«Κολλημένοι» με το Διαδίκτυο: παραθέτοντας λόγια του Σενέκα, ο Χάρις τονίζει την ανάγκη να συνδυάζουμε τη μοναξιά με το πλήθος «και να καταφεύγουμε εναλλάξ σε αμφότερα».
«Πολύ γρήγορα, κανένας δεν θα θυμάται τη ζωή πριν από το Iντερνετ. Τι σημαίνει αυτό το αναπόφευκτο γεγονός;». Με αυτή την ερώτηση αρχίζει ο Καναδός δημοσιογράφος Μάικλ Χάρις το πρώτο του βιβλίο, «Το τέλος της απουσίας» (The End of Absence: Reclaiming What We’ve Lost in a World of Constant Connection, εκδ. Current).
Για να φτάσει σε μια απάντηση, ο Μάικλ Χάρις «χτενίζει» όσα έχουν απομείνει από την προ Iντερνετ ζωή μας, ξεχωρίζοντας τα πράγματα που θα πάρουμε μαζί μας στον δικτυωμένο κόσμο από τα, συχνά πολύτιμα, πράγματα που θα αφήσουμε πίσω. Η ακόρεστη όρεξή μας –για πληροφορίες, ερεθίσματα, επιβεβαιώσεις– θα εξακολουθήσει να είναι μαζί μας. Οταν όμως όλες αυτές οι ανάγκες ικανοποιούνται αμέσως μόλις γίνονται αντιληπτές, η αξία που τους αποδίδουμε μπορεί να υποτιμηθεί.
Χωρίς αυτές τις απουσίες, χωρίς τα συναισθήματα στέρησης, υποστηρίζει ο Χάρις, «κινδυνεύουμε να κοροϊδεύουμε τον εαυτό μας πιστεύοντας ότι τα πράγματα έχουν μικρότερη σημασία». Αναφέρει το παράδειγμα της εταιρείας De Beers, η οποία «αποθηκεύει τα διαμάντια της για να προκαλέσει τεχνητή έλλειψη, δίνοντάς τους μεγαλύτερη αξία». Η κουλτούρα της αφθονίας προκαλεί καταναλωτική υποτίμηση και εκτρέφει ένα αόριστο συναίσθημα ανικανοποίητου.
Ακόμα και η θεμελιακή πράξη του στοχασμού μπορεί να υπονομευθεί εάν η αδράνεια –όταν, για παράδειγμα, περιμένουμε το λεωφορείο– αντικατασταθεί με την εύκολη διασκέδαση που προσφέρει το κινητό τηλέφωνο. Οπως συμβαίνει και με τη μεγάλη μουσική, οι παύσεις αποτελούν εξίσου μέρος της ανθρώπινης εμπειρίας όσο και τα ηχηρά κρεσέντο. Δεν υπάρχει έμπνευση χωρίς στοχασμό.
Ο Μάικλ Χάρις δεν είναι δογματικός, ούτε κανένας ηλικιωμένος Λουδίτης. Αντιθέτως, χρησιμοποιεί μια πολύ στέρεη επιχειρηματολογία, ακολουθώντας τα βήματα συγγραφέων όπως ο Νίκολας Καρ, του οποίου το βιβλίο «The Shallows» είχε τεράστια επίδραση στην κατανόησή μας για τον τρόπο που το Ιντερνετ μεταλλάσσει το μυαλό μας. Προσπαθώντας να κατανοήσει καλύτερα τις ανησυχίες του, έχει μιλήσει με εκατομμυριούχους του Διαδικτύου, ειδικούς των υπολογιστών, επιστήμονες διαφόρων ειδικοτήτων, ακόμα και ψηφιακά ρομπότ. Και το συμπέρασμά του είναι αρκετά μετρημένο.
Παραθέτοντας λόγια του Σενέκα, ο Χάρις τονίζει την ανάγκη να συνδυάζουμε τη μοναξιά με το πλήθος «και να καταφεύγουμε εναλλάξ σε αμφότερα». Οπως οι άνθρωποι έχουν τη δυνατότητα να αρνηθούν στον εαυτό τους την υπερβολική κατανάλωση λιπαρών και ζάχαρης που το σώμα τους έχει μάθει να λαχταράει, το ίδιο θα πρέπει να δείχνουμε περίσκεψη απέναντι στην τεχνολογία. «Κάθε τεχνολογία θα σε αποξενώσει από κάποιο τμήμα της ζωής σου. Αυτή είναι η δουλειά της. Η δική σου δουλειά είναι να το πάρεις χαμπάρι». Μόνο κάνοντάς το αυτό μπορεί η τελευταία γενιά που γνώρισε τον προ Ιντερνετ κόσμο να διασφαλίσει ότι εκείνοι που ακολουθούν θα εκτιμήσουν όσα κινδυνεύουν να χαθούν.
kathimerini
Για να φτάσει σε μια απάντηση, ο Μάικλ Χάρις «χτενίζει» όσα έχουν απομείνει από την προ Iντερνετ ζωή μας, ξεχωρίζοντας τα πράγματα που θα πάρουμε μαζί μας στον δικτυωμένο κόσμο από τα, συχνά πολύτιμα, πράγματα που θα αφήσουμε πίσω. Η ακόρεστη όρεξή μας –για πληροφορίες, ερεθίσματα, επιβεβαιώσεις– θα εξακολουθήσει να είναι μαζί μας. Οταν όμως όλες αυτές οι ανάγκες ικανοποιούνται αμέσως μόλις γίνονται αντιληπτές, η αξία που τους αποδίδουμε μπορεί να υποτιμηθεί.
Χωρίς αυτές τις απουσίες, χωρίς τα συναισθήματα στέρησης, υποστηρίζει ο Χάρις, «κινδυνεύουμε να κοροϊδεύουμε τον εαυτό μας πιστεύοντας ότι τα πράγματα έχουν μικρότερη σημασία». Αναφέρει το παράδειγμα της εταιρείας De Beers, η οποία «αποθηκεύει τα διαμάντια της για να προκαλέσει τεχνητή έλλειψη, δίνοντάς τους μεγαλύτερη αξία». Η κουλτούρα της αφθονίας προκαλεί καταναλωτική υποτίμηση και εκτρέφει ένα αόριστο συναίσθημα ανικανοποίητου.
Ακόμα και η θεμελιακή πράξη του στοχασμού μπορεί να υπονομευθεί εάν η αδράνεια –όταν, για παράδειγμα, περιμένουμε το λεωφορείο– αντικατασταθεί με την εύκολη διασκέδαση που προσφέρει το κινητό τηλέφωνο. Οπως συμβαίνει και με τη μεγάλη μουσική, οι παύσεις αποτελούν εξίσου μέρος της ανθρώπινης εμπειρίας όσο και τα ηχηρά κρεσέντο. Δεν υπάρχει έμπνευση χωρίς στοχασμό.
Ο Μάικλ Χάρις δεν είναι δογματικός, ούτε κανένας ηλικιωμένος Λουδίτης. Αντιθέτως, χρησιμοποιεί μια πολύ στέρεη επιχειρηματολογία, ακολουθώντας τα βήματα συγγραφέων όπως ο Νίκολας Καρ, του οποίου το βιβλίο «The Shallows» είχε τεράστια επίδραση στην κατανόησή μας για τον τρόπο που το Ιντερνετ μεταλλάσσει το μυαλό μας. Προσπαθώντας να κατανοήσει καλύτερα τις ανησυχίες του, έχει μιλήσει με εκατομμυριούχους του Διαδικτύου, ειδικούς των υπολογιστών, επιστήμονες διαφόρων ειδικοτήτων, ακόμα και ψηφιακά ρομπότ. Και το συμπέρασμά του είναι αρκετά μετρημένο.
Παραθέτοντας λόγια του Σενέκα, ο Χάρις τονίζει την ανάγκη να συνδυάζουμε τη μοναξιά με το πλήθος «και να καταφεύγουμε εναλλάξ σε αμφότερα». Οπως οι άνθρωποι έχουν τη δυνατότητα να αρνηθούν στον εαυτό τους την υπερβολική κατανάλωση λιπαρών και ζάχαρης που το σώμα τους έχει μάθει να λαχταράει, το ίδιο θα πρέπει να δείχνουμε περίσκεψη απέναντι στην τεχνολογία. «Κάθε τεχνολογία θα σε αποξενώσει από κάποιο τμήμα της ζωής σου. Αυτή είναι η δουλειά της. Η δική σου δουλειά είναι να το πάρεις χαμπάρι». Μόνο κάνοντάς το αυτό μπορεί η τελευταία γενιά που γνώρισε τον προ Ιντερνετ κόσμο να διασφαλίσει ότι εκείνοι που ακολουθούν θα εκτιμήσουν όσα κινδυνεύουν να χαθούν.
kathimerini
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου