Οσο κι αν λένε ότι η λογική είναι αυτή χάρη στην οποία
ξεχωρίζει το είδος μας από τα άλλα πλάσματα της γης, τίποτα από όσα μας
εξασφαλίζουν την ανωτερότητα για την οποία, δικαίως, υπερηφανευόμαστε, δεν θα
είχαμε καταφέρει, αν δεν ήμασταν εφοδιασμένοι, επίσης, με τη βούληση. Και τα πιο
απλά πράγματα ακόμη θα ήταν αδύνατο να τα πετύχομε με τη λογική μόνο.
Η λογική μας επιτρέπει να αποφαινόμαστε για το
τι ισχύει -ότι ένα κι ένα κάνουν δύο, ότι ο ήλιος ανατέλλει μια φορά το 24ωρο
κ.λπ. κ.λπ. Η δουλειά της λογικής εξαντλείται στο να κάνομε διαπιστώσεις. Αλλά
για να κάνομε διαπιστώσεις, θα πρέπει να θέλομε να τις κάνομε. Η λογική είναι
μια δύναμη που μπαίνει σε λειτουργία, αφ' ης στιγμής παρακινηθεί από τη βούληση.
Πόσες φορές μας έχει συμβεί να προσπαθεί να μας πείσει ο άλλος για ένα ζήτημα
που είμαστε υποχρεωμένοι να δεχθούμε επειδή το λέει η λογική, κι εμείς να
αρνούμεθα να το δεχθούμε, γιατί απλά δεν θέλουμε να ασχοληθούμε μαζί του, επειδή
μας είναι αδιάφορο. Η βούληση, ως βασικός συντελεστής των επιλογών μας, επισημάνθηκε μόλις τον 17ο αιώνα από τον Καρτέσιο στην προσπάθειά του να εξηγήσει το φαινόμενο της πλάνης, το οποίο, σε αντίθεση προς την περίπτωση του λάθους, είναι μια σύνθετη διαδικασία. Λάθος είναι να πω ότι ένα κι ένα κάνει τρία και να παραμείνω σε αυτό. Αν πω, όμως, ότι ένα κι ένα κάνουν τρία και, μετά, αναγνωρίζοντας το λάθος μου, το αποποιηθώ, λέγοντας πλέον ότι ένα κι ένα κάνουν δύο, τότε λέμε ότι περιέπεσα σε πλάνη.
Τι είναι εκείνο, όμως, που μας οδηγεί στην πλάνη, να εκλαμβάνομε αρχικά, παρακάμπτοντας τη λογική, σαν σωστό κάτι που είναι λάθος και, μετά, χρησιμοποιώντας τη λογική, να αναγνωρίζομε ότι είναι λάθος; Τι μας παρασύρει, όταν πέφτομε θύματα πλάνης, να μην υπακούομε στη λογική έτσι, ώστε να αποφεύγομε εξ αρχής το λάθος και την ταλαιπωρία της πλάνης;
Ο Θεός, υποστήριξε ο Καρτέσιος, εφοδιάζοντάς μας με λογική και βούληση, ανέθεσε σε καθεμιά διαφορετικό ρόλο: στη λογική να αποφαίνεται για το τι ισχύει και τι δεν ισχύει, για το τι είναι σωστό και τι λάθος, και στη βούληση να παρακινεί τη λογική να αποφαίνεται για το σωστό και το λάθος. Φρόντισε, παράλληλα, όμως, ο Θεός, ώστε, σε αντίθεση προς τη λογική, την οποία περιόρισε αυστηρά στην αποστολή της, στο να λέει τι είναι σωστό και τι λάθος, να δώσει στη βούληση απεριόριστο πεδίο δράσης, να ενεργεί και πέρα από το χρέος της να παρακινεί τη λογική να αποφαίνεται για το τι είναι σωστό και τι λάθος. Ετσι, κάθε άλλο παρά σπάνιο είναι το φαινόμενο η βούληση αντί, εν όψει αυτού εκείνου του ζητήματος, να παρακινεί τη λογική να μας διαφωτίσει, να αποφαίνεται η ίδια γι' αυτά, με αποτέλεσμα, όταν κατόπιν καλείται να εκφραστεί η λογική και διαπιστώνομε το λάθος, να πέφτομε θύματα πλάνης -μιας κάθε άλλο παρά ευχάριστης δοκιμασίας, η οποία, μάλιστα, γίνεται ακόμα πιο επώδυνη, όταν η πλάνη αφορά στην ίδια την ύπαρξή μας. Ο καθένας μας, ανάλογα προς τη δράση του και τις συνθήκες υπό τις οποίες κάνει τις επιλογές του και δρα, γίνεται εκείνο που είναι -ένας καθηγητής, ένας υποδηματοποιός, και ούτω καθεξής. Οσο κι αν, χάρη στη λογική, με την οποία είναι εφοδιασμένος, μπορεί να ξέρει εκείνο που είναι, η βούλησή του, εντούτοις, καθώς εκδηλώνεται αυτή ανεξέλεγκτα μέσα του, είναι ενδεχόμενο να τον κάνει να θέλει να ήταν κάτι άλλο από εκείνο που στην πραγματικότητα είναι. Δεν υπάρχει, λέει ο Νίτσε, πιο αξιοθρήνητο θέαμα από έναν υποδηματοποιό ή έναν καθηγητή, ο οποίος, με μια έκφραση οδύνης στο πρόσωπο, αφήνει, παρασυρμένος από τη βούλησή του, να καταλάβομε ότι γεννήθηκε για κάτι καλύτερο από αυτό που πράγματι είναι.
Και το ερώτημα είναι: γιατί ο Θεός, αν είμαστε, όπως υποστήριξε ο Καρτέσιος, δημιουργήματά του, φύτεψε μέσα μας τη βούληση να μας ταλαιπωρεί παρασύροντάς μας στην πλάνη; Θα ήταν ποτέ δυνατόν ο Θεός, ως πανάγαθος, να θέλει το κακό μας; Γιατί να μη μας εφοδιάσει μόνο με τη λογική έτσι, ώστε, ξέροντας όλοι μας ποιο είναι το σωστό, για να επιδιώκομε, και ποιο είναι το κακό, για να το αποφεύγομε, να μπορούμε να ζούμε αρμονικά; Σαν τα μερμήγκια, δηλαδή, που δεν ξεχωρίζουν το ένα από το άλλο;
Εμείς οι άνθρωποι, αν ξεχωρίζομε ο ένας από τον άλλο, το χρωστάμε στις αποφάσεις που παίρνομε. Και κάθε απόφαση, όπως έλεγε ο Κίρκεγκορ, είναι μια στιγμή τρέλας, η οποία, εξ ορισμού, δεν υπόκειται στη λογική, αλλά υπαγορεύεται από τη βούληση. Ο Λεωνίδας στην απόφασή του να αντισταθεί στις Θερμοπύλες δεν κατέληξε από τη λογική, αλλά οδηγήθηκε από τη βούλησή του, τη θέλησή του να υπερασπιστεί τον τόπο του. Και το τίμημα ήταν βαρύ για τον ίδιο και τους συντρόφους του. Αλλά έτσι είναι: τα πράγματα έχουν ένα τίμημα -και όσο πιο σπουδαία είναι, τόσο και πιο μεγάλο είναι το τίμημα. Δεν υπάρχει, όπως είπε ένας σύγχρονος οικονομολόγος, ανέξοδο γεύμα.
Πρύτανης του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών,
enet.gr
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου