley και λοιποί 1997, Atran 1998). Η folkbiology στεγάζει επίσης μη προφανείς και απαρατήρητες κατασκευές, όπως ελλοχεύουσες αιτιακές σχέσεις σε είδη ζώων και φυτών (π.χ. μια γάτα που ποτέ δεν νιαουρίζει και πάλι αναμένεται να γεννήσει γατάκια που να νιαουρίζουν από τη φύση τους). Ο Εσσενσιαλισμός αυτός είναι εμφανής σε παιδιά ανεξαρτήτως πολιτισμών μέχρι την ηλικία των τεσσάρων ετών (Atran και λοιποί 2001).
Φολκ-ψυχολογία (folkpsychology): Οι άνθρωποι, και ίσως άλλα κινούμενα αντικείμενα, είναι νοήμονες φορείς που δρουν και προκαλούν τη δράση άλλων λόγω εσωτερικών ώσεων. Αυτό επιτρέπει στους ανθρώπους να καταλάβουν πώς οι ίδιοι και άλλοι μπορούν να αντιδράσουν και να δράσουν πάνω σε αντικείμενα και σε γεγονότα από απόσταση, δηλαδή χωρίς άμεση φυσική επαφή. Οι εκούσιες αιτιακές διανοητικές καταστάσεις, όπως οι πεποιθήσεις και οι επιθυμίες, δεν μπορούν να γίνουν άμεσα αντιληπτές. Οι διανοητικές καταστάσεις προκύπτουν από φτωχές και αποσπασματικές εμπειρίες που υποδεικνύουν μόνο φυσική κίνηση ή έκφραση, όπως η διακεκομμένη κίνηση προς έναν στόχο (Csbira και λοιποί. 1999), η αυτόνομη και συντονισμένη κίνηση μεταξύ υποκειμένων (Premack και Premack 1995), το να δείχνουμε κάπου (Leslie 1991), το κοίταγμα και η έκφραση του προσώπου (Baron Cohen 1995), οι χειρονομίες επικοινωνίας (Johnson και λοιποί 1998). Στην ηλικία των τεσσάρων ετών,  τα παιδιά σε όλες τις κουλτούρες αποδίδουν στους άλλους εσωτερικά κίνητρα που περιλαμβάνουν τις ψευδείς πεποιθήσεις και την εξαπάτηση (Wimmer& Perner 1983, Avis& Harris 1991).
 Κάθε μονάδα έχει μια φυσική περιοχή (natural domain), η οποία περιλαμβάνει μια ίδια περιοχή (proper domain) και μια (ενδεχομένως κενή) πραγματική περιοχή (actual domain) (Sperber 1996). Μια ίδια περιοχή είναι η πληροφορία για τη φυσικά επιλεγμένη λειτουργία της μονάδας προς επεξεργασία. Αυτή η φυσικά επιλεγμένη λειτουργία είναι ένα σύνολο δεδομένων εξόδου που συμβάλλουν με τρόπο αιτιακό στο να το καταστήσουν ένα σταθερό γνώρισμα κάποιου είδους. Κατά συνέπεια, ερεθίσματα που αντιστοιχούν σε συμπεριφορές ζώων, συμπεριλαμβανομένων των ανθρώπων, εμπίπτουν στην ίδια περιοχή μιας μονάδας της φολκ- ψυχολογίας. Ο προσδιορισμός των ζώων ως φορείς, με σκοπούς και εσωτερικά κίνητρα, θα επέτρεπε στους προγόνους μας να επιδιώξουν στοχευμένες δράσεις στις σχέσεις θηρευτή- θηράματος, φίλου- εχθρού, και να επωφεληθούν με τρόπους που ενισχύουν την επιβίωση.
Η πραγματική περιοχή μιας μονάδας είναι οποιαδήποτε πληροφορία στο περιβάλλον του οργανισμού  που ικανοποιεί τις αρχικές συνθήκες εισόδου της μονάδας, ασχέτως αν η πληροφορία αντιστοιχεί σε προγονικές απαιτήσεις σχετικά με κάποιον σκοπό (ή αν επίσης ανήκει ή όχι στην ίδια περιοχή). Για παράδειγμα, οι σχηματισμοί των σύννεφων και οι απροσδόκητοι θόρυβοι από άψυχες πηγές εύκολα προκαλούν νύξεις σε όλους τους ανθρώπους για κάποιους φορείς δυνάμεων (Hume 1756/1957, Guthrie 1993). Αν και τα σύννεφα και ο αέρας υπήρχαν στα προγονικά περιβάλλοντα, δεν εξυπηρέτησαν κάποιον εξειδικευμένο σκοπό. Πειράματα δείχνουν ότι τόσο οι ενήλικοι όσο και τα παιδιά ερμηνεύουν αυθόρμητα τις ενδεχόμενες κινήσεις γεωμετρικών μορφών και σημείων σε μια οθόνη ως αλληλεπιδρώντες φορείς που διαθέτουν διακριτούς στόχους και εσωτερικά κίνητρα για την επίτευξη των στόχων (Heider& Simmel 1944, Premack& Premack 1995, Bloom& Veres 1999). Οι κινούμενες τελείες στην οθόνη δεν ανήκουν στην ίδια περιοχή της φολκ- ψυχολογίας επειδή δεν θα μπορούσαν να σχετίζονται με τα προγονικά σκόπιμα έργα. Όπως τα σύννεφα και ο αέρας, έτσι και οι κινούμενες τελείες στην οθόνη του υπολογιστή μπορούν να ανήκουν στην πραγματική περιοχή της φολκ- ψυχολογίας.

VI. Πολιτισμικοί χώροι (Cultural Domains)

Οι άνθρωποι δημιουργούν εννοιολογικά οντότητες πραγματικών περιοχών και πληροφορίες για να μιμηθούν και να χειριστούν τις συνθήκες της φυσικής εισαγωγής δεδομένων (input) των εξελικτικά ίδιων περιοχών οντοτήτων και πληροφοριών (Sperber 1996). Δηλαδή δημιουργούν πολιτισμικές περιοχές που είναι παρασιτικές στις διανοητικές μονάδες. Οι μάσκες, το make-up, ο Mickey Mouse, η γεωμετρία, οι κυβερνήσεις, οι Θεοί και ούτω καθεξής κατασκευάζονται από και για τα ανθρώπινα όντα. Επειδή τα παραγόμενα φαινόμενα εύκολα ενεργοποιούν τις μορφικές διαδικασίες, είναι πιθανότερο να επιζήσουν κατά τη μετάδοση από μυαλό σε μυαλό στα πλαίσια ενός ευρέος φάσματος διαφορετικών περιβαλλόντων και συνθηκών μάθησης από ότι οντότητες και πληροφορίες που είναι πιο δύσκολο να επεξεργαστούν. Κατά συνέπεια, είναι πιθανότερο να γίνουν διαχρονικές πτυχές των ανθρώπινων πολιτισμών.
Ένα άλλο παράδειγμα από την ηθολογία προσφέρει μια αναλογία. Πολλά είδη πουλιών έχουν φωλιές που παρασιτούνται από τα μέλη άλλων ειδών. Έτσι, ο κούκος αποθέτει τα αυγά του στις φωλιές σπουργιτιών, εξαπατώντας τους θετούς γονείς ώστε να επωάσουν και να σιτίσουν τα νεογνά του. Πώς ο κούκος καταφέρνει να ξεγελάσει τον κατά τα άλλα οξύ στην όραση οικοδεσπότη του; Σύμφωνα με τον Lack (1968): «Ο μικρός κούκος, με το τεράστιο ανοικτό στόμα και τη δυνατή ικετευτική φωνή του, έχει προφανώς εξελίξει στο έπακρο τα ερεθίσματα που ενεργοποιούν την αντίδραση σίτισης των σπουργιτιών γονέων… Αυτό, σαν το κραγιόν στην ερωτοτροπία της ανθρωπότητας, δείχνει την επιτυχή εκμετάλλευση με τη βοήθεια ενός «υπερ- ερεθίσματος.» Οι μικροί κούκοι έχουν εξελίξει αντιληπτά σήματα για να χειριστούν το νευρικό σύστημα των σπουργιτιών ενεργοποιώντας το και έπειτα σταματώντας ή διακόπτοντας την κανονική λειτουργία του. Κατά αυτόν τον τρόπο, οι κούκοι είναι σε θέση να παρακάμψουν και να οικειοποιηθούν τους διαμορφωμένους μηχανισμούς επιβίωσης των σπουργιτιών.
Ομοίως, οι άνθρωποι μπορούν να διεγερθούν από τις πορνογραφικές εικόνες ή να φοβηθούν από τις μάσκες. Οι άνθρωποι δημιουργούν την πορνογραφία και τις μάσκες προκειμένου να ενεργοποιήσουν και να χειραγωγήσουν τη μορφική επεξεργασία (modular processing) για παρασιτικούς σκοπούς (π.χ. να διεγείρουν την επιθυμία με σκοπό τα χρήματα, ή να προκαλέσουν το φόβο για να επιβάλουν την κοινωνική υποταγή). Πράγματι, οι άνθρωποι μπορούν να διεγερθούν σεξουαλικά ή να φοβηθούν από αρκετά αφηρημένες ή μη ρεαλιστικές αναπαραστάσεις. Ωστόσο, τα οπτικά ερεθίσματα έχουν αρκετά κοινά χαρακτηριστικά με τις πραγματικές καταστάσεις (νόρμες σεξουαλικότητας ή αναγνώρισης προσώπων) ώστε να προκαλέσουν παρόμοιες φυσιολογικές αντιδράσεις (μαζί με τα αντίστοιχα διανοητικά αποτελέσματα).
Τα είδη της φολκ- βιολογίας και οι ομάδες των φολκ- ειδών (folkspecies) είναι εγγενώς καλά δομημένα, τραβούν την προσοχή, μεταδίδονται και αποτυπώνονται εύκολα ανάμεσα στα μυαλά. Ως αποτέλεσμα, παρέχουν αποτελεσματικά τους συνδετικούς κρίκους στους οποίους προσδένεται η γνώση και η συμπεριφορά των εγγενώς λιγότερο καθορισμένων κοινωνικών ομάδων. Κατά αυτόν τον τρόπο οι τοτεμικές ομάδες μπορούν επίσης να γίνουν αποστηθίσιμες, να τραβήξουν την προσοχή και να περάσουν από μυαλό σε μυαλό. Αυτές είναι οι προϋποθέσεις για κάθε μιμίδιο να γίνει πολιτισμικά βιώσιμο. Ένα κύριο χαρακτηριστικό του τοτεμισμού που τον κάνει «ενδιαφέρον στη σκέψη» είναι ότι ενισχύει τόσο την απομνημόνευση όσο και την ικανότητα να εφιστά την προσοχή παραβιάζοντας καταλυτικά τη γενική συμπεριφορά των βιολογικών ειδών (Levi Strauss 1962). Τα μέλη ενός τοτέμ, αντίθετα με τα μέλη ενός είδους, δεν συνουσιάζονται μεταξύ τους, αλλά μόνο ζευγαρώνουν με τα μέλη άλλων τοτέμ για να δημιουργήσουν ένα σύστημα κοινωνικής ανταλλαγής. Παρατηρήστε ότι αυτή η παραβίαση της βασικής γνώσης δεν είναι καθόλου αυθαίρετη. Είναι μια τέτοια άμεση παραβίαση της ανθρώπινης οντολογικής διαίσθησης ώστε να κινητοποιεί εύκολα τις περισσότερες από τις συνήθεις ανθρώπινες υποθέσεις για τη βιολογία προκειμένου να κτιστούν οι κοινωνίες ανά τον κόσμο (Atran & Sperber 1991).
Οι υπερφυσικοί παράγοντες, οι οποίοι είναι απαγορευμένοι από την επιστήμη αλλά αποδεχτοί από τη θρησκεία, βρίσκονται στα πλαίσια της πολιτισμικής περιοχής της φολκ- ψυχολογίας. Οι έννοιες για τους υπερφυσικούς παράγοντες προέρχονται πολιτισμικά από το μορφικό γνωσιολογικό σχήμα σχετικά με την αναγνώριση και την ερμηνεία αυτών των παραγόντων, όπως είναι οι άνθρωποι και τα ζώα. Με τον όρο «πολιτισμικά προερχόμενοι,» εννοώ ότι ενεργώντας από κοινού μεταχειρίζονται αιτιακά τις μορφικές διαδικασίες με τον κατάλληλο τρόπο- όπως ακριβώς το make- up και οι μάσκες περιλαμβάνουν το συλλογικό, πιθανό, αιτιακό χειρισμό των έμφυτων ευαισθησιών σε δευτερεύοντα σεξουαλικά χαρακτηριστικά και σήματα του ανθρώπινου προσώπου. Στις συνηθισμένες περιπτώσεις, για παράδειγμα, μια ξαφνική κίνηση του αέρα θα μπορούσε να ενεργοποιήσει τη γνωστική επεξεργασία των παραγόντων, που όμως θα απενεργοποιούνταν σύντομα με την περαιτέρω ανάλυσή τους («ήταν μόνο ο άνεμος»). Με τη συνειδητή χειραγώγηση και παραβίαση εμφύτων, υποκινούμενων από τις μονάδες οντολογικών δεσμεύσεων (π.χ. αποδίδοντας στα πνεύματα κίνηση και συναίσθημα αλλά όχι υλική υπόσταση) η μορφική επεξεργασία δεν μπορεί ποτέ να καταλήξει σε κάποιο πραγματικό συμπέρασμα, και απροσδιόριστα πολλές ερμηνείες μπορούν να παραχθούν για απεριόριστα πολλές νεοεμφανιζόμενες καταστάσεις (Atran & Sperber 1991, Boyer 1994, Atran στον Τύπο).
Σε συντομία, αυτές οι επίμονες πτυχές των ανθρώπινων πολιτισμών δεν χρειάζεται να είναι, και συχνά δεν είναι, δεδομένες από την άποψη ενός αντιληπτικού ή εννοιολογικού περιεχομένου. Αντίθετα με τη γενετική μετάδοση και αντιγραφή, η υψηλής πιστότητας μετάδοση πολιτισμικής πληροφορίας είναι η εξαίρεση παρά ο κανόνας. Σταθερή και γρήγορη «μετάλλαξη» της πληροφορίας κατά τη διάρκεια της πολιτισμικής μετάδοσης έχει ως αποτέλεσμα τον ατέλειωτα ποικίλο πολλαπλασιασμό της πληροφορίας η οποία έτσι κι αλλιώς συνεχίζει να ικανοποιεί τις μορφικές συνθήκες εισόδου. Το είδος των πολιτισμικών πληροφοριών που είναι πιο ευαίσθητο στη μορφική επεξεργασία είναι εκείνο που αποκτιέται ευκολότερα από τα παιδιά, που μεταβιβάζεται πιο εύκολα από άτομο σε άτομο, είναι ικανότερο να επιζήσει μέσα σε έναν πολιτισμό με την πάροδο του χρόνου, για να επαναληφθεί πιθανότατα ανεξάρτητα σε διαφορετικούς πολιτισμούς και σε διαφορετικούς χρόνους, και πιο κατάλληλο για αλλαγή και επεξεργασία.

VII. Όχι αναπαραγωγή χωρίς μίμηση. Επομένως όχι αναπαραγωγή

Είμαστε ολοένα και περισσότερο μάρτυρες μιας γρήγορης και παγκόσμιας εξάπλωσης ανώνυμων ηλεκτρονικών μηνυμάτων που οι περισσότεροι από εμάς θα προτιμούσαμε να μην υπάρχουν αλλά που δεν μπορούμε να τα αποφύγουμε. Αυτό ενισχύει κατά πολύ το συναίσθημα ότι αυτά τα μηνύματα είναι αυθαίρετα, ενεργά, επιθετικά και ζωντανά. Πιστεύω ότι αυτό το συναίσθημα είναι μια παραίσθηση. Οι ιδέες δεν αναπαράγονται ούτε αντιγράφονται στο μυαλό. Δεν φωλιάζουν ούτε αποικίζουν τα μυαλά, και γενικά δεν διαδίδονται από μυαλό σε μυαλό με τη μίμηση. Είναι τα μυαλά που παράγουν και δημιουργούν τις ιδέες. Τα μυαλά κτίζουν ορισμένες επικοινωνήσιμες πτυχές των ιδεών που παράγονται, και αυτές οι πτυχές ενεργοποιούν ή ανασύρουν ιδέες σε άλλα μυαλά μέσω της επαγωγής και όχι της μίμησης. Θεωρείστε το εξής:
Όταν εκατομμύρια Κινέζοι σε μια συνάθροιση υψώνουν το Κόκκινο Βιβλίο του Mao και λένε «Αφήστε χίλια λουλούδια να ανθίσουν,» μπορείτε να είστε σίγουροι ότι οι περισσότεροι δεν έχουν τα ίδια λουλούδια στο μυαλό τους, ή καθόλου λουλούδια, ή ακόμα καμία μέσης- πιστότητας ιδέα αυτού που οι άλλοι έχουν κατά νου. Αυτό που το πλήθος έχει από κοινού είναι ένα περιεχόμενο: για παράδειγμα, μια συνάθροιση ενάντια στη «Δυτική επιρροή.» Το κοινό αυτό πλαίσιο κινητοποιεί την υποσυνείδητη γνώση στα μυαλά των ανθρώπων: το γεγονός ότι οι δυτικές ιδέες, πρακτικές, προτιμήσεις, και ούτω καθεξής έχουν κυριαρχήσει στην Κίνα. Αυτή η προϋπάρχουσα γνώση χρησιμοποιείται στη συνέχεια για να συνεπάγει το «αληθινό» ελλοχεύον μήνυμα του επιχειρήματος: ότι, για παράδειγμα, οι αυτόχθονες ιδέες, πρακτικές, προτιμήσεις πρέπει να υιοθετηθούν.
Για να εξετάσω αυτήν την υπόθεση, παρουσίασα την έκφραση «Αφήστε χίλια λουλούδια να ανθίσουν» σε Ανατολικούς και Αμερικάνους φοιτητές στο πανεπιστήμιο του Michigan. Οι φοιτητές κλήθηκαν να γράψουν την έννοια της έκφρασης σε ένα κομμάτι χαρτί. Οι απαντήσεις μιας ομάδας των Ανατολικών φοιτητών ήταν οι ακόλουθες: «Πολλά καλά πράγματα θα συμβούν,» «Αφήστε όλους στην ομάδα σας να εκφράσουν τις εσώτερες σκέψεις τους,» «Το Μάιο υπάρχει μεγάλη αύξηση της συγκομιδής και της παραγωγικότητας,» «Βοηθήστε το περιβάλλον, μην το μολύνετε,» «Απολαύστε την ομορφιά και την ηρεμία των ανθισμένων λιβαδιών,» Αυξάνεστε και πληθύνεστε.» Οι απαντήσεις των Αμερικάνων φοιτητών ήταν, αν μη τι άλλο, πιο εκτεταμένες.
Πράγματι, αυτό είναι ένα μάλλον ακραίο παράδειγμα της επιτυχούς χαμηλής- πιστότητας επικοινωνίας μέσω της επαγωγής αντί της μίμησης. Αλλά δεν είναι με κανένα τρόπο ασυνήθιστο. Η επικοινωνία που περιλαμβάνει τη θρησκευτική πίστη είναι συχνά αυτού του είδους. Για παράδειγμα, σε ένα άλλο σύνολο πειραμάτων στην τάξη, ζήτησα από τους φοιτητές να γράψουν τις έννοιες τριών από τις δέκα εντολές: (1) Μην προσκυνήσεις ψεύτικα είδωλα, (2) Θυμήσου το Σάββατο, και (3) Τίμα τον πατέρα και τη μητέρα σου. Παρά τις προσδοκίες των ίδιων των φοιτητών για συναίνεση, ελάχιστες ήταν προφανείς. Μια κατηγορία 10 φοιτητών ερμήνευσε την (1) ως: «Λατρεύετε μόνο το Χριστιανικό Θεό,» «Πιστεύετε μόνο στο καλό αλλιώς θα πάτε στην κόλαση,» «Να είστε αληθινοί στον εαυτό σας και να μη συμβιβάζετε τα ιδανικά σας για να ικανοποιήσετε βραχυπρόθεσμους σκοπούς,» «Δεν πρέπει να λατρεύετε αντικείμενα, πρόσωπα ή Θεούς έξω από τη θρησκεία σας,» κοκ. Αυτές οι απαντήσεις, στη συνέχεια, παρουσιάστηκαν σε μια άλλη ομάδα φοιτητών από τους οποίους ζητήθηκε και πάλι το νόημα των εκφράσεων που διαβάστηκαν. Ούτε ένας δεν παρήγαγε μια αναγνωρίσιμη έκδοση της (1). Οι ερμηνείες των άλλων εντολών εμφάνισαν παρόμοιες παραλλαγές.
Από την άλλη μεριά, οι περιπτώσεις επιτυχούς υψηλής- πιστότητας μετάδοσης αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο μέσω της μίμησης είναι αρκετά συχνές αλλά ελάχιστα πληροφοριακές. Παραδείγματα είναι: επίσημοι χαιρετισμοί (χειραψίες, σφυρίγματα, «Αγαπητέ Χ,… Με εκτίμηση , ο Υ,» κλπ.), η παράταξη σε γραμμή ή το βάδισμα σε σχηματισμό, το δημόσιο χειροκρότημα, η οδήγηση στα δεξιά και αντίστροφα, το στρώσιμο του τραπεζιού, η αναζήτηση διευθύνσεων και αριθμών τηλεφώνων, κοκ. Άλλα παραδείγματα περιλαμβάνουν τη μιμητική εκμάθηση υποτυπωδών αλλά μερικές φορές σημαντικών δεξιοτήτων όπως: το άναμμα μιας φωτιάς, η τεχνητή αναπνοή, η τοποθέτηση των μωρών στα καροτσάκια, το κόψιμο χαρτιών με ψαλίδι, το άνοιγμα δοχείων με ένα ανοιχτήρι. Μόνο περιστασιακά η μιμούμενη συμπεριφορά μεταφέρει πληροφορία που περιλαμβάνει ρητά τις οδηγίες για την αντιγραφή αυτής της πληροφορίας, όπως με τις επιστολές, τους ιούς υπολογιστών, ή μηνύματα όπως: «παρακαλώ διαβιβάστε,» «πείτε το σε έναν φίλο,» «κάντε σε κάποιον άλλον αυτό το δώρο.» Αλλά η σπανιότητα των πληροφοριών με ενεργές οδηγίες για τη διάδοσή της δεν είναι μια σημαντική αντίρρηση στην προοπτική ύπαρξης των μιμιδίων. Είναι αρκετό το γνωστικό περιβάλλον να αντιδρά στα μιμίδια με αξιόπιστα παραγωγικούς τρόπους.
Εντούτοις, το μεγαλύτερο μέρος της υψηλής πιστότητας επικοινωνίας προκύπτει μέσω της επαγωγής παρά της μίμησης. Θεωρείστε  την απλή πρόταση που εκφράζεται από τη δήλωση, «οι γάτες κυνηγούν τα πουλιά.» Όταν διαβάζετε την δήλωση δεν έχετε την πρόταση να επαναλαμβάνεται στο μυαλό σας. Αυτό συμβαίνει ακόμα κι αν το περιεχόμενο στο οποίο η δήλωση εκφράζεται είναι όσο πιο φτωχό γίνεται. Η αποκωδικοποίηση της συντακτικής δομής μιας έκφρασης δεν είναι το τέλος μιας συνηθισμένης διαδικασίας επικοινωνίας, αλλά μόνο η αρχή. Με το πού αποκωδικοποιηθούν συντακτικά, τα σημασιολογικά στοιχεία μιας πρότασης ανακτώνται με τρόπους που «αυτόματα» ενεργοποιούνε ένα πλούσιο σύνολο εννοιολογικών δομών. Αυτές οι δομές εν μέρει είναι έμφυτες και εν μέρει ενισχύονται μέσω της προσωπικής εμπειρίας και της προϋπάρχουσας μαρτυρίας τους από άλλες δομές.
Για παράδειγμα, λόγω του καθολικού χαρακτήρα της φολκ- βιολογικής ταξινομίας, συμπεραίνετε ότι τα μέλη ενός γνωστού βιολογικού είδους πιθανώς έχουν ως θηράματα μια ευρεία ποικιλία άλλων γνωστών ή αγνώστων βιολογικών ειδών, παρότι αυτή η ελλοχεύουσα βιολογική προδιάθεση μπορεί να μην πραγματοποιηθεί για διάφορους λόγους (μια γάτα μπορεί να είναι πολύ άρρωστη για να κυνηγήσει πουλιά, άλλες μπορούν να εκπαιδευθούν για να μην τα κυνηγάνε, μερικά μεγάλα αρπακτικά πτηνά είναι πιθανώς πολύ μεγάλα για τις γάτες να τα κυνηγήσουν, κοκ). Επιπλέον συμπεραίνετε ότι όλα αυτά τα είδη των οποίων τα μέλη μια γάτα μπορεί να κυνηγήσει, κάτω από κανονικές συνθήκες, ανήκουν σε ένα ταξινομικό επίπεδο που ανήκει σε εκείνο των ειδών, και το οποίο είναι ισότιμο με εκείνο των ψαριών ή ακόμα και των δέντρων. Αναρίθμητα άλλα συμπεράσματα θα μπορούσαν να παραχθούν εύκολα από ακριβώς αυτήν την αρχική συνθήκη στη φολκ- βιολογική ταξινομία σας, αν το πλαίσιο της έκφρασης ή της δήλωσης το επέτρεπε. Εκτός από την αυτόματη ταξινομική επαγωγή, διάφορες πτυχές εγκυκλοπαιδικής γνώσης θα μπορούσαν να κινητοποιηθούν σχετικά με τη συμπεριφορά μιας γάτας και των πουλιών, τις σχέσεις θηρευτών- θηραμάτων, και ούτω καθεξής. Επεισοδιακές μνήμες που συνδέονται με την προσωπική ανάμνηση θα μπορούσαν επίσης να υποκινηθούν, όπως όταν μια συγκεκριμένη γάτα κυνήγησε ένα συγκεκριμένο πουλί σε μια δεδομένη περίπτωση, ή κάποια φορά που μια γάτα κυνήγησε ένα ποντίκι και ούτω καθεξής. Τα περαιτέρω συμπεράσματα και οι ερμηνείες μπορούν να ποικίλουν από πρόσωπο σε πρόσωπο, ανάλογα με τις διαφορές στην έκταση της εγκυκλοπαιδικής γνώσης και το περιεχόμενο της προσωπικής μνήμης (Atran 1998).
Εκτός κι αν το περιεχόμενο επιτρέπει την περαιτέρω ερμηνεία και συμπεράσματα, η επαγωγική επεξεργασία μιας δήλωσης από τους περισσότερους ανθρώπους είναι αξιοσημείωτα γρήγορη και οικονομική (Sperber& Wilson 1986, Gigerenzer& Todd 1999). Σταματά αμέσως με το πού υπάρξει επαρκές νόημα που καθιστά μια δήλωση πληροφοριακή (π.χ. που επιτρέπει τη νέα γνώση ή απορρίπτει την παλιά). Σε αυτό το πλαίσιο, ο «κανόνας παύσης» μπορεί να εφαρμοστεί μόνο ύστερα από την ενεργοποίηση της ταξινομικής γνώσης που μοιράζεται ανάμεσα στα μυαλά ενός πληθυσμού, χάρη στην εγγενή, μορφική δομή τους.

VIII. Μίμηση εναντίον επαγωγής

Από την άποψη της μιμητικής δεν υπάρχει αληθινή μίμηση χωρίς αναπαραγωγή, και αντιστρόφως. Το σημείο κλειδί για τη μίμηση δεν είναι ότι προκαλεί ή αποσπά ή παράγει ή αναπαράγει τις πληροφορίες. Μάλλον, τόσο προκαλεί την αναπαραγωγή όσο και παρέχει τις πληροφορίες για την αναπαραγωγή της. Η διαδικασία της μίμησης προκαλεί την αναπαραγωγή συμπεριλαμβάνοντας, ως μέρος της πληροφορίας που παρέχει, οδηγίες για την αντιγραφή της πληροφορίας. Αυτό συνεπάγεται ότι η πληροφορία που μεταφέρεται από έναν αναπαραγωγό (replicator) περιέχει πάντα τις οδηγίες για την αντιγραφή αυτών των οδηγιών. Το σχέδιο δόμησης ενσωματώνει τον οικοδόμο.
Για τον Dawkins (1999), που ακολουθεί σε αυτό το θέμα τις απόψεις της Blackmore, οι εκτιμήσεις που έχουν να κάνουν με την αντιγραφή των οδηγιών (αναπαραγωγή του γενότυπου), παρά με την αντιγραφή του προϊόντος (αναπαραγωγή του φαινότυπου), «μειώνουν κατά πολύ, και πιθανώς αφαιρούν συνολικά, την αντίρρηση ότι τα μιμίδια αντιγράφονται με ανεπαρκή πιστότητα σε σύγκριση με τα γονίδια.» Για να επεξηγήσει αυτό το σημείο, ο Dawkins προσφέρει ένα νοητικό πείραμα συγκρίνοντας δύο παιχνίδια που περιλαμβάνουν την αναπαράσταση αρχαίων κινέζικων πλοίων.
Στο πρώτο παιχνίδι, παρουσιάζεται σ’ ένα παιδί μια εικόνα ενός τέτοιου πλοίου και ζητείται από το παιδί να τη ζωγραφίσει. Ύστερα παρουσιάζεται σ’ ένα δεύτερο παιδί το σχέδιο αλλά όχι η αρχική εικόνα, και καλείται επίσης να το σχεδιάσει. Ένα τρίτο παιδί καλείται να ζωγραφίσει το πλοίο από το σχέδιο του δεύτερου παιδιού, και ούτω καθεξής. Όταν αρκετά τέτοια σχέδια έχουν ολοκληρωθεί, το τελευταίο σχέδιο στη σειρά θα διαφέρει προφανώς τόσο πολύ από τον πρώτο που δεν θα μοιάζει καθόλου με ένα αρχαίο κινέζικο πλοίο. Υπάρχει μεγάλος βαθμός «μετάλλαξης και παρέκκλισης» για να διατηρηθεί το σχέδιο.
Στο δεύτερο παιχνίδι, το πρώτο παιδί διδάσκεται, με μια χειρωνακτική επίδειξη, να κατασκευάσει το μοντέλο ενός τέτοιου πλοίου χρησιμοποιώντας χαρτί. Στη συνέχεια το πρώτο παιδί δείχνει σε ένα δεύτερο παιδί πώς να το κατασκευάσει, κοκ. Καθώς η δεξιότητα μεταβιβάζεται διαδοχικά, μπορείτε να βάλετε στοίχημα ότι ένας ανεξάρτητος παρατηρητής θα αναγνωρίσει τα πιο πρόσφατα μοντέλα ως λίγο- πολύ πιστές εκδόσεις του προτύπου. Αν στο πρώτο παιχνίδι το παιδί είχε επίσης διδαχθεί πώς να σχεδιάσει το πλοίο, οι πιο πρόσφατες εκδοχές θα ήταν εξίσου αναγνωρίσιμες όσο στο δεύτερο παιχνίδι. Και αν στο δεύτερο παιχνίδι τα παιδιά δεν είχαν διδαχθεί κάποια επίδειξη της τέχνης τυλίγματος του χαρτιού αλλά τους είχε απλά δοθεί ένα έτοιμο μοντέλο, τότε οι τελικές εκδοχές θα ήταν εξίσου αγνώριστες με εκείνες του πρώτου παιχνιδιού.
Μια κρίσιμη διαφορά μεταξύ των δύο παιχνιδιών είναι ότι μόνο το δεύτερο περιέχει μια επίδειξη που επιτρέπει στον παρατηρητή να υποθέσει τις οδηγίες: για παράδειγμα, «πάρε ένα τετράγωνο φύλλο χαρτί και δίπλωσε τις τέσσερις γωνίες ακριβώς στη μέση.» Παρότι οι πραγματικές κατασκευές σπανίως περιλαμβάνουν τέλεια τετράγωνα ή το δίπλωμα ακριβώς στη μέση, τέτοιες (φαινοτυπικές) ατέλειες τείνουν να ακυρώνονται μακροπρόθεσμα επειδή ο υποκείμενος (γενοτυπικός) κώδικας είναι «αυτό- προσαρμοζόμενος:» αυτό που περνά στην αναμετάδοση είναι η ουσία του πλοίου, ενώ κάθε πραγματικό πλοίο είναι μια ατελής προσέγγιση.» Ο Πλάτωνας θα χαμογελούσε. «Κατ’ εμέ,» θεωρεί ο Dawkins, «η σχεδόν γενετική κληρονομιά της γλώσσας και των θρησκευτικών και παραδοσιακών εθίμων διδάσκει το ίδιο μάθημα.»
Υπόψη ότι για τη γλώσσα χρειάζεται προφανώς μια πολύ πλούσια προγενέστερη επαγωγική δομή, συμπεριλαμβανομένου ενός καλά ενσωματωμένου πακέτου πληροφοριών, ώστε να μπορούμε να συμπεράνουμε τον ίδιο κανόνα από αξιοσημείωτα διαφορετικές συμπεριφορές, ή διαφορετικούς κανόνες από εντυπωσιακά όμοιες συμπεριφορές. Για παράδειγμα, η (1) «Ο John φίλησε τη Mary» έχει σχεδόν την ίδια ελλοχεύουσα συντακτική δομή με τη (2) «Το σκυλί δάγκωσε τη γάτα.» Και οι δύο είναι μεταβατικές προτάσεις με την ίδια σχεδόν φραστική δομή. Αντίθετα, η (3) «Ο John εμφανίστηκε στον Peter για να κάνει τη δουλειά» έχει μια πολύ διαφορετική ελλοχεύουσα συντακτική δομή από τη (4) «Ο John απευθύνθηκε στον Peter για να κάνει τη δουλειά.» Η πρόταση (3) περιλαμβάνει μια επαναλαμβανόμενη δομή δύο ενσωματωμένων προτάσεων με έλεγχο του υποκειμένου (ο John εμφανίστηκε στον Peter -> ο John κάνει την εργασία), ενώ η πρόταση (4) περιλαμβάνει μια επαναλαμβανόμενη δομή δύο ενσωματωμένων προτάσεων με έλεγχο του αντικειμένου (ο John απευθύνθηκε στον Peter -> ο Peter κάνει την εργασία). Ποια «αυτο- προσαρμοζόμενη» οδηγία θα μπορούσε ενδεχομένως να διαβαστεί από αυτές τις «φαινοτυπικές» επιφανειακές μορφές που θα δικαιολογούσε την ενσωμάτωση των (1) και (2) κάτω από τον ίδιο «γενοτυπικό» κανόνα αλλά των (3) και (4) κάτω από διαφορετικούς τύπους; Το έργο του ανθρώπου που μαθαίνει τη γλώσσα δεν είναι να μιμηθεί και να συνεπάγει. Είναι να χρησιμοποιήσει την επιφανειακή μορφή των προτάσεων για να εξετάσει τη δυνατότητα εφαρμογής προϋπαρχουσών και παρατηρησιακά «αόρατων» συντακτικών δομών, όπως η μεταβατική φραστική δομή και οι ενσωματωμένες σχέσεις αντικειμένου- υποκειμένου (Chomsky 1986).
Για να οδηγηθούμε στο ζητούμενο, ας θεωρήσουμε το σύνολο τριών κάπως άτυπων πειραμάτων, τα οποία έκανα σε δύο διαφορετικές τάξεις φοιτητών στο πανεπιστήμιο του Michigan. Στο πρώτο πείραμα, έδειξα ένα κομμάτι χαρτί για δέκα δευτερόλεπτα και ζήτησα από τους φοιτητές να αντιγράψουν αυτό που έγραφε πάνω του: «Through the air underground as they fly marry bachelors.» Κανένας από τους φοιτητές δεν το κατάλαβε ακριβώς, αλλά οι περισσότεροι έπιασαν μερικές λέξεις, όπως «μέσω του αέρα» και «καθώς πετούν,» και υπήρξε επίσης μια περίπτωση «εύθυμων εργένηδων.» Έπειτα έδειξα στους φοιτητές μιας τάξης το εξής: «Bachelors the through marry fly they underground as.» Οι περισσότεροι κατάλαβαν μέχρι το «Bachelors» και σύγχυσαν το υπόλοιπο. Στους φοιτητές της άλλης τάξης έδειξα: «Bachelors marry underground as they fly through the air.» Αν και η τελευταία σειρά λέξεων είναι χωρίς νόημα όσο οι άλλες δύο σειρές, όλοι οι φοιτητές την αντέγραψαν σωστά. Ο λόγος που οι φοιτητές κατάλαβαν αυτή τη σειρά σωστά δεν είναι επειδή βρήκαν κάποια αυτο- προσαρμοζόμενη οδηγία, αλλά επειδή ήταν ήδη ικανοί να την επεξεργαστούν συντακτικά.
Οι άνθρωποι παντού επιδιώκουν αυτόματα να επεξεργαστούν σειρές λέξεων ως προτάσεις με νόημα. Για να έχει μια πρόταση νόημα απαιτεί ότι είναι, καταρχήν, μια πρόταση: δηλαδή μια μορφο- συντακτική δομή που ικανοποιεί ένα σύνολο γραμματικών κανόνων. Οι πρώτες δύο προτάσεις σειρές αποτυγχάνουν να ικανοποιήσουν αυτό το προαπαιτούμενο γνωστικό όριο. Η πρώτη πρόταση, ωστόσο, περιέχει συντακτικά τμήματα που, αν δοθούν στη σειρά όπως στο πείραμα origami (με τα χάρτινα κινέζικα καράβια), μπορεί να προκαταλάβει τους φοιτητές να αλλάξουν διαδοχικά τη συντακτική δομή και τους λεκτικούς συνδυασμούς με τρόπους που τελικά σταθεροποιούνται σε ένα γραμματικά και νοηματικά σωστό σχέδιο. Ένα τέτοιο σχέδιο, αν προκύψει, δεν θα είναι πιθανώς προβλέψιμο από το αρχικό. Οι πιθανότητες είναι ακόμα λιγότερες η δεύτερη πρόταση να σταθεροποιούταν επειδή η έλλειψη αρχικής δομής αφήνει πολύ έδαφος για μετάλλαξη σε κάθε στάδιο αντιγραφής.
Μόνο η τρίτη πρόταση προκύπτει εύκολα να είναι γραμματικά καλά δομημένη. Αυτή η σταθερή δομή θα ήταν εξαρχής ανθεκτικότερη στην αλλαγή σε μια τμηματική αναμετάδοση από ότι μια λιγότερο καλά δομημένη προγενέστερή της. Ενδεχομένως, θα υπέκυπτε σε επιλεκτικές πιέσεις να είναι τόσο γραμματικά καλοσχηματισμένη όσο και σημαντική, έτσι ώστε θα μετασχηματιζόταν τελικά σε μια έκφραση γραμματικά και νοηματικά σωστή. Ίσως η πρόταση θα κατέληγε να σταθεροποιηθεί διαδοχικά ως μια δήλωση περί «εύθυμων εργένηδων,» ή ως μια πρόταση για τους εργένηδες οι οποίοι προτιμούν τα αεροπλάνα από το μετρό. Οι επιλεκτικές πιέσεις που οδηγούν στη γραμματικά και νοηματικά καλή δομή οφείλονται στο μορφικό τοπίο του μυαλού: σε αυτήν την περίπτωση, στην έμφυτη γλωσσική ικανότητα (Pinker 1994) σε συνδυασμό με τους αντικειμενικούς πραγματιστικούς περιορισμούς πάνω στη νοηματική καταλληλότητα. (Sperber & Wilson 1986).
Ένας άλλος παράγοντας που αντιστρατεύεται τα μιμίδια ως γνωσιολογικούς αντιγραφείς που μεταβιβάζονται μέσω της μίμησης αφορά το ρόλο των συναισθημάτων στη γνωστική προτίμηση. Οι θρησκευτικές ιδέες, για παράδειγμα, είναι επιφορτισμένες από το συναίσθημα. Στην πραγματικότητα, χωρίς τη συναισθηματική δέσμευση απέναντι στις θρησκευτικές ιδέες και πρακτικές τα αντίστοιχα μιμίδια θα ήταν όμοια με τα κινούμενα σχέδια του Mickey Mouse ή μ’ ένα ποδοσφαιρικό παιχνίδι και μια παρέλαση γυμνασίου. Οι συναισθηματικές συμπεριφορές μιμούνται λίγο ή καθόλου (Ekman 1992). Πράγματι, οι ηθοποιοί μπορούν να μάθουν να ελέγχουν μερικές εξωτερικές εκδηλώσεις των συναισθηματικών αντιδράσεων, όπως το να κλάψουν, αλλά ούτε ο καλύτερος ηθοποιός δεν μπορεί, με τη μίμηση, να ερωτευτεί, να γίνει τίμιος ή μισητός, αληθινά εκδικητικός ή μετανιωμένος, δίκαιος ή πιστός (Frank 1988). Και το κλάμα από μόνο του δεν μιμείται αλλά εκδηλώνεται.
Η συναισθηματική προτίμηση μπορεί επίσης να εξαρτηθεί από τη συμφωνία ή την παραβίαση μορφικών δομών. Οι ομαλές γεωμετρικές μορφές είναι «ευχάριστες,» οι άγγελοι και οι δαίμονες που παραβιάζουν τις οντολογικές υποθέσεις (π.χ. αισθητοί αλλά άυλοι, ικανοί να περάσουν μέσα από στερεά αντικείμενα) είναι απροσδόκητοι, εφιστούν την προσοχή και ως εκ τούτου είναι αξιομνημόνευτοι, και ούτω καθεξής (Atran& Sperber 1991, Boyer 1994). Ο ιαμβικός πεντάμετρος και στίχοι που ομοιοκαταληκτούν είναι πολιτισμικά συγκεκριμένοι αλλά πάραυτα η απόλαυσή τους έχει να κάνει με την έμφυτη προτίμηση για ρυθμικές δομές στους ανθρώπους.
Οι μιμητιστές μπορούν να συμφωνήσουν με όλα αυτά και να υποστηρίξουν ότι, με κάποιο τρόπο, τα μιμίδια εισέρχονται στα μυαλά για να ενεργοποιήσουν τα συναισθήματα που τα υποστηρίζουν, όπως ένας ιός μπορεί να εισχωρήσει στα κύτταρα για να υποκινήσει ορισμένες διαδικασίες που διευκολύνουν την αναπαραγωγή και την εξάπλωσή του. Εντούτοις, οι σχέσεις ανάμεσα στις συναισθηματικές και γνωστικές διαδικασίες μπορούν επίσης να εξαρτώνται από αντικειμενικές δομές που δεν μπορούν να αποκτηθούν απλά με τη μίμηση ή τη συσχέτισή τους. Κατά συνέπεια, πειραματικές μελέτες πάνω στις συγκινήσεις δείχνουν ότι οι άνθρωποι αξιολογούν γνωστικά τις καταστάσεις με όρους όπως η απόλαυση, η βεβαιότητα, η προσπάθεια, ο έλεγχος, η νομιμότητα, το αντιληπτό εμπόδιο (Ellsworth 1991). Τα ευδιάκριτα συναισθήματα τείνουν να συνδεθούν με διαφορετικούς συνδυασμούς αξιολογήσεων. Ένα αντιληπτό εμπόδιο (απέναντι σε κάποιον στόχο) που θεωρείται ότι προκαλείται από έναν εξωτερικό παράγοντα συνδέεται με το θυμό, ένα αντιληπτό εμπόδιο που αποτελεί ευθύνη ενός ατόμου συνδέεται με την ενοχή, ένα αντιληπτό εμπόδιο που δεν έχει καμία προφανή πηγή συνδέεται με τη θλίψη, και ένα αντιληπτό εμπόδιο που χαρακτηρίζεται από αβεβαιότητα συνδέεται με το φόβο και την ανησυχία (Keltner και λοιποί 1993). Όπως η ιδέα με «καλή μορφή,» η έννοια του «αντιληπτού εμποδίου» προέρχεται από το ίδιο το μυαλό, και δεν εμφυτεύεται από τα μιμίδια.

IX. Συμπέρασμα: Γνωστικά εμπόδια στον πολιτισμό

Οι πολιτισμοί είναι αιτιακά κατανεμημένες συναθροίσεις διανοητικών αναπαραστάσεων και των επακόλουθων συμπεριφορών. Οι αναπαραστάσεις που είναι σταθερές με την πάροδο του χρόνου μέσα σε έναν πολιτισμό, όπως εκείνες που επαναλαμβάνονται στους πολιτισμούς, το καταφέρνουν επειδή παράγονται εύκολα, απομνημονεύονται και επικοινωνούνται. Οι πιο αξιοσημείωτες και μεταβιβάσιμες ιδέες είναι οι πλέον ομοειδείς στις εξελιγμένες μορφικές συνήθειες του ανθρώπινου μυαλού. Αυτές οι συνήθειες του μυαλού εξελίχθηκαν για να συλλαμβάνουν τα επαναλαμβανόμενα γνωρίσματα των ανθρώπινων περιβαλλόντων που ήταν σχετικά με την επιβίωση του είδους. Με το πού αναμεταδίδονται σε ένα πολιτισμικό περιβάλλον, τέτοιες πρότυπες ιδέες θα εξαπλωθούν «μεταδοτικά» μέσω ενός πληθυσμού (Sperber 1985). Θα επηρεαστούν λίγο από τις προκύπτουσες αλλαγές στην ιστορία ενός πολιτισμού ή τη θεσμική οικολογία. Μαθαίνονται χωρίς την επίσημη ή ανεπίσημη διδασκαλία και, μόλις μαθευτούν, δεν μπορούν εύκολα ή πλήρως να ξεχαστούν. Παραμένουν υπέρμετρα σταθερές μέσα σε έναν πολιτισμό, και είναι σε γενικές γραμμές δομικά ισομορφικές διαμέσου των πολιτισμών.
 Ένα θετικό μήνυμα που η μιμητική φέρνει είναι ότι η εξελικτική ψυχολογία μπορεί να ωφεληθεί από μια πηγή που μόλις ανέβλυσε: την μελέτη της πολιτισμικής μετάδοσης. Κάποια σώματα γνώσης έχουν μια εγγενή σταθερότητα, και επηρεάζονται μόνο οριακά από την κοινωνική αλλαγή (π.χ. διαισθητικοί μηχανισμοί, θεμελιώδης διάκριση των χρωμάτων, φολκ- βιολογικές ταξινομίες). Άλλα εξαρτώνται για τη μετάδοσή τους, και έτσι για την ύπαρξή τους, από συγκεκριμένους θεσμούς (π.χ. τοτεμισμός, δημιουργισμός, εξελικτική βιολογία). Αυτό προτείνει ότι ο πολιτισμός δεν είναι ένα ενσωματωμένο σύνολο που στηρίζεται για τη μετάδοσή του σε αδιαφοροποίητες γνωστικές ικανότητες. Αλλά το μήνυμα είναι επίσης ένα μήνυμα «φιλανθρωπίας» σχετικά με την αμοιβαία κατανόηση των πολιτισμών (Davidson 1984): η ανθρωπολογία είναι δυνατή επειδή κάτω από την ποικιλία των πολιτισμών βρίσκονται κρυμμένα διαφορετικά αλλά παγκόσμια χαρακτηριστικά. Αυτό το μήνυμα εφαρμόζεται επίσης στην ποικιλομορφία και στην κατανοησιμότητα των διάφορων επιστημών και θρησκειών (Atran 1990).
Δυνάμει «συμπλέγματα μιμιδίων» (memeplexes), όπως οι πεποιθήσεις για τις φυσικές αιτίες και τους υπερφυσικούς παράγοντες, περιορίζονται παγκοσμίως από συγκεκριμένες δομές του πολυμορφικού (multimodular) ανθρώπινου μυαλού. Η υπολογιστική αρχιτεκτονική του ανθρώπινου εγκεφάλου καθορίζει αυστηρά και συγκεκριμένα την υποδοχή, την τροποποίηση, και την τάση να στείλει οποιοδήποτε «μιμίδιο» ξανά στο δρόμο του για να αποσπάσει παρόμοιες απαντήσεις από άλλα μυαλά. Ακόμη και δυσκολότερες στη μάθηση πολιτισμικές ιδέες- όπως η επιστήμη, η θεολογία ή η πολιτική- υπόκεινται σε μορφικούς περιορισμούς, τουλάχιστον στα αρχικά στάδια και στη σύλληψή τους. Πράγματι, μόνο με τη στοχευμένη προσπάθεια να ξεπεραστούν, να παραβιαστούν ή να εμπλουτιστούν οι μορφικές προσδοκίες για τη φολκ- μηχανική, τη φολκ- βιολογία, τη φολκ- ψυχολογία και άλλες καθολικές, χαρακτηριστικές του είδους γνωστικές περιοχές, περισσότερο ποικίλες και επιμελημένες πολιτισμικές ιδέες αποκτούν ζωή.





Δημοσιεύτηκε στο: Human Nature 12(4):351-381, 2001
ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΜΕ ΤΑ:
ΕΠΑΓΩΓΗ ΑΝΤΙ ΜΙΜΗΣΗΣ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΗ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ
Scott Atran CNRS - Institut Jean Nicod, Paris and
The University of Michigan, Ann Arbor




0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου